Skip to main content

TτΕ: Ανάπτυξη 6,2% φέτος και μόλις 1,5% το 2023

Ποιοι παράγοντες θα οδηγήσουν σε απότομη επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας την επόμενη χρονιά

Με ισχυρότερους του αναμενομένου ρυθμούς ανάπτυξης θα αναπτυχθεί φέτος η ελληνική οικονομία. Ωστόσο το 2023 θα κατεβάσει απότομα ταχύτητα. Αυτή είναι η εκτίμηση της ΤτΕ στην ενδιάμεση έκθεση για τη νομισματική πολιτική, που υποβλήθηκε σήμερα από τον διοικητή, Γιάννη Στουρνάρα, στον Πρόεδρο της Βουλής και το Υπουργικό Συμβούλιο.  Ο πληθωρισμός  είναι το επίμονο «αγκάθι», αφού θα παραμείνει σε αρκετά υψηλά επίπεδα και την επόμενη χρονιά (5,8%), πιέζοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ θα είναι σαφώς υψηλότερος του στόχου του 2% και για το 2024. Καμπανάκι χτυπάει και για την αγορά εργασίας κυρίως όσον αφορά στο πρόβλημα της αναντιστοιχίας των ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων, ενώ θέτει 6 προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη, στις οποίες περιλαμβάνονται η ταχύτερη ενεργειακή μετάβαση και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος.

Η ΤτΕ δεν παραλείπει να σχολιάσει, μεταξύ άλλων, πως πρέπει να υπάρξει προσοχή στο πόσο επιθετικές θα είναι οι αυξήσεις επιτοκίων. Όπως σημειώνει παρόλο που προτεραιότητα των κεντρικών τραπεζών παραμένει η μάχη κατά του υψηλού πληθωρισμού, ανακύπτει ένα δίλημμα πολιτικής που σχετίζεται με την έκταση την οποία θα πρέπει να έχουν οι αυξήσεις επιτοκίων, προκειμένου να μην πληγώσουν  βαθιά την ανάπτυξη.

«Η ενεργειακή κρίση, η οποία επιδεινώθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις αρχές του 2022, έχει ως αποτέλεσμα την απότομη άνοδο του πληθωρισμού. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην παρέμβαση των νομισματικών αρχών, με τις κεντρικές τράπεζες να αυξάνουν δραστικά τα επιτόκιά τους, παρά το γεγονός ότι η άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε αρνητικές διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς, οι άμεσες επιδράσεις των οποίων δεν μπορούν να εξουδετερωθούν εύκολα από τη νομισματική πολιτική. Ωστόσο, η δυναμική αντίδραση των κεντρικών τραπεζών σηματοδοτεί την αποφασιστικότητά τους αφενός να περιορίσουν τη συνολική ζήτηση και να θέσουν υπό έλεγχο τις δευτερογενείς πληθωριστικές επιδράσεις και αφετέρου να σταθεροποιήσουν τις πληθωριστικές προσδοκίες, ώστε να αποφευχθεί μια αυτοτροφοδοτούμενη αύξηση του πληθωρισμού και να επιτευχθεί ο στόχος της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα. Παρότι η βασική στόχευση από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών είναι ξεκάθαρη, ανακύπτει ένα δίλημμα πολιτικής που σχετίζεται με την έκταση την οποία θα πρέπει να έχουν οι αυξήσεις επιτοκίων, και κατ’ επέκταση με τις αρνητικές βραχυχρόνιες συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη που θα μπορούν να αποδεχθούν οι νομισματικές αρχές, ώστε να σταθεροποιηθεί ο πληθωρισμός μεσοπρόθεσμα» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.

Πέφτει ο πήχυς για το 2023 – Ανάκαμψη και πάλι από το 2024

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 6,2%. Το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να επιβραδυνθεί στο 1,5%, εξαιτίας της αναμενόμενης κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη και της σημαντικής υποχώρησης του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Επιπλέον, τόσο η δημοσιονομική πολιτική όσο και η νομισματική πολιτική αναμένεται να επιδράσουν συσταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα το 2023.

Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ανακάμψει τα επόμενα έτη, φθάνοντας στο 3,0% το 2024 και στο 2,8% το 2025. Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν υπό την προϋπόθεση ότι αφενός η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί και θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και αφετέρου ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, την καλή πορεία υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων και τη σταθερή αναπτυξιακή προοπτική της ευρωζώνης.

