Skip to main content

Αγροτικά προϊόντα: Χάνεται 1 δισ. ευρώ από το έλλειμμα τυποποίησης

ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ / EUROKINISSI

Έρευνα της «Ν» για τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που πρέπει να καλλιεργήσει ο πρωτογενής τομέας

Ισχυρό πλήγμα στην υπεραξία του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου, αλλά και μεγάλες απώλειες στο εγχώριο ΑΕΠ προκαλεί η χαμηλή διείσδυση της τυποποίησης στα αγροτικά προϊόντα.

Υπολογίζοντας μονάχα τη διάθεση χύμα οπωροκηπευτικών και ελαιόλαδου στις διεθνείς αγορές, οι απώλειες σε σημερινές τιμές ξεπερνούν τα 800 εκατ. ευρώ, όταν μάλιστα στο πρώτο εξάμηνο του έτους το αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο εμφανίζει πλεόνασμα 670,5 εκατ. ευρώ.

Εξέλιξη ισοζυγίου

Αναλυτικότερα, οι αυξημένοι όγκοι στα χειμερινά φρούτα κρατούν φέτος πλεονασματικό το αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών Incofruit-Hellas και παρουσιάζει η «Ν», το ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων στο πρώτο εξάμηνο του έτους εμφανίζει πλεόνασμα 670,546 εκατ. ευρώ.

Συνολικά στο εξεταζόμενο διάστημα οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων διαμορφώθηκαν σε 5,13 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές σε 5,8 δισ. ευρώ.

Στα νωπά και μεταποιημένα οπωροκηπευτικά καταγράφεται αύξηση στην αξία εξαγωγών στο πρώτο εξάμηνο του 2023 κατά 17,7%, στο 1,65 δισ. ευρώ, ενώ αντίστοιχα οι όγκοι πωλήσεων εμφανίζουν αύξηση κατά 16,9%, σε 1.196.050.494 κιλά.

Επισημαίνεται ότι στα νωπά οπωροκηπευτικά η αξία εμφανίζει αύξηση 27,7% και οι όγκοι 21,1%, ενώ στα μεταποιημένα οι επιδόσεις είναι συγκριτικά μικρότερες, με την αξία να ενισχύεται κατά 8,3% και τους όγκους κατά 8,1% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2022.

Όπως επισημαίνει στη «Ν» ο ειδικός σύμβουλος του Incofruit- Hellas, Γιώργος Πολυχρονάκης, «εάν ξεχωρίσουμε τα καλοκαιρινά φρούτα που έχουν μείωση σε όγκο περί το 10%, στο τέλος του χρόνου θα κλείσουμε με θετικό πρόσημο στο αγροτικό ισοζύγιο, με δεδομένο ότι τα χειμερινά φρούτα, όπως πορτοκάλι και ακτινίδιο, έχουν γράψει ενισχυμένους όγκους και “διορθώνουν” τις μειωμένες επιδόσεις από τα καλοκαιρινά φρούτα».

Υπενθυμίζεται ότι συνολικά το 2022 η Ελλάδα εξήγαγε γεωργικά προϊόντα αξίας 9,88 δισ. ευρώ, έναντι 8,33 δισ. ευρώ το 2021. Παράλληλα εισήγαγε προϊόντα αξίας 10,21 δισ. ευρώ, έναντι 7,92 δισ. ευρώ το 2021, με συνέπεια το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων να κλείσει το 2022 με έλλειμμα ύψους 330 εκατ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος 413 εκατ. ευρώ το 2021.

Όπως εξηγεί ο κ. Πολυχρονάκης, «σε όρους αξίας, η εικόνα φέτος ενισχύεται σημαντικά από τις ανατιμήσεις. Μεσοσταθμικά η αύξηση στις τιμές πώλησης διαμορφώνεται στο 16%, ωστόσο υπάρχουν προϊόντα που έχουν εμφανίσει ανατίμηση της τάξεως του 40%. Συνεπώς, οι επιδόσεις στους τζίρους στη δεδομένη περίοδο είναι “ευκαιριακή” δεδομένων των ανατιμήσεων».

