Skip to main content

17 SOS για τις φορολογικές δηλώσεις από τους έγγαμους

Η διαδικασία υποβολής για όλους τους φορολογούμενους αναμένεται να αρχίσει στο προσεχές δίμηνο

Εντός του προσεχούς διμήνου αναμένεται να ξεκινήσει η διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής των φορολογικών δηλώσεων από 9.000.000 περίπου φορολογουμένους για τα εισοδήματα του 2023.

Ήδη η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) δρομολογεί τις απαραίτητες προπαρασκευαστικές ενέργειες, εκδίδοντας οδηγίες για όσους έγγαμους θέλουν να υποβάλουν χωριστές φορολογικές δηλώσεις και προχωρώντας στην έκδοση των προβλεπόμενων αποφάσεων και εγκυκλίων.

Η «Ν», αναλύοντας περαιτέρω τις ήδη δημοσιευμένες οδηγίες της ΑΑΔΕ για την υποβολή χωριστών δηλώσεων, παρουσιάζει σήμερα τους 17 κανόνες της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, τους οποίους πρέπει να προσέξουν φέτος ιδιαίτερα οι έγγαμοι φορολογούμενοι κατά τη συμπλήρωση των φορολογικών τους δηλώσεων. Οι κανόνες αυτοί, μέσω των οποίων αποκαλύπτονται τα οφέλη των κοινών δηλώσεων και οι παγίδες της υποβολής χωριστών δηλώσεων, διαμορφώθηκαν εξαιτίας των αλλαγών που επήλθαν πριν από πέντε χρόνια όσον αφορά την υποβολή και την εκκαθάριση των δηλώσεών τους.

Πριν παρουσιάσουμε τους κα- νόνες υποβολής των δηλώσεων από τους έγγαμους, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι εντός των προσεχών ημερών θα εκδοθεί η πρώτη σημαντική απόφαση της διοίκησης της ΑΑΔΕ μέσω της οποίας θα καθορίζονται ο τύπος, το περιεχόμενο, καθώς και η διαδικασία ηλεκτρονικής συμπλήρωσης και υποβολής των δηλώσεων – βεβαιώσεων αποδοχών που θα πρέπει να αποστείλουν στη διαδικτυακή πύλη της Ανεξάρτητης Αρχής όλοι οι εργοδότες και τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας, προκειμένου να καταστεί δυνατή και φέτος η προσυμπλήρωση των δηλώσεων των 5.500.000 και πλέον μισθωτών και συνταξιούχων της χώρας με τα ποσά των αποδοχών που τους καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2023, καθώς και με τα ποσά των φόρων που τους παρακρατήθηκαν.

Επίσης, οι τράπεζες, εταιρείες ενέργειας, ύδρευσης και άλλοι φορείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να αποστείλουν στην ΑΑΔΕ τα στοιχεία για τις δαπάνες των φορολογουμένων, με τα οποία θα προσυμπληρωθούν τα ηλεκτρονικά έντυπα των δηλώσεων, ενώ τα στοιχεία θα χρησιμοποιηθούν και για διασταυρώσεις.

Φοροδιαζύγιο ή όχι;

Όσον αφορά τις φορολογικές δηλώσεις των έγγαμων φορολογουμένων, οι 17 κανόνες που πρέπει οι συγκεκριμένοι φορολογούμενοι να λάβουν υπ’ όψιν τους είναι οι εξής:

