Μια νέα, εκτενής μελέτη της διαΝΕΟσις επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις Ανεξάρτητες Αρχές στην Ελλάδα, με έμφαση σε εκείνες που ρυθμίζουν πτυχές της οικονομικής δραστηριότητας.
Η μελέτη, που εκπονήθηκε από ομάδα του ΙΟΒΕ υπό τον καθηγητή Νίκο Βέττα, εξετάζει τη λειτουργία, τη διακυβέρνηση και την αποτελεσματικότητα των Αρχών, αναδεικνύει κρίσιμα ελλείμματα και διατυπώνει συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής.
Η ύπαρξη και η δράση των Ανεξάρτητων Αρχών δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα. Η διεθνής εμπειρία ξεκινά από τις ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα και επεκτείνεται στην Ευρώπη, με έμφαση στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Στην Ελλάδα, η ίδρυση του ΕΣΡ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 σηματοδοτεί την απαρχή του θεσμού, με σταδιακή διεύρυνση τα επόμενα χρόνια. Το Σύνταγμα, μετά την αναθεώρηση του 2001, κατοχυρώνει ρητά πέντε Ανεξάρτητες Αρχές: ΕΣΡ, ΑΣΕΠ, Αρχή Προστασίας Δεδομένων, Συνήγορος του Πολίτη και ΑΔΑΕ.
Πόσες ανεξάρτητες αρχές έχουμε και γιατί
Συνολικά, λειτουργούν σήμερα 26 ενεργές Ανεξάρτητες Αρχές, με ποικίλα αντικείμενα: από την εποπτεία της δημόσιας διοίκησης (όπως το ΑΣΕΠ) έως την προστασία δικαιωμάτων (Συνήγορος Καταναλωτή, Επιθεώρηση Εργασίας) και τη ρύθμιση αγορών (ΡΑΑΕΥ, ΡΑΣ, ΡΑΛ). Η μελέτη κατατάσσει τις Αρχές σε τέσσερις βασικές κατηγορίες, βάσει του σκοπού τους: ρυθμιστικές, εποπτικές, προστασίας δικαιωμάτων και στατιστικές/δημοσιονομικές.
Οι λόγοι ίδρυσης των Αρχών ποικίλλουν. Άλλες προκύπτουν ως συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο, άλλες για να ασκήσουν εξειδικευμένο έλεγχο σε κρίσιμους τομείς και άλλες για να λειτουργήσουν ως θεσμικά «αντίβαρα». Συχνά, το ίδιο το κράτος εκχωρεί αρμοδιότητες που θεωρεί δύσκολες ή αντιδημοφιλείς.
Ωστόσο, η ποικιλία στους σκοπούς συνοδεύεται από θεσμική ανομοιογένεια. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη στελέχωση, στους μηχανισμούς λογοδοσίας, στη διαδικασία διορισμών, στη χρηματοδότηση και στις αρμοδιότητες.
Για παράδειγμα, άλλες Αρχές μπορούν να επιβάλλουν κυρώσεις, άλλες έχουν απλώς γνωμοδοτικό χαρακτήρα. Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν αλληλοεπικαλύψεις στις αρμοδιότητες.
Οι οικονομικές Αρχές
Η μελέτη επικεντρώνεται στις λεγόμενες “οικονομικές” Ανεξάρτητες Αρχές, δηλαδή σε όσες ρυθμίζουν ή εποπτεύουν κρίσιμες αγορές. Αναδεικνύει την ανάγκη αξιολόγησης του αντίκτυπου αυτών των Αρχών στη λειτουργία των αγορών και στη συνολική οικονομική ευημερία. Παράλληλα, επισημαίνει τις δυσκολίες μιας τέτοιας αξιολόγησης, λόγω ετερογένειας, διασταυρούμενων αρμοδιοτήτων και έλλειψης συγκρίσιμων δεδομένων.