Οι θετικές επιδόσεις που καταγράφει το αγροτικό ισοζύγιο επηρεάζονται και από το γεγονός ότι αγορές με όμορες παραγωγές είτε λόγω κόστους περιόρισαν τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες, είτε λόγω κλιματικών συνθηκών εμφάνισαν μειωμένη παραγωγή, εξέλιξη που δημιούργησε κενό στην προσφορά, την οποία εκμεταλλεύτηκαν κυρίως τα ελληνικά χειμερινά προϊόντα.

Τι χάνουμε

Στα νωπά οπωροκηπευτικά, σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, ποσοστό περί το 30% διατίθεται χύμα, κατευθυνόμενο κυρίως σε γειτονικές αγορές, παρά το γεγονός ότι η κοινοτική και εθνική νομοθεσία επιτάσσουν μονάχα τη διάθεση τυποποιημένων προϊόντων.

«Η εφαρμογή της τυποποίησης είναι πρόβλημα. Δηλαδή η ανοχή της χώρας μας στο να διακινούνται ατυποποίητα προϊόντα, π.χ. ακτινίδια προς την Ιταλία, που τα “ιταλοποιεί”, ή η αποστολή προϊόντων κατευθείαν από τον αγρό σε Βουλγαρία και Ρουμανία, χωρίς τιμολόγια ή υποτιμολογημένα.

Τα φαινόμενα αυτά στερούν ένα σημαντικό εισόδημα από την ελληνική γεωργία και συγχρόνως υποβαθμίζουν και το ελληνικό brand name.

Υπολογίζεται ότι αν πάψει η διακίνηση χύμα/χωρίς αναγραφή προέλευσης προϊόντων μόνο στα φρούτα και τα λαχανικά και η μετασυλλεκτική αξία μένει στη χώρα και τιμολογείται κανονικά, θα καταγραφεί αύξηση της εισροής του συναλλάγματος κατά 400 εκατ. ευρώ», επισημαίνει ο κ. Πολυχρονάκης.

Σε ό,τι αφορά το ελαιόλαδο, με βάση σχετική μελέτη της Εθνικής Τράπεζας που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο, η απώλεια εσόδων από τη χύμα διάθεση υπολογίζεται σε 200 εκατ. ευρώ ετησίως ή 1,3 ευρώ/κιλό, δεδομένου ότι πάνω από το 70% του ελληνικού ελαιόλαδου που εξάγεται είναι χύμα και όχι τυποποιημένο.

Η μελέτη, βασισμένη στα στοιχεία της περιόδου Νοέμβριος 2022 – Ιανουάριος 2023, αναφέρει ότι το χύμα ελληνικό ελαιόλαδο εξάγεται με μέση τιμή 3,8 ευρώ/κιλό, ενώ το τυποποιημένο με μέση τιμή 5,1 ευρώ/κιλό. Μάλιστα, η τιμή των 3,8 ευρώ/ κιλό θεωρείται υψηλή και επικράτησε πέρυσι λόγω της υψηλής ζήτησης που προκάλεσε η μείωση της παραγωγής στην Ισπανία. Συνήθως το ελληνικό ελαιόλαδο πωλείται στην Ιταλία σε τιμές κάτω από τα 3 ευρώ/κιλό.

Η εκτόξευση τιμών

Όπως αναφέρθηκε, τα στοιχεία της μελέτης αφορούν τις τιμές της περιόδου Νοέμβριος 2022-Ιανουάριος 2023, συνεπώς η εκτόξευση των τιμών ελαιόλαδου κατά την εξέλιξη της φετινής χρονιάς -όταν οι τιμές έξτρα παρθένου ελαιόλαδου στον παραγωγό έφτασαν στο 7,2 ευρώ/κιλό με συνεχόμενη ανοδική πορεία- σηματοδοτεί ότι ειδικά σε αυτή τη συγκυρία οι συνολικές απώλειες είναι τουλάχιστον διπλάσιες από τις εκτιμήσεις της ΕΤΕ.

Και αυτό γιατί μόλις το 29% του ελαιόλαδου που εξάγει η Ελλάδα είναι τυποποιημένο, το αντίστοιχο ποσοστό για την Ισπανία είναι 71%, ενώ η Ιταλία εξάγει σχεδόν αποκλειστικά τυποποιημένο ελαιόλαδο (95%).