  1. Κοινή φορολογική δήλωση υποχρεούνται να υποβάλουν όλα τα έγγαμα ζευγάρια που δεν θα έχουν γνωστοποιήσει μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2024 στην ΑΑΔΕ την πρόθεσή τους για υποβολή χωριστών δηλώσεων.
  2. Οι έγγαμοι μπορούν να υποβάλουν χωριστά τις φορολογικές τους δηλώσεις, ο καθένας για τα εισοδήματά του, εφόσον ο ένας εκ των δύο γνωστοποιήσει την επιλογή του αυτή στην ΑΑΔΕ μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου. Την επιλογή για χωριστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος αρκεί να τη γνωστοποιήσει οποιοσδήποτε από τους δύο συζύγους.
  3. Η γνωστοποίηση της επιλογής για υποβολή χωριστών δηλώσεων γίνεται μέσω ειδικής ηλεκτρονικής εφαρμογής που λειτουργεί ήδη στον διαδικτυακό τόπο www.aade. gr. Ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος μπορεί να προβεί στη γνωστοποίηση, ακολουθώντας τη διαδρομή Πολίτες → Εισόδημα → Γνωστοποίηση Χωριστής Δήλωσης, είτε ο ίδιος με τους δικούς του κωδικούς πρόσβασης είτε, από ειδικά για τον σκοπό αυτό εξουσιοδοτημένο λογιστή – φοροτεχνικό, με τους προσωπικούς του κωδικούς πρόσβασης.
  4. Η γνωστοποίηση της επιλογής για υποβολή χωριστής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος δεν χρειάζεται πλέον να γίνεται κάθε έτος μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου από δω και στο εξής. Από τη στιγμή που θα γίνει φέτος δεν θα χρειαστεί να γίνεται και τα επόμενα έτη. Μόνο εφόσον οι σύζυγοι επιθυμήσουν σε κάποιο από τα επόμενα έτη να ανακαλέσουν την επιλογή υποβολής χωριστών δηλώσεων θα χρειαστεί να προβούν στη σχετική γνωστοποίηση στην ΑΑΔΕ
  5. Σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων από τους συζύγους, το εισόδημα του κάθε ανήλικου εξαρτώμενου τέκνου που προέρχεται από τον κοινό γάμο και δεν έχει υποχρέωση υποβολής δικής του δήλωσης προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα και δηλώνεται μόνο από αυτόν τον γονέα.
  6. Στις χωριστές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος συζύγων δεν υφίσταται η έννοια του οικογενειακού εισοδήματος για την κάλυψη των επιμέρους τεκμηρίων καθενός εκ των συζύγων. Κι αυτό διότι τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων βαρύνουν τον καθένα ατομικά. Συνεπώς, εάν η σύζυγος έχει πολύ χαμηλά εισοδήματα και τα τεκμήρια τής προσδιορίζουν το φορολογητέο εισόδημα σε πολύ μεγάλο ύψος δεν μπορεί να καλύψει την επιπλέον διαφορά φορολογητέου εισοδήματος επικαλούμενη τα εισοδήματα του συζύγου. Αυτόματη κάλυψη τεκμηρίων του ενός συζύγου από τα εισοδήματα του άλλου γίνεται μόνο εφόσον υποβληθεί κοινή δήλωση. Ουσιαστικά, σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων από τους συζύγους, δεν υπάρχει δυνατότητα κάλυψης τεκμηρίων με επίκληση εισοδημάτων από τη χωριστή δήλωση του άλλου συζύγου.
  7. Στην περίπτωση υποβολής χωριστής δήλωσης από έγγαμους, το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης ανέρχεται σε 3.000 ευρώ για κάθε σύζυγο, ενώ στην περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης ισχύει ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης 5.000 ευρώ και για τους δύο (2.500 ευρώ για τον καθένα).
  8. Σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος από τους συζύγους δεν υπάρχει επίσης δυνατότητα μεταφοράς από τον έναν σύζυγο στον άλλο τυχόν υπολειπόμενου ποσού δαπανών για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών που εξοφλήθηκαν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Δηλαδή εάν ο ένας εκ των δύο συζύγων δεν έχει πραγματοποιήσει δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής που καλύπτουν το απαιτούμενο ποσοστό 20%-30% επί του ατομικού εισοδήματός του, δεν μπορεί να γίνει μεταφορά τυχόν περισσεύματος δαπανών από τον άλλο σύζυγο, διό- τι οι δηλώσεις έχουν υποβληθεί χωριστά. Η μεταφορά του περισσεύματος των δαπανών από τον έναν σύζυγο στον άλλο γίνεται αυτόματα κατά την εκκαθάριση της δήλωσης μόνο εφόσον αυτή υποβληθεί από κοινού από τους συζύγους.
  9. Προκειμένου να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος πρέπει και οι δύο σύζυγοι να διαθέτουν δικό τους κλειδάριθμο. Η σύζυγος που δεν έχει μέχρι τώρα κλειδάριθμο οφείλει να αποκτήσει προκειμένου κι αυτή να μπορέσει να υποβάλει τη δική της δήλωση.