Στο πεδίο της διακυβέρνησης, εντοπίζονται σημαντικές αποκλίσεις. Οι διαδικασίες επιλογής μελών διαφέρουν μεταξύ Αρχών, με άλλες να απαιτούν έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής (όπως το ΕΣΡ και η Επιτροπή Ανταγωνισμού) και άλλες να διορίζονται μέσω υπουργικών αποφάσεων, κατόπιν γνωμοδότησης κοινοβουλευτικής επιτροπής. Οικονομικά, ενώ υπάρχει νομική πρόβλεψη για ίδιους πόρους, σε ορισμένες περιπτώσεις παραμένει ο έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας, ιδίως στην αξιοποίηση πλεονασμάτων ή στον καθορισμό εσόδων.
Έλλειμμα ενημέρωσης
Η μελέτη αξιοποιεί δείκτες του ΟΟΣΑ για τη διακυβέρνηση των ρυθμιστικών Αρχών. Η Ελλάδα εμφανίζει καλή επίδοση στην ενέργεια και στις τηλεπικοινωνίες, αλλά χαμηλότερες επιδόσεις στις μεταφορές. Στο πεδίο της αγοράς, χρησιμοποιείται ο δείκτης PMR του ΟΟΣΑ για να αποτυπωθεί η ποιότητα του ρυθμιστικού περιβάλλοντος. Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, αλλά οι διακυμάνσεις μεταξύ κλάδων είναι σημαντικές.
Ένα από τα πιο κρίσιμα προβλήματα που αναδεικνύει η μελέτη είναι το έλλειμμα ενημέρωσης των πολιτών για τα δικαιώματά τους και για τον ρόλο των Ανεξάρτητων Αρχών. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση σε ποσοστό πολιτών που δηλώνουν ότι γνωρίζουν καλά τα δικαιώματά τους (μόλις 10%). Αντίστοιχα χαμηλό είναι και το ποσοστό καταναλωτών που έχουν υποβάλει προσφυγή για προβλήματα στις αγορές. Η εμπιστοσύνη στις Αρχές κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα (2,6/5), αλλά ένα 6,8% αποφεύγει να απαντήσει – πιθανή ένδειξη αγνοίας του θεσμικού πλαισίου.
Προτάσεις σε 4 πυλώνες
Η μελέτη καταλήγει σε συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής, διαρθρωμένες σε τέσσερις πυλώνες:
Θεσμική ανεξαρτησία:
- Ενίσχυση διαδικασιών διορισμού και παύσης μελών.
- Διασφάλιση ανεξάρτητων προϋπολογισμών.
- Μισθολογικά κίνητρα για προσέλκυση προσωπικού, με αξιολόγηση από εξωτερικούς φορείς.
Διαφάνεια και λογοδοσία:
- Δημιουργία μηχανισμών διαβούλευσης και αξιολόγησης αποφάσεων.
- Ενίσχυση κοινοβουλευτικού ελέγχου με τη συνδρομή εμπειρογνωμόνων.
Αποτελεσματικότητα:
- Ψηφιακά εργαλεία και στρατηγικοί δείκτες
- Συνεργασία μεταξύ Αρχών και σύσταση μόνιμης επιτροπής συντονισμού.
- Τακτικές ανεξάρτητες αξιολογήσεις.
Ενίσχυση κοινωνικής σημασίας:
- Εκπαιδευτικές καμπάνιες για πολίτες και επιχειρήσεις.
- Αυστηρότερες κυρώσεις για μη συμμόρφωση.
Η λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών επηρεάζει καθοριστικά την ποιότητα των θεσμών, την ανταγωνιστικότητα και την καθημερινότητα των πολιτών. Η διαΝΕΟσις, με τη νέα αυτή μελέτη, αναδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης της ανεξαρτησίας, της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας τους. Σε μια περίοδο αυξημένων προκλήσεων –τεχνολογικών, περιβαλλοντικών, γεωοικονομικών– η βελτίωση της λειτουργίας των Αρχών αυτών αποτελεί κρίσιμο παράγοντα βιώσιμης ανάπτυξης και θεσμικής ωρίμανσης.