Οι τελευταίες πινελιές μπαίνουν στη λίστα με τα μέτρα στήριξης που θα ανακοινώσει ο πρωθυπουργός από το βήμα της 89ης ΔΕΘ.
Περιορισμός και σταδιακή κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, με ταυτόχρονη καταβολή όλων των αυξήσεων που θα προκύπτουν εφεξής στις συντάξεις και ενδεχόμενη βελτίωση του ύψους του επιδόματος των χαμηλοσυνταξιούχων, ώστε να αυξηθεί το πλήθος των δικαιούχων.
Αυτά είναι τα δύο μέτρα που επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο και τα οποία είναι πιθανό να ανακοινωθούν από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Πρόκειται για παρεμβάσεις που θα επιδράσουν θετικά στο εισόδημα 670.000 συνταξιούχων, οι οποίοι, μετά από μία τριετία αυξήσεων, δεν έχουν λάβει ούτε ευρώ παραπάνω, λόγω ύπαρξης του «κόφτη» της προσωπικής διαφοράς. Ουσιαστικά, ο συγκεκριμένος «κόφτης» βαίνει προς σταδιακή απενεργοποίηση μέχρι την κατάργησή του σε βάθος διετίας ή τριετίας.
Το επίδομα των 250 ευρώ
Σχετικά με το επίδομα των 250 ευρώ, η θεσμοθέτησή του ως «μόνιμου μέτρου» τον περασμένο Ιούλιο φαίνεται ότι δεν αρκεί. Η ύπαρξη κριτηρίων, με κυριότερο το ηλικιακό των 65 ετών, δημιουργεί μια «στρατιά» συνταξιούχων, που υπολογίζονται πάνω από 1 εκατ., οι οποίοι χάνουν το επίδομα.
Έτσι, στα σενάρια που επεξεργάζεται το Μέγαρο Μαξίμου είναι η πιθανή αλλαγή έως και η κατάργηση του ηλικιακού κριτηρίου, για να αυξηθούν οι δικαιούχοι.
Παράλληλα, υπάρχει εισήγηση και για αύξηση του ποσού που θα καταβληθεί ως επίδομα τον ερχόμενο Νοέμβριο, από τα 250 στα 300 ευρώ.
Έτσι, θα μπορεί να υποστηριχθεί επικοινωνιακά ότι, εκτός από μόνιμο, το εν λόγω επίδομα προσιδιάζει με (έστω και μερική) επαναφορά της 13ης σύνταξης που αποτελεί πάγιο αίτημα του συνόλου των συνταξιούχων της χώρας.
Κατώτατος μισθός και συντάξεις
Ταυτόχρονα, στην πρωθυπουργική ομιλία στη ΔΕΘ αναμένεται να υπάρχουν ξεχωριστές αναφορές στην επερχόμενη αύξηση στον κατώτατο μισθό και στις συντάξεις (από την 1η Ιανουαρίου), όπως επίσης και σε ενδεχόμενη περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (μισή ή ακόμα και μία ποσοστιαία μονάδα).
Υπάρχουν ακόμα τα «ανοιχτά θέματα» του εργασιακού νομοσχεδίου, που εκείνες τις μέρες θα έχει τεθεί ή θα πρόκειται να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, καθώς και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, για τις οποίες επίσης θα υπάρξει νομοθετική παρέμβαση έως το τέλος του έτους, σε μια προσπάθεια αύξησης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα.
Όλα τα μέτρα
Ας δούμε πιο αναλυτικά τα μέτρα που επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο και αφορούν εργασιακά και συνταξιοδοτικά ζητήματα:
Προσωπική διαφορά: Πρόκειται για μέτρο που επιδρά αρνητικά στο εισόδημα 670.000 συνταξιούχων. Μέσω αυτής της διαδικασίας (που ισχύει από το 2019, αλλά θεσμοθετήθηκε το 2016), υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ποσό που καταβάλλεται ως σύνταξη και σε εκείνο που αναγράφεται στο εκκαθαριστικό.
Η συγκεκριμένη διαφορά ονομάζεται «προσωπική» και κάθε αύξηση που λαμβάνουν οι συνταξιούχοι την τελευταία τριετία, απλώς, προκαλεί μείωσή της. Έτσι, μέχρι να μηδενιστεί η προσωπική διαφορά, οι συνταξιούχοι δεν λαμβάνουν πραγματικές, αλλά μόνο λογιστικές αυξήσεις στις μηνιαίες αποδοχές τους! Το μέτρο έχει προκαλέσει θύελλα διαμαρτυριών κατά την τελευταία τριετία, που δόθηκαν αθροιστικά αυξήσεις στα επίπεδα του 13% στις συντάξεις.
