Skip to main content

«Μαραθώνιος δεκαετιών»: Πώς η Ελλάδα θα «πιάσει» την Ευρώπη – S&P, Fitch, DBRS, Moody’s εξηγούν στη «N»

Τα δυνατά χαρτιά, τα επίμονα αγκάθια και ο μακρύς δρόμος για τη σύγκλιση - 4 μεγάλοι οίκοι παρουσιάζουν την πορεία που έχει μπροστά ης η Ελλάδα

Παρά τη σημαντική πρόοδο της τελευταίας πενταετίας –την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, τη σταθερή δημοσιονομική πορεία και την εντυπωσιακή αποκλιμάκωση του χρέους – η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε μαραθώνιο πορείας προς την πλήρη οικονομική σύγκλιση με την Ευρωζώνη.

Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τις απαντήσεις των αναλυτών των μεγάλων οίκων αξιολόγησης στη «Ναυτεμπορική».

Η κοινή τους εκτίμηση είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει πλέον κερδίσει τη μάχη της σταθερότητας, αλλά όχι ακόμη την πρόκληση της βιώσιμης σύγκλισης. Οι επενδύσεις αυξάνονται, η ανεργία υποχωρεί και τα δημοσιονομικά στηρίζουν την αξιοπιστία της χώρας. Ωστόσο, η παραγωγικότητα, το δημογραφικό, τα εξωτερικά ελλείμματα και η χαμηλή αποταμίευση αποτελούν τους κύριους ανασταλτικούς παράγοντες.

Standard & Poor’s: Εξωτερικά ελλείμματα και δημογραφικό οι μεγάλοι αντίπαλοι

Ο Samuel Tilleray, Associate Director της Standard & Poor’s, βλέπει την Ελλάδα να έχει εδραιώσει μια ισχυρή αναπτυξιακή βάση, αλλά να εξακολουθεί να αντιμετωπίζει κρίσιμα διαρθρωτικά εμπόδια. Όπως σημειώνει στη Ναυτεμπορική, «η βασική πρόκληση για την ελληνική οικονομία είναι οι αυξημένες ανισορροπίες, που αποτυπώνονται στο υψηλό απόθεμα εξωτερικού χρέους και στο σημαντικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών».

Τα μεγέθη αυτά, υπογραμμίζει, «εκθέτουν τη χώρα σε μεταβολές στις εξωτερικές χρηματοδοτικές συνθήκες και αντικατοπτρίζουν μια διαρθρωτική υπερεξάρτηση από τις εισαγωγές, συμπεριλαμβανομένων των υδρογονανθράκων».

Σε βάθος χρόνου, ο Tilleray βλέπει δύο παραμέτρους να βαραίνουν το παραγωγικό δυναμικό: «οι δημογραφικές και οι κλιματικές προκλήσεις είναι οι κυρίαρχες ανησυχίες, καθώς και οι δύο περιορίζουν την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας».

Ωστόσο, υπάρχει και ένα ισχυρό αντίβαρο. «Η βασική ευκαιρία για την Ελλάδα προέρχεται από τη δυνατότητα για συνεχή δημοσιονομική υπεραπόδοση και την αποτελεσματική υλοποίηση επενδυτικών έργων», εξηγεί, τα οποία «υποστηρίζουν την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα και βελτιώνουν σταθερά τη δυναμική του δημόσιου χρέους».

Το αποτέλεσμα, προσθέτει, είναι ότι «ο λόγος καθαρού χρέους προς ΑΕΠ κινείται σε σταθερά καθοδική τροχιά, ενισχύοντας τη συνολική δημοσιονομική ανθεκτικότητα».

Για τη σύγκλιση, ο αναλυτής είναι σαφής: «Ρεαλιστικά είναι μία διαδικασία πολλών δεκαετιών και εξαρτάται από τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής δυναμικής που θα αυξήσει διατηρήσιμα την παραγωγικότητα, από συνετή δημοσιονομική πολιτική και από την αποτελεσματική αντιμετώπιση των δημογραφικών πιέσεων».

Καταλήγει ότι μόνο μια σημαντική και παρατεταμένη επιτάχυνση της παραγωγικότητας, πέρα από τις τρέχουσες τάσεις, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «καταλύτης για ταχύτερο κλείσιμο του χάσματος».

Fitch: Ανθεκτική ανάπτυξη, αλλά η σύγκλιση θέλει πολλά ακόμη

Ο Greg Kiss, επικεφαλής αναλυτής κρατικών αξιολογήσεων της Fitch Ratings για την Ελλάδα, τονίζει στη Ναυτεμπορική ότι «η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης, παρά τις πρόσφατες εξωτερικές προκλήσεις – από γεωπολιτικούς έως εμπορικούς κραδασμούς».

