Skip to main content

Αβεβαιότητα στην κατασκευή νέων κατοικιών

REUTERS/Mike Blake

ΙΟΒΕ: Έως και 40% η μείωση των οικοδομικών αδειών το 2025 με ανάλογη επίδραση το 2026, λόγω ΝΟΚ

Σημαντική αβεβαιότητα για την πορεία παραγωγής νέων κατοικιών σε μια περίοδο που η ζήτηση ξεπερνά την προσφορά καταγράφεται στη μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με τίτλο «Τάσεις, προκλήσεις και προοπτικές ανάπτυξης των Κατασκευών στην Ελλάδα – 2025».

Ο λόγος δεν είναι άλλος από τις επιπτώσεις της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) περί αντισυνταγματικότητας των περιβαλλοντικών κινήτρων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ) που έχει φέρει τα πάνω κάτω στο σχεδιασμό των κατασκευαστών κατοικιών καθώς μειώθηκαν τα τετραγωνικά μέτρα που δύναται να δομήσουν. Αβεβαιότητες ως προς τη δόμηση υπάρχουν και λόγω των εκκρεμοτήτων αναφορικά με την εκτός σχεδίου δόμηση.

Σύμφωνα λοιπόν με την μελέτη του ΙΟΒΕ οι επενδύσεις σε κατοικίες και άλλα κτίρια θα επηρεαστούν από τις εξελίξεις με το ΝΟΚ με τις επιπτώσεις να εξετάζονται σε ένα αισιόδοξο και ένα απαισιόδοξο σενάριο.

Κατά το αισιόδοξο σενάριο και με δεδομένα τα στοιχεία μείωσης των οικοδομικών αδειών το πρώτο δίμηνο του 2025 (κατά 51% στο πλήθος και κατά 49% στην επιφάνεια) εκτιμάται ότι το 2026 η συνολική επίπτωση θα είναι μείον 20% στην κατασκευή κατοικιών (λόγω μείωσης στις εκδοθείσες οικοδομικές άδειες νέων κατοικιών φέτος).

Το απαισιόδοξο σενάριο υποθέτει μεγαλύτερη μείωση των οικοδομικών αδειών για κατοικίες κατά 40% το 2025 (σε όρους επιφάνειας) που θα επηρεάσει ανάλογα τη δραστηριότητα κατασκευής κτιρίων το 2026.

Απαντώντας σε σχετικό με το πρόβλημα της στέγασης ερώτημα κατά την παρουσίαση της εν λόγω μελέτης χθες ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Βέττας το χαρακτήρισε ευρύτερο φωτίζοντας επιπλέον παράγοντες, πέρα από την ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.

Όπως είπε, οι τιμές έχουν επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα. Την ίδια στιγμή οι ανάγκες για κατοικία λόγω των δημογραφικών και κοινωνιών αλλαγών έχουν διαφοροποιηθεί και παρά τη μείωση του πληθυσμού (κυρίως σε παιδιά και ενδιάμεσες ηλικίες) τα νοικοκυριά αυξάνονται γιατί πλέον έχουμε μικρότερες οικογένειες. Αυτό απαιτεί προσαρμογή της αγοράς κατοικίας. Το τελευταίο σημείο αφορά στα μακροοικονομικά. Ήδη καταγράφεται μια μικρή επιβράδυνση της οικονομίας και παγκοσμίως και αυτό αν συνεχιστεί θα επηρεάσει και την παραγωγή κατοικιών, αν και πρέπει να αναμένουμε να το δούμε, όπως είπε.

Κατά τα λοιπά όπως εκτιμά το ΙΟΒΕ, τα έργα στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) και οι πόροι του ΕΣΠΑ 2021–2027 σε συνδυασμό με τις ιδιωτικές επενδύσεις (περιλαμβάνοντας τις επενδύσεις σε κατοικίες) θα κινητοποιήσουν κατά την περίοδο 2025–2026 συνολικά πόρους άνω των 31 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και της τραπεζικής χρηματοδότησης.

Έτσι οι επενδύσεις σε Κατασκευές, κυρίως στις υποδομές, εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν περαιτέρω το μερίδιό τους στο ΑΕΠ την περίοδο 2025 – 2026 σε 7,6% και 7,5% αντίστοιχα.