  10. Οι σύζυγοι υποχρεούνται να υποβάλουν χωριστά φορολογικές δηλώσεις χωρίς να απαιτείται γνωστοποίηση στην ΑΑΔΕ, ο καθένας για τα εισοδήματά του, μόνο εφόσον έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης ή ο ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή φέρει ο φορολογούμενος. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η ενημέρωση του Τμήματος Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης της αρμόδιας ΔΟΥ με τις παραπάνω μεταβολές.
  11. Στις περιπτώσεις υποβολής χωριστών δηλώσεων, η κύρια κατοικία δηλώνεται από τον κάθε σύζυγο στον πίνακα 5 του εντύπου Ε1 στους αντίστοιχους κωδικούς κύριας κατοικίας. Ο κάθε σύζυγος συμπληρώνει το ποσοστό ιδιοκτησίας του σε περίπτωση ιδιόκτητης κατοικίας, το ποσοστό του ως μισθωτής σε περίπτωση μισθωμένης κατοικίας και το ποσοστό της δωρεάν παραχώρησης αντίστοιχα.
  12. Στις περιπτώσεις έγγαμων φορολογουμένων που έχουν γνωστοποιήσει την επιλογή τους για υποβολή χωριστών δηλώσεων, εφόσον ο ένας εκ των δύο συζύγων δεν έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στην κύρια κατοικία, είτε είναι ιδιόκτητη, είτε δωρεάν παραχωρημένη, ούτε συμμετέχει ως μισθωτής στη μισθωμένη κύρια κατοικία, οφείλει, στη χωριστή δήλωση που θα υποβάλει, να συμπληρώσει τον κωδικό 801 του πίνακα 6 με τον ΑΦΜ του άλλου συζύγου, καθώς και τον κωδικό 092 που αφορά τη φιλοξενία, επιλέγοντας, κατά την ηλεκτρονική υποβολή, την ένδειξη «συνοίκηση με σύζυγο», η οποία περιλαμβάνεται στον αναδυόμενο πίνακα επιλογών.
  13. Σε κάθε περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης από έγγαμους, που έχουν από κοινού εξαρτώμενα τέκνα με τουλάχιστον 67% αναπηρία τα οποία δεν υποβάλλουν ατομικές δηλώσεις, οι κωδικοί 005-006 του πίνακα 3 στους οποίους πρέπει να αναγραφεί ο αριθμός των τέκνων αυτών για την εξασφάλιση μείωσης φόρου 200 ευρώ συμπληρώνονται μόνο από τον σύζυγο κι αν ο φόρος του δεν επαρκεί για να αφαιρεθεί ολόκληρο το ποσό της έκπτωσης, τότε το ποσό αυτό πιστώνεται, κατά την εκκαθάριση της δήλωσης, στον φόρο της συζύγου ή του άλλου μέρους του συμφώνου συμβίωσης.
  14. Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία έγγαμοι φορολογούμενοι έχουν επιλέξει να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις και έχουν από κοινού εξαρτώμενα τέκνα με αναπηρία τουλάχιστον 67%, τα οποία δεν υποβάλλουν ατομικές δηλώσεις, η μείωση φόρου των 200 ευρώ πραγματοποιείται άπαξ, μόνο σε έναν σύζυγο, χωρίς να μεταφέρεται το δικαίωμα πίστωσης φόρου στον άλλο σύζυγο.
  15. Σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων, τα τέκνα που προέρχονται από κοινό γάμο καθώς και τα αναγνωρισμένα τέκνα πρέπει να δηλώνονται ως εξαρτώμενα μέλη και από τους δύο συζύγους, ώστε και οι δύο εφόσον είναι μισθωτοί ή συνταξιούχοι να δικαιούνται αφορολόγητο προσαυξημένο με βάση τον αριθμό των τέκνων.
  16. Σε κάθε περίπτωση εγγάμων, είτε υποβάλουν από κοινού τη δήλωση είτε χωριστά, θα διενεργείται και φέτος ξεχωριστή βεβαίωση του φόρου και θα εκδίδονται δύο εκκαθαριστικά σημειώματα, ένα για κάθε σύζυγο. Αυτό, στην περίπτωση της υποβολής κοινής δήλωσης, δεν επηρεάζει επ’ ουδενί τον τρόπο υπολογισμού των τεκμηρίων διαβίωσης για την κύρια κατοικία, τα αυτοκίνητα και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία, ούτε τον τρόπο κάλυψης των τεκμηρίων ούτε την κατοχύρωση του αφορολογήτου. Οι κανόνες οι οποίοι προβλέπουν επιβάρυνση με τεκμήριο του καθενός ανάλογα με το τι πραγματικά κατέχει επί ακινήτων και αυτοκινήτων, κάλυψη των τεκμηρίων του ενός συζύγου από τα εισοδήματα του άλλου και κατοχύρωση του αφορολογήτου του ενός με δαπάνες του άλλου εξακολουθούν να ισχύουν και εφαρμόζονται κανονικά. Η διαφορά είναι μόνο ότι, εξαιτίας της έκδοσης δύο ξεχωριστών εκκαθαριστικών, τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο (επιστροφή φόρου) του ενός συζύγου δεν συμψηφίζεται με τυχόν χρεωστικό υπόλοιπο του άλλου, ενώ στην περίπτωση που έχουν και οι δύο εκκαθαριστικά σημειώματα με πιστωτικά ποσά, τα ποσά αυτά επιστρέφονται στον κάθε δικαιούχο χωριστά.
  17. Δεν βεβαιώνεται ποσό φόρου εισοδήματος για καταβολή, εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει τα 30 ευρώ ανά σύζυγο, ούτε επιστρέφεται στον φορολογούμενο ποσό φόρου μικρότερο των 5 ευρώ ανά σύζυγο.