Από το 2023 και μετά, το ΑΕΠ αυξάνεται γύρω στο 2%, «ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης».

Η ανθεκτικότητα της οικονομίας, σημειώνει, «οφείλεται κυρίως στη βελτίωση των εσωτερικών συνθηκών, στην επιτάχυνση των επενδύσεων και στη βελτίωση του κλίματος των νοικοκυριών».
Η Fitch προβλέπει ότι «ο ρυθμός ανάπτυξης θα παραμείνει κοντά στο 2% έως τουλάχιστον το 2027, συνεχίζοντας να υπερβαίνει τη δυναμική της Ευρωζώνης».

Οι βασικοί μοχλοί αυτής της ανάπτυξης, όπως εξηγεί, θα είναι «η εγχώρια ανάκαμψη, που ωφελείται από τα τελευταία χρόνια του επενδυτικού κύματος του Ταμείου Ανάκαμψης, η περαιτέρω βελτίωση των ισολογισμών των νοικοκυριών και η σταθερή αύξηση της απασχόλησης».

Επιπλέον, «η ιστορική επίδοση του τουρισμού το 2025 στηρίζει τις εξαγωγές», συμβάλλοντας θετικά «σε μια περίοδο όπου το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει ελλειμματικό».
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, η Ελλάδα, σύμφωνα με τη Fitch, «διαθέτει μία από τις ισχυρότερες θέσεις στην Ευρώπη, με συνολικό πλεόνασμα το 2024 και πιθανό πλεόνασμα και το 2025».

Αυτό, προσθέτει ο Kiss, «δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να εφαρμόσει μειώσεις στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων το 2026 χωρίς να διακυβεύει τους δημοσιονομικούς στόχους».

Οι φορολογικές αυτές ελαφρύνσεις, όπως επισημαίνει, «θα ενισχύσουν περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, υποστηρίζοντας την ανάκαμψη τα έτη 2026 και 2027».

Η εικόνα στην αγορά εργασίας έχει επίσης βελτιωθεί σημαντικά, με την ανεργία να υποχωρεί κάτω από το 10% το 2025, το χαμηλότερο ποσοστό από το 2008. Ωστόσο, παρά την πρόοδο, «η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να φέρει επίμονες αδυναμίες ως κληρονομιά της κρίσης χρέους».

Όπως τονίζει, «ο ρυθμός επενδύσεων, αν και βελτιώνεται, παραμένει χαμηλότερος του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ενώ το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών είναι πολύ χαμηλό». Το αποτέλεσμα, εξηγεί, είναι ότι «η Ελλάδα συνεχίζει να έχει ένα σημαντικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, που αντικατοπτρίζει την ανισορροπία μεταξύ εγχώριων αποταμιεύσεων και επενδύσεων».

Οι δημογραφικές προκλήσεις, σημειώνει ο Kiss, «θα ενταθούν μεσομακροπρόθεσμα, προσθέτοντας επιπλέον βάρος στις δημόσιες δαπάνες». Σε αυτό το περιβάλλον, «η συνετή δημοσιονομική πολιτική αποτελεί κρίσιμο εργαλείο: η ταχεία μείωση του χρέους μετά την πανδημία δημιουργεί τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο για να απορροφηθούν τα κόστη της γήρανσης τις επόμενες δεκαετίες».

Σε ό,τι αφορά τη σύγκλιση, ο αναλυτής τονίζει ότι η Ελλάδα «βρίσκεται σε σταθερή πορεία σύγκλισης προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης».

Ωστόσο, με ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 2%, «η διαδικασία θα διαρκέσει πολύ». Για να φτάσει στο επίπεδο των πιο ανεπτυγμένων οικονομιών της Ε.Ε., χρειάζεται σημαντική ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων, όχι μόνο μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και «μέσα από μόνιμες βελτιώσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον και στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα».

Και όπως επισημαίνει ο Kiss, «σε όρους αγοραστικής δύναμης η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα περίπου στο 70% του μέσου όρου της Ε.Ε., ενώ το 2004 βρισκόταν κοντά στο 100%». Το χάσμα αυτό, σημειώνει, «θα χρειαστεί δεκαετίες για να κλείσει».

«Η σύγκλιση της Ελλάδας θα είναι ένας μαραθώνιος – κάτι που η χώρα γνωρίζει καλά από την αρχαιότητα», λέει χαρακτηριστικά.

Morningstar DBRS: Οι επενδύσεις είναι η μεγάλη ευκαιρία

Για τον Jason Graffam, Senior Vice President της Morningstar DBRS, «η λέξη που συνοψίζει την ευκαιρία της Ελλάδας είναι “επένδυση”».