Η καταναλωτική δαπάνη εκτιμάται ότι συνέχισε  να αυξάνεται το 2022, με ακόμη ταχύτερο ρυθμό συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, αντανακλώντας την αυξημένη απασχόληση που επιδρά θετικά στα εισοδήματα, αλλά και την πραγματοποίηση δαπανών που είχαν αναβληθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας με χρήση και των υψηλών αποταμιεύσεων που είχαν συσσωρευθεί την ίδια περίοδο. Τα επόμενα έτη η καταναλωτική δαπάνη θα καταγράψει χαμηλότερους ρυθμούς ανόδου, λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ η αγορά εργασίας εκτιμάται ότι θα συνεχίσει τη θετική της πορεία, αλλά με ηπιότερους ρυθμούς.

Στήριγμα από επενδύσεις και εξαγωγές

Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης 2022-2025, 10% κατά μέσο όρο ετησίως, υποστηριζόμενες από την ενίσχυση της ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα και από την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Ειδικότερα, τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα λάβει στήριξη ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 30 δισεκ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έως το 2026. Αυτοί οι πόροι αναμένεται να προσελκύσουν επιπρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, αναμένεται η προσέλκυση αυξημένων ξένων άμεσων και έμμεσων επενδύσεων.

Οι εξαγωγές αγαθών επέδειξαν ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μετά από αύξηση κατά 13,8% το 2021, εκτιμάται ότι το 2022 και το 2023 θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά με αρκετά ηπιότερο ρυθμό, εξαιτίας της  επιδείνωσης των προοπτικών στην ευρωζώνη και στην παγκόσμια οικονομία. Οι εξαγωγές υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα ανακάμψουν σε σημαντικό βαθμό εφέτος και θα κινηθούν ελαφρώς ανοδικά τα επόμενα έτη. Παράλληλα όμως, άνοδο αναμένεται να σημειώσουν και οι εισαγωγές καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης, ως αποτέλεσμα της τόνωσης της εγχώριας ζήτησης, ιδίως των επενδύσεων.

Στα ύψη ο πληθωρισμός

Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, προβλέπεται να διαμορφωθεί σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο το 2022, στο 9,4%, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής. Εκτιμάται ότι σταδιακά θα αποκλιμακωθεί το 2023 και περαιτέρω το 2024, σε 5,8% και 3,6% αντιστοίχως, αντανακλώντας κυρίως την αναμενόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας και την αρνητική επίδραση της βάσης σύγκρισης. Ο πληθωρισμός χωρίς τις τιμές των ειδών διατροφής και της ενέργειας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 4,6% το 2022 και εκτιμάται ότι θα παραμείνει εξίσου υψηλός και το 2023, λόγω της ενσωμάτωσης έντονων πληθωριστικών πιέσεων από τις συνιστώσες των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών.

«Εάν ο εγχώριος πληθωρισμός είναι υψηλότερος από αυτόν της ευρωζώνης, θα επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, μπορεί να οδηγήσει σε παρατεταμένη επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων επιβαρύνει το κόστος αναχρηματοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Ωστόσο, ο επιτοκιακός κίνδυνος στην περίπτωση του δημόσιου χρέους είναι σχετικά περιορισμένος μεσοπρόθεσμα, ως απόρροια των ευνοϊκών όρων αποπληρωμής του χρέους, το οποίο είναι κατά πλειοψηφία προς τον επίσημο τομέα, σε συνδυασμό με την έγκαιρη σύναψη συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (swaps). Παρ’ όλα αυτά, τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου δημόσιου χρέους δεν θα πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό, δεδομένου ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου είναι στην καλύτερη περίπτωση χαμηλότερη κατά μία βαθμίδα έναντι της επενδυτικής κατηγορίας, ενώ μακροπρόθεσμα το χρέος καθίσταται περισσότερο ευάλωτο στον επιτοκιακό κίνδυνο» αναφέρεται στην έκθεση.

Το «αγκάθι» στην αγορά εργασίας

Σύμφωνα με την ΤτΕ στην αγορά εργασίας, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων που έχει παρατηρηθεί μετά την πανδημία είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλους εργαζόμενους, διότι αυτοί είτε δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα είτε έχουν στραφεί σε άλλους κλάδους με καλύτερες προοπτικές απασχόλησης. Η ταυτόχρονη παρουσία διψήφιων ποσοστών ανεργίας και μεγάλου αριθμού κενών θέσεων εργασίας υποδηλώνει υψηλή διαρθρωτική ανεργία.

