Για νέα έξοδο στις αγορές κάνει λόγο ο προϋπολογισμός στο κεφάλαιο για το δημόσιο χρέος.
Στόχος, όπως επισημαίνεται, είναι η αναδημιουργία επαρκούς ρευστότητας και μίας αντιπροσωπευτικής καμπύλης αποδόσεων ομολόγων αναφοράς του Δημοσίου, καθώς και η δημιουργία επαρκών ταμειακών διαθεσίμων ασφαλείας για την απρόσκοπτη χρηματοδότηση, αποκλειστικά από την διεθνή και εγχώρια αγορά κεφαλαίων μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος.
Στους σχεδιασμούς, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνεται σειρά νέων ομολογιακών εκδόσεων σταθερού επιτοκίου με κομβικές διάρκειες, ενώ εντός του Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθεί η ανταλλαγή των ομολόγων προερχόμενων από το PSI με νέα ομόλογα, στο πλαίσιο ενός συντεταγμένου προγράμματος διαχείρισης υφιστάμενων υποχρεώσεων χαρτοφυλακίου χρέους, κατά τα πρότυπα της πρόσφατης έκδοσης του νέου 5ετούς ομολόγου λήξης 2022 και της αντίστοιχης ανταλλαγής ομολόγων λήξης 2019, που έλαβαν χώρα την 1η Αυγούστου εφέτος.
Κατά το επόμενο έτος, σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό, θα διατηρηθούν οι βασικοί μεσοπρόθεσμοι στόχοι διαχείρισης του χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους, όπως είναι η διατήρηση του συναλλαγματικού κινδύνου στα σημερινά ελάχιστα επίπεδα για τα δάνεια εκτός ευρώ και η βελτίωση της αναλογίας χρέους σταθερού επιτοκίου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου.
Καθοριστικό ρόλο για την επίτευξη των διαχειριστικών στόχων θα έχουν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, που αναμένεται να ολοκληρωθούν έως τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Στη συνέχεια, όπως σημειώνεται στον Προϋπολογισμό, θα εξεταστεί η εφαρμογή του δεύτερου πακέτου μέτρων, προκειμένου να ενισχυθεί η βιωσιμότητα του χρέους, ώστε οι ετήσιες μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες να παραμένουν χαμηλότερες του 15% ως ποσοστό του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα και χαμηλότερες του 20% μακροπρόθεσμα.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου κατά το α’ εξάμηνο του 2017 καλύφθηκαν ως επί το πλείστον με βραχυπρόθεσμο εσωτερικό δανεισμό: μηνιαίες εκδόσεις εντόκων γραμματίων τρίμηνης και εξάμηνης διάρκειας και πράξεις διαχείρισης ταμειακής ρευστότητας υπό τη μορφή repos, τις οποίες συνάπτει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) για την αξιοποίηση των διαθεσίμων, κυρίως, των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης. Επιπλέον, στο πλαίσιο της σύμβασης χρηματοδότησης με τον ESM, εκταμιεύτηκαν 8,5 δισ. ευρώ και αναμένεται η εκταμίευση επιπλέον ποσού της τάξης των 5,5 δισ. ευρώ μετά την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης.
Όπως τονίζεται, η υπόθεση εκταμίευσης του παραπάνω ποσού σε συνδυασμό με τη διατήρησή του ως ταμειακά διαθέσιμα ασφαλείας (cash buffer) εξηγεί την αύξηση του δημοσίου χρέους το 2017.
Το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 332.800 εκατ. ευρώ ή 186,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2017, έναντι 326.358 εκατ. ευρώ ή 187,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2016. Το 2018 το ύψος του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης προβλέπεται ότι θα ανέλθει στα 343.000 εκατ. ευρώ ή 185,7% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση 0,7 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2017.
Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 318.300 εκατ. ευρώ ή 178,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2017, έναντι 315.036 εκατ. ευρώ ή 180,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2016. Το 2018, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 332.000 εκατ. ευρώ ή 179,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας αύξηση 1,6% έναντι του 2017.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από ΑΜΠΕ