Όπως εξηγεί στη Ναυτεμπορική, «οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν στο 18% το 2024, από μόλις 11% το 2019». Η Ελλάδα, προσθέτει, «είναι ο μεγαλύτερος αποδέκτης κοινοτικών πόρων στην Ε.Ε., συνδυάζοντας τις επιχορηγήσεις και τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης με τους πόρους του κοινοτικού προϋπολογισμού».

Αυτά τα κεφάλαια, υπογραμμίζει, «κατευθύνονται στη βελτίωση των υποδομών, του ανθρώπινου κεφαλαίου και στις ψηφιακές και πράσινες μεταβάσεις». Ταυτόχρονα, «συνοδεύονται από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως η επιχειρηματικότητα και η δημόσια διοίκηση».

Όλα αυτά, σύμφωνα με τον Graffam, «συνιστούν μια μοναδική ευκαιρία για την ελληνική οικονομία να στραφεί σε κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, να αυξήσει την παραγωγικότητα και να ενισχύσει τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητά της».

Η αναβάθμιση της Ελλάδας από BBB (low) σε BBB τον Μάρτιο του 2025, όπως υπενθυμίζει, «αντανακλά τη μείωση των κινδύνων που προέρχονταν από το τραπεζικό σύστημα και τη συνεχιζόμενη πτώση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ».

Η Morningstar DBRS διατηρεί σταθερή προοπτική (Stable Trend), στηριζόμενη στις θεσμικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που «ενίσχυσαν την ανθεκτικότητα της οικονομίας».

Ωστόσο, παραμένουν ορισμένες βαθιές διαρθρωτικές αδυναμίες. «Ο λόγος χρέους της Ελλάδας παραμένει ο υψηλότερος στην Ευρώπη», σημειώνει, ενώ «το ρυθμιστικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι βαρύ και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες συχνά παρεμβαίνουν στην ευκολία του επιχειρείν».

Επιπλέον, «η αγορά εργασίας έχει δομικές αδυναμίες – υψηλή ανεργία στους νέους, αναντιστοιχίες δεξιοτήτων και τη συνεχιζόμενη μετανάστευση του μορφωμένου εργατικού δυναμικού».

Σύμφωνα με τον Graffam, οι δημογραφικές πιέσεις αποτελούν μια ακόμη σοβαρή πρόκληση, «καθώς ο πληθυσμός γηράσκει και η φυγή νέων επιστημόνων περιορίζει το παραγωγικό δυναμικό».

Όπως προσθέτει, «το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας αντιστοιχεί σήμερα περίπου στο 52% του μέσου όρου της Ευρωζώνης, σύμφωνα με το ΔΝΤ, κάτω από το 59% του 2010».
Η πρόοδος θα συνεχιστεί, εκτιμά, «καθώς οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις αυξάνουν σταδιακά την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας», όμως «δεν αναμένουμε η Ελλάδα να προσεγγίσει σύντομα τον μέσο όρο της Ευρωζώνης σε όρους πλούτου ή παραγωγικότητας».

Moody’s: Η πρόοδος είναι ισχυρή, αλλά τα δομικά εμπόδια επιμένουν

Ο οίκος Moody’s μας παρέπεμψε στο πρόσφατο credit opinion, όπου διαπιστώνει ότι η Ελλάδα «έχει επιδείξει αξιόπιστο μεταρρυθμιστικό ιστορικό, που οδήγησε σε θεσμική ενίσχυση, αύξηση των επενδύσεων και πιο υγιές τραπεζικό σύστημα».

Η θετική δυναμική στηρίζεται στη «σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους» και στη «σταθερά υψηλή επίδοση των πρωτογενών πλεονασμάτων», ωστόσο ο οίκος προειδοποιεί ότι «η μείωση του χρέους θα χρειαστεί να διατηρηθεί για πολλά χρόνια».

Σύμφωνα με την ανάλυση, η αρνητική δημογραφική δυναμική είναι ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια. Ο οίκος προβλέπει ότι «το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας θα μειωθεί κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες έως το 2050», γεγονός που καθιστά τη σύγκλιση με την Ευρωζώνη μια αργή, αλλά όχι αδύνατη διαδικασία.

Η Ελλάδα, σύμφωνα με τους τέσσερις οίκους αξιολόγησης, έχει αφήσει πίσω της την εποχή της κρίσης και έχει χτίσει αξιοπιστία.

Όμως η πραγματική ευρωπαϊκή σύγκλιση δεν είναι υπόθεση λίγων ετών. Είναι μια μακρά, πολυεπίπεδη προσπάθεια που απαιτεί σταθερές μεταρρυθμίσεις, παραγωγική αναβάθμιση και κοινωνική ανθεκτικότητα — ή «ένας μαραθώνιος που μόνο η συνέπεια μπορεί να κερδίσει».