Τώρα, στις προτάσεις που έχει στη διάθεσή του το Μαξίμου είναι ο περιορισμός ή ακόμα και η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς. Πρακτικά, την επιβάρυνση από μια τέτοια απόφαση θα επωμιστεί ο e-ΕΦΚΑ και υπολογίζεται στα επίπεδα των 160 εκατ. ευρώ. Το μοντέλο που επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο κινείται σε δύο άξονες: Ο πρώτος είναι, εφεξής, οι αυξήσεις στις συντάξεις να χορηγούνται κανονικά, σε όλους τους συνταξιούχους, ανεξάρτητα εάν έχουν ή όχι προσωπική διαφορά. Ο δεύτερος άξονας θέλει η μείωση της προσωπικής διαφοράς να γίνει σταδιακά. Για παράδειγμα, είναι πιθανό η μισή προσωπική διαφορά να εξανεμιστεί το 2026 και η υπόλοιπη το 2027. Ο στόχος είναι το 2027 να αποτελέσει έτος «χωρίς προσωπική διαφορά», καθώς πρόκειται για χρονιά που είναι προγραμματισμένο να διεξαχθούν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές…
Επίδομα σε χαμηλοσυνταξιούχους: Έχει ήδη ανακοινωθεί από το περασμένο Πάσχα και θεσμοθετηθεί από τον περασμένο Ιούλιο. Πρόκειται για έκτακτη οικονομική ενίσχυση 250 ευρώ, που θα χορηγηθεί με ηλικιακά, εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, σε χαμηλοσυνταξιούχους, εντός Νοεμβρίου.
Το εν λόγω επίδομα αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά, αφού θα επαναχορηγείται κάθε έτος, την ίδια περίοδο. Τα κριτήρια που έχουν θεσπιστεί (65ο έτος ηλικίας, 14.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα για τον άγαμο και 26.000 ευρώ για τον έγγαμο, αξία ακίνητης περιουσίας 200.000 ευρώ για τον άγαμο και 300.000 ευρώ για τον έγγαμο). Υπάρχουν προτάσεις για αλλαγή των κριτηρίων (π.χ. κατάργηση στο ηλικιακό όριο) ή για αύξηση του εν λόγω επιδόματος (στα επίπεδα των 300 ευρώ), ώστε να αυξηθούν οι δικαιούχοι (σήμερα 1.440.000 άτομα). Έτσι, θα μπορεί επικοινωνιακά να αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση ως (μερική έστω) επαναφορά της 13ης σύνταξης.
Αυξήσεις στις συντάξεις: Πρόκειται για προγραμματισμένο μέτρο, καθώς εδώ και μία τριετία, με βάση τον ρυθμό ανάπτυξης της χώρας και τον πληθωρισμό, καταβάλλονται ανάλογες αυξήσεις στους συνταξιούχους. Αν και οι οριστικές αποφάσεις θα ληφθούν τον Δεκέμβριο, όταν θα υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στα δύο ανωτέρω πεδία (ανάπτυξη, πληθωρισμός), εντούτοις ήδη υπάρχουν οι πρώτες εκτιμήσεις ότι οι αυξήσεις του 2027 θα κυμανθούν στα επίπεδα του 2,5% για τις συντάξεις.
Κατώτατος μισθός: Πρόκειται για την πρώτη φορά που οι βασικές αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα θα αυξηθούν την πρωτοχρονιά. Έως τώρα η συγκεκριμένη αύξηση αποφασιζόταν και ίσχυε από την 1η Απριλίου κάθε έτους. Αυτή η χρονική αλλαγή δίνει το δικαίωμα στο Μαξίμου να αναφερθεί στο συγκεκριμένο θέμα παρά το γεγονός ότι είναι πρόωρο να γίνουν οι όποιες εκτιμήσεις.
Το δεδομένο είναι πως ισχύει απαρέγκλιτα η δέσμευση του πρωθυπουργού πως το 2027 ο κατώτατος μισθός θα βρίσκεται στα 950 ευρώ. Με δεδομένο ότι σήμερα είναι στα 880 ευρώ, μια αύξηση στα επίπεδα των 910 – 920 ευρώ για το 2026 φαντάζει ως ένα λογικό σενάριο. Όμως, μέχρι τότε θα πρέπει εντός φθινοπώρου να υποβληθούν σχετικές προτάσεις από τους κοινωνικούς φορείς (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ, ΣΒΕ), αλλά και από διάφορα Ινστιτούτα (ΙΟΒΕ, ΚΕΠΕ), την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), τη ΔΥΠΑ και την ΕΛΣΤΑΤ. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με την πρόταση που θα υποβάλει η αρμόδια Επιτροπή προς την υπουργό Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, και την οριστική ανακοίνωση, πιθανότατα στα τέλη Δεκεμβρίου, που θα γίνει στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Συλλογικές Διαπραγματεύσεις: Διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη με διαβουλεύσεις ανάμεσα στο υπουργείο Εργασίας και στους Κοινωνικούς Εταίρους.
Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, θα πρέπει οι εκπρόσωποι εργοδοτών και εργαζομένων να υποβάλλουν τις προτάσεις τους, ώστε να προκύψει το τελικό σχέδιο νόμου, που μέχρι το τέλος του έτους, θα τεθεί προς ψήφιση στη Βουλή. Ο στόχος είναι να διευκολυνθούν τα δύο μέρη, με πιθανή κατάργηση ή διόρθωση μνημονιακών ρυθμίσεων, ώστε να μπορούν να διαπραγματεύονται πιο εύκολα και να καταλήγουν σε Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.