Κοντράστ τιμών

Το 2022 η Ελλάδα εξήγαγε στην Ιταλία 127.000 τόνους στην τιμή των 3,9 ευρώ/κιλό και 19.000 τόνους στην Ισπανία στην τιμή των 3,1 ευρώ/κιλό. Οι εξαγωγές, από την άλλη, στη Γερμανία, στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, κατά βάση τυποποιημένου ελαιόλαδου, ήταν σε πολύ υψηλότερη τιμή, από 5 έως 5,4 ευρώ/κιλό.

Σημειώνεται ότι πέρυσι το ελληνικό ελαιόλαδο σημείωσε επιδόσεις-ρεκόρ λόγω της ευνοϊκής συγκυρίας της αυξημένης παραγωγής στην Ελλάδα, όπου πέτυχε υψηλό 20ετίας σε όγκους εξαγωγών (+157% το τρίμηνο Νοεμβρίου 2022-Ιανουαρίου 2023 σε σύγκριση με το τρίμηνο Νοεμβρίου 2021-Ιανουαρίου 2022), διπλασιάζοντας το μερίδιό της στην παγκόσμια παραγωγή (σε 13% από 7%) και παράλληλα ενισχύοντας τις τιμές της κατά 37%. Την ίδια στιγμή στην Ισπανία υπήρξε μείωση της παραγωγής κατά 48%.

Τα ισχυρά πλεονεκτήματα και η «αχίλλειος πτέρνα»

Η διατροφική τους σημαντικότητα, καθώς και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν υποκατάστατα αυτών, περιλαμβάνονται στα δυνατά σημεία των αγροτικών προϊόντων, σύμφωνα με την κλαδική μελέτη της ICAP CRIF «Τυποποίηση – Συσκευασία Νωπών Οπωροκηπευτικών – 2022», μέρος της οποίας παρουσιάζει η «Ν».

Παράλληλα, η στροφή πολλών καταναλωτών προς έναν πιο υγιεινό τρόπο διατροφής ενισχύει περαιτέρω τη ζήτηση για τα εξεταζόμενα προϊόντα. Ειδικά για τα ελληνικά οπωροκηπευτικά, τόσο το πεδίο της ποιότητας όσο και της στήριξης στην εγχώρια παραγωγή τους αποτελούν εξίσου ισχυρά σημεία του κλάδου.

Στον αντίποδα, οι αδυναμίες εστιάζουν στην ύπαρξη πολλών μονάδων διαλογής – συσκευασίας προϊόντων μικρού μεγέθους, οι οποίες δεν διαθέτουν εκσυγχρονισμένο μηχανολογικό εξοπλισμό, καθώς και ο μεγάλος αριθμός μεσαζόντων μέχρι την τελική κατανάλωση των προϊόντων.

Επίσης, σημαντικό ζήτημα αποτελεί το υψηλό κόστος μεταφοράς των προϊόντων για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, το οποίο έχει επιδεινωθεί την τρέχουσα περίοδο (λόγω ενεργειακής κρίσης), καθώς και η δυσκολία (λόγω κόστους) στη διείσδυση των ελληνικών προϊόντων σε απομακρυσμένες γεωγραφικά χώρες.

Δύο ακόμα προκλήσεις που χρήζουν επίλυσης αφορούν την έλλειψη ποικιλιών προϊόντων για τη λειτουργία των παραγωγικών μονάδων όλο τον χρόνο, αλλά και τη μη «επαρκή» παρακολούθηση της τήρησης της σχετικής νομοθεσίας από την πολιτεία. Αυτό οδηγεί ορισμένες επιχειρήσεις στο να λειτουργούν χωρίς να εφαρμόζουν τα καθορισμένα πρότυπα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού.

Εκσυγχρονισμός παραγωγής

Σύμφωνα με τους αναλυτές της ICAP, ο ρόλος της τυποποίησης για την ενίσχυση των προοπτικών του κλάδου είναι σημαντικός, καθώς εκσυγχρονίζει την παραγωγή και ενδυναμώνει την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων και τη δυνατότητα διείσδυσης σε νέες αγορές.