Από αριστερά προς τα δεξιά είναι οι Γιώργος Μανιάτης, υπεύθυνος τμήματος κλαδικών μελετών ΙΟΒΕ, Κωνσταντίνος Μακέδος, πρόεδρος του ΤΜΕΔΕ και Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Σημειώνεται ότι το ποσοστό επενδύσεων σε κατασκευές ως ποσοστό του ΑΕΠ στη χώρα μας το 2024 ήταν 6%, όταν μέσος ευρωπαϊκός όρος ήταν 10,9%, ενώ να θυμίσουμε ότι το 2007 είχε φτάσει το 16,3%. Σύμφωνα με τον κ. Βέττα το 16,3% αντιστοιχούσε σε 60 δις., ένα ποσό που, όπως σημείωσε, δύσκολα θα το ξαναδούμε.

Στο μεταξύ η ολοκλήρωση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας το 2026 ενδέχεται να δημιουργήσει ένα «κενό» στην εγχώρια κατασκευαστική δραστηριότητα τα επόμενα έτη. Υπάρχει ωστόσο ένα απόθεμα έργων υποδομών ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ στους τομείς των οδικών, σιδηροδρομικών, ενεργειακών και τηλεπικοινωνιακών δικτύων, καθώς και άλλα έργα με τη μέθοδο ΣΔΙΤ, τα οποία θα ολοκληρωθούν μετά το 2026 (περίοδος 2027-2030) συγκρατώντας τη σχετική κατασκευαστική δραστηριότητα.

Τα έργα αυτά θα πρέπει να συμπληρωθούν από πλήθος άλλων δημόσιων και ιδιωτικών έργων καθώς τα 10 δις. επιμερίζονται σε 2,5 δις. ανά έτος, όταν το 2023 οι δημόσιες επενδύσεις σε κατασκευές ήταν 4,135 δις. και το 2024, 4,6 δις. ευρώ.

Οι προκλήσεις για τις Κατασκευές

Οι σημαντικές ελλείψεις εργατικού δυναμικού και οι δυσκολίες χρηματοδότησης είχαν επίπτωση στην κατασκευαστική δραστηριότητα σημειώνεται από το ΙΟΒΕ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, το σύνολο των εργαζόμενων στις Κατασκευές θα μπορούσε να αυξηθεί την περίοδο 2025-2026 σε περίπου 236 χιλ. εργαζόμενους, επίπεδο που είναι κατά 26 χιλ. εργαζόμενους υψηλότερο σε σύγκριση με το σύνολο της απασχόλησης στις Κατασκευές το 2024 (210 χιλ. εργαζόμενοι).

Ουσιαστικό ρόλο για την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, της διαφάνειας και της αξιοπιστίας των τεχνικών έργων, καθώς και για τη διασφάλιση ποιοτικών υπηρεσιών, έχουν οι πιστοποιήσεις δεξιοτήτων και επαγγελματικής επάρκειας, όπως αυτές που παρέχονται από το Ινστιτούτο ΤΕΕ-ΤΜΕΔΕ, καθώς και οι πιστοποιήσεις των τεχνικών επιχειρήσεων και των υλικών που χρησιμοποιούνται στις κατασκευές.

Οι επενδύσεις των τεχνικών εταιριών σε πάγια

Η βελτίωση της κερδοφορίας και η άνοδος της κατασκευαστικής δραστηριότητας οδήγησαν σε αύξηση των επενδύσεων εκσυγχρονισμού του κλάδου. Από το 2009 μέχρι το 2020 οι επενδύσεις των κατασκευαστικών επιχειρήσεων σε πάγια στοιχεία ενεργητικού (μηχανήματα, λοιπός εξοπλισμός, κ.ά.) δεν κάλυπταν την ανάλωση κεφαλαίου (αποσβέσεις), υποδηλώνοντας την αποεπένδυση και επιδείνωση των παραγωγικών δυνατοτήτων του κλάδου στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Από το 2021 και έπειτα, όμως, οι επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο καλύπτουν την ανάλωση κεφαλαίου, ενισχύοντας την παραγωγική δυναμικότητα του κλάδου.