Το σχετικό «Σχέδιο Δράσης» επιβάλλεται και από την Ε.Ε., που έχει εκδώσει Κοινοτική Οδηγία, η οποία ενσωματώθηκε πέρυσι από την ελληνική νομοθεσία και εκεί επισημαίνεται ότι πρέπει οι ΣΣΕ να καλύπτουν πάνω από το 80% των εργαζομένων της χώρας. Αυτή τη στιγμή οι ΣΣΕ καλύπτουν περίπου το 25%, δηλαδή κινούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Ο λόγος που η Ε.Ε. θέλει να στηριχθούν περαιτέρω οι ΣΣΕ είναι για να προκύψουν συμφωνίες σε κλαδικό επίπεδο που θα αυξάνουν τους μισθούς των εργαζομένων και θα οριοθετούν καλύτερα το εργασιακό τους περιβάλλον.
Κοινωνικές κατοικίες μέσω μεταβίβασης κτιρίων Δημοσίου
Μεταβίβαση ακινήτων του Δημοσίου, ώστε να δημιουργηθούν έως 5.000 κατοικίες με κοινωνική μίσθωση, προωθεί η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το έντονο στεγαστικό πρόβλημα. Οι πρώτες κοινωνικές κατοικίες που θα κατασκευαστούν θα υποδεχτούν, κατά κύριο λόγο, μονογονεϊκές οικογένειες, τρίτεκνους, πολύτεκνους, χαμηλόμισθους και νέα ζευγάρια.
Σχετικές ανακοινώσεις αναμένονται από τον πρωθυπουργό στη ΔΕΘ, αφού επίκειται νομοσχέδιο που πρόκειται να ψηφιστεί από τη Βουλή τον Σεπτέμβριο.
Οι δικαιούχοι που θα προκύψουν θα μένουν στα σπίτια που θα κατασκευάζονται από τους ιδιώτες, με προσιτό ενοίκιο, για τουλάχιστον 10 χρόνια. Στη συνέχεια, θα μπορούν, μέσω του μοντέλου «rent to own» (ενοικίαση με δυνατότητα εξαγοράς), να γίνονται ιδιοκτήτες. Το υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας και ο ΟΠΕΚΑ θα υποδείξουν τους δικαιούχους με βάση κοινωνικά, ηλικιακά και εισοδηματικά κριτήρια, προκειμένου να στεγαστούν στα πρώτα ακίνητα κοινωνικής κατοικίας του Δημοσίου.
Οι δικαιούχοι μισθωτές σε κοινωνικές κατοικίες θα επιλέγονται με βάση κριτήρια. Αυτά θα είναι τα εξής:
-Το εισόδημα.
-Η κινητή και ακίνητη περιουσιακή κατάσταση.
-Η οικογενειακή κατάσταση.
-Η ηλικία των τέκνων των δικαιούχων.
Τα ανωτέρω κριτήρια επιλογής των δικαιούχων μισθωτών θα πρέπει να συντρέχουν, σωρευτικά, τόσο κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης για σύναψη της σύμβασης μίσθωσης κοινωνικής κατοικίας, όσο και κατά τον χρόνο σύναψής της, αλλά και κατά τον χρόνο παράτασης ή ανανέωσης της σύμβασης μίσθωσης.
Σημειώνεται πως οι δικαιούχοι μισθωτές από τη σύναψη της σύμβασης μίσθωσης και εξής δεν θα μπορούν να λαμβάνουν το επίδομα στέγασης, το επίδομα στεγαστικής συνδρομής σε ανασφάλιστους υπερήλικες αλλά και το στεγαστικό επίδομα σε φοιτητές, ούτε να είναι ωφελούμενοι άλλων προγραμμάτων ή παροχών που αποσκοπούν στην κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών.
Εργασιακό ν/σ με δημόσια διαβούλευση
Πρόκειται να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση λίγο πριν ή λίγο μετά τη ΔΕΘ. Θα ορίζει την εφαρμογή 13 ωρών εργασίας σε έναν εργοδότη, την καταβολή υπερωρίας και για εκ περιτροπής εργασία και τη μείωση της γραφειοκρατίας, με επιτάχυνση των προσλήψεων, ακόμα και μέσω κινητού τηλεφώνου. Επίσης, θα υπάρχουν παρεμβάσεις για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς.
Ασφαλιστικές εισφορές
Είναι ήδη προγραμματισμένο να υπάρξει περαιτέρω μείωση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα έως το 2027, που θα προστεθεί στις 5,5 μονάδες που έχουν μειωθεί έως τώρα, από το 2019. Υπάρχουν σκέψεις για να προκύψει μείωση μίας μονάδας ή η προγραμματισμένη μείωση κατά μισή μονάδα να πραγματοποιηθεί νωρίτερα. Και στα δύο σενάρια, τα έσοδα του e-ΕΦΚΑ φαίνεται ότι μπορούν να καλύψουν την όποια απώλεια (από 200 έως 400 εκατ. ευρώ, ανάλογα με το σενάριο που θα επιλεχθεί) από τις μικρότερες εισφορές που θα καταβάλλουν εργοδότες και εργαζόμενοι.