6 προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη

Λαμβάνοντας υπόψη τις μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και τις αβεβαιότητες που συνδέονται με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, τον υψηλό πληθωρισμό και τον ενεργειακό εφοδιασμό, οι τομείς στους οποίους οφείλει να δώσει έμφαση η οικονομική πολιτική, όπως επισημαίνει η ΤτΕ, είναι οι εξής:

  1. Η ανάσχεση μέρους των επιπτώσεων των πληθωριστικών πιέσεων στο εισόδημα των νοικοκυριών, κυρίως για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, προκειμένου να στηριχθεί η κατανάλωση και να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική και η κοινωνική συνοχή. Ωστόσο, οι εισοδηματικές ενισχύσεις για το μετριασμό των πληθωριστικών επιπτώσεων θα πρέπει να είναι στοχευμένες και προσωρινού χαρακτήρα και να χρηματοδοτούνται από την αξιοποίηση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου, χωρίς να μεταβάλλεται η περιοριστική κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής. Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδος και η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της αποτελούν κρίσιμους παράγοντες πιστοληπτικής αξιολόγησης, πολύ περισσότερο από ό,τι για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεδομένου ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει έναν από τους υψηλότερους διεθνώς λόγους χρέους προς ΑΕΠ.
  2. Η υλοποίηση των επενδυτικών δράσεων που συνδέονται με το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι αναγκαία η συνέχιση του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0”, ιδιαίτερα όσων αφορούν θεσμικές παρεμβάσεις που υποβοηθούν την περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και την υλοποίηση εξωστρεφών επενδύσεων, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
  3. Η διασφάλιση ότι οι εξελίξεις στο μισθολογικό κόστος θα διατηρήσουν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας που επιτεύχθηκαν την τελευταία δεκαετία. Στο πλαίσιο αυτό, η προβλεπόμενη αύξηση στον κατώτατο μισθό που προγραμματίζεται για το επόμενο έτος θα πρέπει να είναι τέτοια που να αντιστοιχεί στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, ώστε να αποτραπεί μία φάση δευτερογενών πληθωριστικών πιέσεων, τροφοδοτούμενων από την άνοδο των μισθών.
  4. Η αντιμετώπιση των υφιστάμενων στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας. Ειδικότερα, το ποσοστό ανεργίας, αν και υποχωρεί σταθερά και σημαντικά τα τελευταία έτη, παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη. Επίσης, το ποσοστό ανεργίας στις ευάλωτες ομάδες (νέοι, γυναίκες) διατηρείται υψηλό, όπως και το μερίδιο του εργατικού δυναμικού που είτε είναι σε μερική απασχόληση και επιθυμεί να εργαστεί περισσότερες ώρες είτε είναι διαθέσιμο να εργαστεί αλλά δεν αναζητεί εργασία. Επιπλέον, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων παραμένει σημαντικό. Για να αμβλυνθούν αυτές οι αδυναμίες, απαιτείται αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, καθώς θα τους εξοπλίσει με τις κατάλληλες δεξιότητες και θα ενισχύσει τις προοπτικές απασχόλησής τους, ιδίως στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης ψηφιακής μετάβασης της ελληνικής οικονομίας.
  5. Η επιτάχυνση της μετάβασης σε πράσινη ενέργεια και η ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας. Η αντιμετώπιση της διπλής κρίσης, ενεργειακής και κλιματικής, απαιτεί την επιτάχυνση και την προώθηση των επενδύσεων σε πράσινες τεχνολογίες, τη βελτίωση των δικτύων και την επέκταση των υποδομών ηλεκτρικών διασυνδέσεων, αλλά και την ανάπτυξη συστημάτων κεντρικής αποθήκευσης ενέργειας. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να συμβάλει το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης REPowerEU, το οποίο στοχεύει, εκτός από τη σταδιακή κατάργηση της εξάρτησης της ΕΕ από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα έως το 2027, στην επιτάχυνση της μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στην εξοικονόμηση ενέργειας, στο συνδυασμό επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, στη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού και, ως εκ τούτου, στη βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας και αυτονομίας της Ευρώπης.
  6. Η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος, ώστε να χρηματοδοτεί απρόσκοπτα τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Αναμφισβήτητα, η πορεία εξυγίανσης των τελευταίων ετών έχει συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση των μεγεθών του τραπεζικού τομέα, ενώ και η αύξηση των τιμών στην αγορά ακινήτων βελτιώνει την αξία των εξασφαλίσεων και των ακινήτων που έχουν περιέλθει στις τράπεζες. Εντούτοις, η αβεβαιότητα σχετικά με τις επιδράσεις της ανόδου των επιτοκίων, οι προοπτικές για χαμηλότερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και η εντεινόμενη γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Συνεπώς, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που συνδέονται με το τραπεζικό σύστημα και αφορούν την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τη βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας και την ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των Λιγότερο Σημαντικών Τραπεζών (LSIs), και την οριστική εκκαθάριση του ιδιωτικού χρέους που διαχειρίζονται οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις.