Χάνεται ο λογαριασμός για το μακροπρόθεσμο κόστος που προκαλεί η θανάτωση αιγοπροβάτων λόγω ευλογιάς, που προσεγγίζει επικίνδυνα τα 400.000 ζώα, ενώ η αδυναμία διαχείρισης για την εκρίζωση της ζωονόσου απομακρύνει όλο και περισσότερο την έναρξη της ανασύστασης των χαμένων κοπαδιών.
Η ζωονόσος ήδη «μετρά» 14 μήνες εξάπλωσης στην Ελλάδα και το «κοντέρ» συνεχίζει να γράφει. Όμως ακόμα και όταν επιτευχθεί η εκρίζωση της ζωονόσου, απαιτούνται τουλάχιστον 18 μήνες για να ξεκινήσει η αποκατάσταση των χαμένων ζώων και των εισοδημάτων των κτηνοτρόφων.
Ο κλάδος της αιγοπροβατοτροφίας δέχεται ισχυρό πλήγμα και η ζημιά στο ζωικό κεφάλαιο τείνει να γίνει ανεπανόρθωτη, εξέλιξη που θα έχει άμεσες επιπτώσεις στους δείκτες της οικονομίας, της μεταποίησης, της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, των προοπτικών της επαρχίας.
Με βάση τα στοιχεία του ΥΠΑΑΤ, μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου είχαν θανατωθεί 327.868 ζώα, ενώ ο αριθμός τους στις 17 Οκτωβρίου ανήλθε σε 357.841, ήτοι αύξηση 9% σε διάστημα λιγότερο από έναν μήνα. Η διατήρηση στο τέμπο του 10% και τον Νοέμβριο θα σηματοδοτήσει απώλεια 400 χιλιάδων ζώων.
Οι συντηρητικές εκτιμήσεις των κτηνοτρόφων τοποθετούν τη μέση αξία ενός παραγωγικού ζώου σε 1.100-1.200 ευρώ (κόστος ζώου, αξία γάλακτος, κόστος ζωοτροφών κ.λπ.), συνεπώς οι άμεσες απώλειες προσεγγίζουν ήδη τα 440-480 εκατ. ευρώ, ωστόσο ο δρόμος μέχρι την εκρίζωση της νόσου και την ανασύσταση της αιγοπροβατοτροφίας είναι ακόμα μακρύς.
Δυστυχώς, λόγω του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ, δεν είναι ξεκάθαρος ο ακριβής αριθμός των αιγοπροβάτων της Ελλάδας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το σύνολο των αιγοπροβάτων ανήλθε το 2024 σε 10,3 εκατ. ζώα, ωστόσο ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) υποστηρίζει ότι τα πραγματικά παραγωγικά ζώα δεν ξεπερνούν τα 5,5 εκατ., όταν βέβαια στο ΟΣΔΕ του 2024 δηλώθηκαν 15,8 εκατ. ζώα.
Αν λάβουμε υπόψη την ΕΛΣΤΑΤ, τότε η απώλεια στο ζωικό κεφάλαιο ήδη ακουμπά το 3,8%, ενώ με βάση τον ΣΕΚ το ποσοστό υπερδιπλασιάζεται στο 7,2%.
Το «νεκρό» διάστημα
Ο συνολικός αριθμός των αιγοπροβατοτρόφων βαίνει εξίσου μειούμενος τα τελευταία χρόνια και σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΓΟ «Δήμητρα» το 2024 το πλήθος των παραγωγών διαμορφώθηκε σε 51.314 άτομα, καταγράφοντας μείωση κατά 3,5% σε σχέση με το 2023 και κατά 5,1% σε σχέση με το 2021.
Και μπορεί στα νούμερα να μην μπορούν να αποτυπωθούν ακόμα με εγκυρότητα και ακρίβεια οι επιπτώσεις, αυτό που όμως θεωρείται βέβαιο είναι ότι όσο διατηρείται ενεργή η ζωονόσος, ο κίνδυνος οι απώλειες να είναι μη αναστρέψιμες μεγαλώνει.
Το χρονοδιάγραμμα της ανασύστασης ενός κοπαδιού είναι συγκεκριμένο. Βασική προϋπόθεση είναι να παρέλθει ένα εξάμηνο κατά το διάστημα του οποίου δεν θα υπάρξει κανένα κρούσμα. Σε αυτό το διάστημα πρέπει να γίνονται δειγματοληπτικοί έλεγχοι και οι παραγωγοί να πραγματοποιούν απολυμάνσεις σε σταθερά διαστήματα.
Αφού παρέλθει αυτό το «νεκρό» εξάμηνο, στο πλαίσιο του οποίου ο κτηνοτρόφος δεν μπορεί να πάρει νέα ζώα, διότι πρέπει να είναι βέβαιο ότι η νόσος έχει εξαλειφθεί, διαφορετικά επανέρχεται ο φαύλος κύκλος της νόσησης, της θανάτωσης, της καραντίνας κ.λπ., ο παραγωγός έχει την επιλογή να αγοράσει έτοιμα ζώα μάνες ή μικρές αρνάδες ηλικίας περίπου 5 μηνών. Οι αρνάδες γεννούν για πρώτη φορά στην ηλικία των 13-15 μηνών, έχοντας εισέλθει στην αναπαραγωγή γύρω στους 8-10 μήνες. Η διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι περίπου 5 μήνες. Τουτέστιν οι πρώτες γέννες αναμένονται μετά από 1,5 χρόνο.
Με απλά λόγια, αν με έναν μαγικό τρόπο, την 1η Νοεμβρίου 2025 δεν υπήρχε κανένα κρούσμα, η έναρξη της ανασύστασης των χαμένων κοπαδιών «βλέπει» την άνοιξη του 2027. Για τις περιπτώσεις που προσβλήθηκαν με ευλογιά τον Αύγουστο του 2024 η εξέλιξη αυτή σημαίνει τρία χρόνια μηδενικό εισόδημα για τον παραγωγό.
Πάνω από 4 δισ. η ζημιά
Όμως αυτός ο μαγικός τρόπος δεν έχει βρεθεί και ο χρόνος «τρέχει». Ο πρόεδρος του ΣΕΚ Δημήτρης Μόσχος, μιλώντας στη «Ν», εκτιμά ότι η απώλεια ήδη έχει αγγίξει το 1,5 δισ. ευρώ (συνεκτιμώντας τις απώλειες από ευλογιά από τον Αύγουστο του 2024, αλλά και της πανώλης που εξαπλώθηκε το καλοκαίρι του 2024), ενώ η προοπτική της άνοιξης του 2027 για την επανεκκίνηση των κοπαδιών το εκτοξεύει σε πάνω από 4 δισ. ευρώ.
Επισημαίνεται ότι οι εκτιμήσεις για το κόστος βασίζονται στα μέχρι τώρα δεδομένα της πορείας των θανατώσεων. Το σενάριο που όλοι απεύχονται είναι να μην καταστεί η ευλογία ενδημική, δηλαδή να πλήξει το 20% του ζωικού κεφαλαίου. Σε αυτό το ενδεχόμενο οι επιπτώσεις, όπως τονίζουν οι κτηνοτρόφοι, θα είναι ολέθριες.
Η αβεβαιότητα για το χρονοδιάγραμμα της εξάλειψης της νόσου και κυρίως η αδυναμία πρόσβασης σε εισόδημα πλήττουν σημαντικά την εγχώρια αιγοπροβατοτροφία και απειλούν τη βιωσιμότητα της επαρχίας. Ο κίνδυνος εγκατάλειψης της δραστηριότητας είναι ορατός ειδικά για νεοεισερχόμενους στον κλάδο. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι κτηνοτρόφοι δεν έχουν δυνατότητα για προσωρινή απασχόληση, καθώς θα χάσουν το δικαίωμα του κατ’ επάγγελμα αγρότη.
Αγνοούνται τα μέτρα στήριξης
Μέχρι στιγμής, το ΥΠΑΑΤ δεν έχει ανακοινώσει κανένα μέτρο στήριξης για την ανασύσταση του ζωικού κεφαλαίου, ενώ το «δεδικασμένο» των απεντάξεων στο Μέτρο 5.2 του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης για αποζημιώσεις σε κτηνοτρόφους που επλήγησαν από τις πλημμύρες του «Daniel» δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας στους κτηνοτρόφους.
Η εικόνα δεν είναι καλύτερη στις περιπτώσεις που τα ζώα δεν έχουν ακόμα προσβληθεί από τη νόσο, καθώς η αναγκαστική καραντίνα δημιουργεί άλλα ζητήματα. Η περιορισμένη πρόσβαση σε ζωοτροφές, εξαιτίας των απαγορεύσεων στις μετακινήσεις, οδηγεί σε ελλειμματική σίτιση, που με τη σειρά της προκαλεί μειωμένη παραγωγή γάλακτος.
Ήδη οι εκτιμήσεις των κτηνοτρόφων αναφέρουν ότι με τις θανατώσεις που συντελέστηκαν μέχρι 15 Σεπτεμβρίου την επόμενη χρονιά η μείωση της παραγωγής γάλακτος αγγίζει το 27%.
Σε ό,τι αφορά τις αποζημιώσεις έμειναν μπλοκαρισμένες από τον Μάρτιο και αυτό το διάστημα έχει ξεκινήσει η σταδιακή καταβολή τους, η οποία γίνεται με το σταγονόμετρο, αφήνοντας τους κτηνοτρόφους «εκτεθειμένους» σε ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Παράλληλα, οι διαπραγματεύσεις με τη γαλακτοβιομηχανία μένουν στον αέρα, καθώς δεν «κλειδώνουν» τιμές αγοράς, με τους παραγωγούς να λαμβάνουν μια αόριστη προκαταβολή για να συνεχίσουν να παραδίδουν γάλα.
Πάγιο αίτημα των κτηνοτρόφων είναι να επιτραπεί ο εμβολιασμός, καθώς -όπως υποστηρίζουν- είναι ο μόνος τρόπος να αναχαιτιστεί η εξάπλωση της νόσου. «Το εμβόλιο δημιουργεί μια ανοσία της τάξης του 85% και πάνω, αυτό σημαίνει ότι όταν εμβολιαστεί ένα κοπάδι 100 ζώα μπορεί τα 15 να νοσήσουν, αλλά τα υπόλοιπα θα μείνουν παραγωγικά» υποστηρίζουν οι κτηνοτρόφοι.
Ωστόσο, η ηγεσία του ΥΠΑΑΤ παραμένει σταθερά αρνητική απέναντι στον εμβολιασμό επικαλούμενη την αναγκαιότητα να μην καταστεί η χώρα ενδημική στην ευλογιά, εξέλιξη που θα πλήξει σημαντικά τη βιομηχανία σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές, προτάσσοντας τη θέση μερίδας της επιστημονικής κοινότητας, αλλά και του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, που υποστηρίζουν ότι δεν υφίσταται αδειοδοτημένο εμβόλιο κατά της ευλογιάς στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τοποθέτηση, πάντως, του επίτροπου Υγείας και Ασφάλειας Τροφίμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης Όλιβερ Βαρχέλι -σε ερώτημα του ευρωβουλευτή Σάκη Αρναούτογλου- μάλλον αναιρεί αυτό το επιχείρημα.
«Η ενωσιακή τράπεζα εμβολίων κατά της ευλογιάς των αιγοπροβάτων μπορεί να αποστείλει έως και 500.000 δόσεις εμβολίων δωρεάν. Μέχρι σήμερα δεν έχει ληφθεί σχετικό αίτημα από την Ελλάδα» αναφέρει ο κ. Βαρχέλι (σ.σ.: η απάντηση φέρει ημερομηνία 9 Σεπτεμβρίου 2025). Εκτός, βέβαια, αν η εγχώρια επιστημονική κοινότητα υπαινίσσεται ότι η ενωσιακή τράπεζα εμβολίων κατά της ευλογιάς δεν έχει εγκεκριμένα εμβόλια.
Η πρώτη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου
Ακατάσχετες οι ενισχύσεις για ζωοτροφές και φερτά υλικά για «Daniel», στρατιωτικοί κτηνίατροι στη μάχη για την προστασία του ζωικού κεφαλαίου και ενίσχυση του επιχειρησιακού πλαισίου των Περιφερειών προβλέπονται στην πρώτη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που προωθείται στο πλαίσιο των ενεργειών του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης για την αναχαίτισης της εξάπλωσης της ευλογιάς.
Συγκεκριμένα θεσπίζεται το ακατάσχετο για τις ενισχύσεις που θα ξεκινήσει να καταβάλλει από σήμερα ο ΟΠΕΚΕΠΕ για τις ζωοτροφές και τα φερτά υλικά λόγω «Daniel». Αυτό σημαίνει ότι οι εν λόγω ενισχύσεις δεν υπόκεινται σε φόρους, τέλη ή εισφορές, δεν συμψηφίζονται με οφειλές προς το Δημόσιο ή ασφαλιστικά ταμεία και δεν επηρεάζουν το εισόδημα για την καταβολή κοινωνικών ή προνοιακών παροχών.
Επίσης, κινητοποιούνται και οι στρατιωτικοί κτηνίατροι για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης της ευλογιάς. Επιπλέον ενισχύεται το επιχειρησιακό πλαίσιο των Περιφερειών με βάση τις κατευθύνσεις και τα χρονοδιαγράμματα που θέτει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.
Η ισχύς της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και θα κυρωθεί νομοθετικά σύμφωνα με το άρθρο 44 του Συντάγματος.