Ταυτόχρονα δημιουργεί το πεδίο ανάπτυξης συνεργασιών μεταξύ παραγωγών και μεταποιητών, με σκοπό τη δημιουργία μεγαλύτερων παραγωγικών και εμπορικών «σχημάτων», που μπορούν να εξυπηρετήσουν μεγαλύτερους «πελάτες» και να διαθέσουν τα προϊόντα τους σε περισσότερα σημεία λιανικής εντός και εκτός συνόρων. Η ανάπτυξη τέτοιων σχημάτων δημιουργεί επίσης το κατάλληλο κλίμα ώστε να προωθηθούν επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό εγκαταστάσεων, στην έρευνα, να αναπτυχθούν νέες καλλιέργειες.

Η αναγκαιότητα της τυποποίησης σε όλα τα αγροτικά προϊόντα είναι άμεση, καθώς οι απρόσμενες και μη ελεγχόμενες καιρικές συνθήκες επηρεάζουν τόσο τον όγκο της πρωτογενούς παραγωγής οπωροκηπευτικών όσο και την ποιότητα των προϊόντων. Η ύπαρξη ενός ισχυρού αναγνωρίσιμου σήματος αποτελεί «ανάχωμα» για το εισόδημα των παραγωγών, καθώς ενδυναμώνει τη διαπραγματευτική τους ευελιξία όταν η παραγωγή είναι περιορισμένη.

Ζήτημα δυσφήμησης

Η διακίνηση μη τυποποιημένων οπωροκηπευτικών (δηλαδή κατευθείαν από τον αγρό) σε κιβώτια συσκευασίας χωρίς την απαιτούμενη σήμανση, δίχως την τήρηση των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας και την προώθησή τους σε γειτονικές χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία κ.ά.), «δυσφημούνν» τα ελληνικά προϊόντα, ενώ η μεταφορά προϊόντων σε μεγάλες συσκευασίες χύμα από εμπόρους οι οποίοι δεν είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο Εμπόρων Νωπών Οπωροκηπευτικών, δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού (χαμηλότερες τιμές διάθεσης κ.ά.) στην αγορά.

Αντίστοιχα, η ελληνοποίηση ξένων προϊόντων μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών, υποβαθμίζοντας τη διατροφική αξία και τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά των αυθεντικών ελληνικών προϊόντων, που αποτελούν και την προστιθέμενη αξία τους.

Μέσα από τη διακίνηση μη τυποποιημένων προϊόντων οι παραγωγοί συνολικά υφίστανται μια σημαντική μείωση εισοδήματος λόγω της απώλειας της προστιθέμενης αξίας, του παραεμπορίου και της νοθείας. Σε δευτερογενές επίπεδο, οι επιπτώσεις είναι εξίσου σημαντικές και αφορούν κρίσιμα πεδία της οικονομίας, όπως οι επενδύσεις, η απασχόληση, το εμπορικό ισοζύγιο.

Αντίθετα, η τυποποίηση των αγροτικών προϊόντων αυξάνει την αναγνωσιμότητα των ποιοτικών τοπικών προϊόντων και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, με αποτέλεσμα το προϊόν που παράγεται να έχει μεγαλύτερη εμπορευσιμότητα, άρα και αξία.

Κόστος που αξίζει

Σχετικά με την πεποίθηση ότι η τυποποίηση αποτελεί ένα επιπλέον κόστος στον παραγωγό, η απάντηση δίνεται από τη διαχρονικά πολλαπλάσια επιστροφή του κόστους υπό τη μορφή τζίρου και κερδών.

Εξάλλου, η «ετικέτα» είναι η δύναμη των εγχώριων αγροτικών προϊόντων και μέσα από την τυποποίηση έρχεται η υπεραξία. Η υπεραξία είναι το διαβατήριο για την είσοδο στα διεθνή ράφια. Η επένδυση στην ποιότητα, την τυποποίηση, τα πρότυπα, την πιστοποίηση και τη διαπίστευση δεν πρέπει να προσεγγίζεται ως βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αλλά ως θεμελιώδες προαπαιτούμενο για την ανάπτυξη και εμπορευματοποίηση καινοτόμων και εξωστρεφών – εξαγωγικών δραστηριοτήτων.