Ωστόσο, το «κενό» επενδύσεων από τις επιχειρήσεις του κλάδου είναι ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγικότητα εργασίας στις Κατασκευές. Η παραγωγικότητα εργασίας στις Κατασκευές στην Ελλάδα (σε όρους ΑΠΑ ανά ώρα εργασίας) παρουσιάζει τάση μείωσης την περίοδο 2010-2024 και υπολείπεται σημαντικά τόσο σε σύγκριση με τη μέση παραγωγικότητα εργασίας στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας (44% χαμηλότερη), όσο και σε σχέση με τη μέση παραγωγικότητα εργασίας στις Κατασκευές στην ΕΕ-27 (56% χαμηλότερη). Η χαμηλή παραγωγικότητα επηρεάζει σημαντικά και τις αμοιβές εργασίας, οι οποίες βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ-27.

Όπως ειπώθηκε χθες ένας δεύτερος λόγος για τη χαμηλή παραγωγικότητα στις Κατασκευές – που δεν σχετίζεται με την ποιότητα της εργασίας – είναι και το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των έργων είναι μικρά (στα μεγάλα υπάρχει οικονομία κλίμακος).

Τη μελέτη η οποία υλοποιήθηκε με τη στήριξη του ΤΜΕΔΕ (Ταμείο Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων) εκπόνησε ερευνητική ομάδα αποτελούμενη από τους, Γιώργο Μανιάτη, υπεύθυνος τμήματος κλαδικών μελετών ΙΟΒΕ, Αντώνη Μαυρόπουλο, Ερευνητικό Συνεργάτη ΙΟΒΕ, Φωτεινή Στρουμπάκου, Ερευνητική Συνεργάτιδα ΙΟΒΕ, υπό τον συντονισμό του Νίκου Βέττα.

Ο πρόεδρος του ΤΜΕΔΕ, Κωνσταντίνος Μακέδος, μιλώντας στην εκδήλωση παρουσίασης της μελέτης σημείωσε: «Για 6η συνεχόμενη χρονιά, αποτυπώνεται η πολλαπλασιαστική δυναμική, που δημιουργεί ο τεχνικός κλάδος στην ελληνική οικονομία. Αυτή η αναπτυξιακή πορεία πρέπει να ενισχυθεί και να επιταχυνθεί. Μπροστά μας, όπως με ακρίβεια αναδεικνύει η μελέτη του ΙΟΒΕ, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία σειρά κρίσιμων προκλήσεων, όπως η πρόσβαση στη χρηματοδότηση, η έλλειψη του ανθρώπινου δυναμικού, η πιστοποίηση υλικών και υπηρεσιών, η κοστολόγηση των έργων, η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών, η ανάγκη ελέγχου και συντήρησης των υποδομών, η θεσμική αβεβαιότητα με το ΝΟΚ και την εκτός σχεδίου δόμηση, καθώς και η ένταξη του κλιματικού κινδύνου στις επενδύσεις και στις νέες κατασκευές. Μόνο με εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό, που θα ορίζει προτεραιότητες, υποδομές και πόρους, μπορούμε να διασφαλίσουμε τη θετική δυναμική του κατασκευαστικού κλάδου και να προχωρήσουμε με αυτοπεποίθηση στη μετά RRF εποχή. Ως ΤΜΕΔΕ, δίνουμε έμφαση στην ενίσχυση του εγγυοδοτικού και πιστοδοτικού μας ρόλου, με σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία και συμβουλευτικές υπηρεσίες, που υποστηρίζουν την ανάπτυξη του οικοσυστήματος του τεχνικού κόσμου και ιδιαίτερα των νέων μηχανικών και επιστημόνων.»

Οι επιπτώσεις από τις γεωπολιτικές εξελίξεις

Ο κ. Βέττας ρωτήθηκε χθες και για τις επιπτώσεις στην Ελλάδα από τις πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις και μεταξύ άλλων τόνισε: «Είναι νωρίς και ανεύθυνο να πούμε οτιδήποτε. Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί έχουν κατεβάσει την εκτίμηση για το ρυθμό ανάπτυξης των οικονομιών. Αυτή τη στιγμή πάντως δεν υπάρχει αισθητή επίδραση στην ελληνική οικονομία. Μπορεί να υπάρξει, αλλά αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει ανάγκη για να αλλάξει τους σχεδιασμούς της μια επιχείρηση ή το δημόσιο.»