Skip to main content

Αρχίζουν οι τελικές διαβουλεύσεις για τον κοινοτικό προϋπολογισμό

Από την έντυπη έκδοση

Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]

Με σημαντική απόκλιση ως προς το ύψος του κοινοτικού προϋπολογισμού του 2020 ξεκινούν σήμερα οι διαβουλεύσεις μεταξύ της Ευρωβουλής και του Συμβουλίου (κράτη-μέλη) με στόχο την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής συμφωνίας.

Η Ευρωβουλή καθόρισε την προηγούμενη εβδομάδα τη δική της θέση, ενώ το Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε. το έχει κάνει ήδη από τον περασμένο Ιούλιο. Οι δύο πλευρές θα ξεκινήσουν σήμερα τη λεγόμενη διαδικασία συνδιαλλαγής, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 16 Νοεμβρίου.

Ειδικότερα, η θέση της Ευρωβουλής που εγκρίθηκε από την ολομέλεια καθορίζει τις συνολικές πιστώσεις υποχρεώσεων σε 171 δισ. ευρώ και τις πληρωμές στα 159,1 δισ. ευρώ. 

Το Συμβούλιο Υπουργών με ανακοίνωση της φινλανδικής προεδρίας απορρίπτει τη θέση των ευρωβουλευτών, θεωρώντας ότι υπερβαίνει τα ανώτατα όρια που ορίζει το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της Ε.Ε. για την περίοδο 2014-2020.

Η θέση του Συμβουλίου προβλέπει 166,8 δισ. ευρώ για αναλήψεις υποχρεώσεων και 153,1 δισ. ευρώ για πληρωμές το 2020. Σε σύγκριση με το 2019, υπάρχει αύξηση κατά 0,6% για τις αναλήψεις υποχρεώσεων και 3,3 % για τις πληρωμές. 

Η απόκλιση μεταξύ της θέσης του Συμβουλίου και της Ευρωβουλής φτάνει τα 4,2 δισ. ευρώ στις αναλήψεις υποχρεώσεων και τα 6 δισ. ευρώ στις πληρωμές.

«Τελευταία ευκαιρία»

Το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει στο σχέδιο ψηφίσματος που ενέκρινε ότι ο προϋπολογισμός του 2020 είναι η τελευταία ευκαιρία για την Ε.Ε. να πλησιάσει περισσότερο την εκπλήρωση των πολιτικών δεσμεύσεων που έχουν τεθεί, συμπεριλαμβανομένης της επίτευξης του κλιματικού στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, για τον λόγο αυτό έχουν προσθέσει δαπάνες 2 δισ. ευρώ για την προστασία του κλίματος. Επιπλέον, αύξησαν τις πιστώσεις για την πρωτοβουλία σχετικά με την απασχόληση των νέων και τα προγράμματα Erasmus+, ενώ ενέκριναν περαιτέρω στήριξη σε τομείς όπως οι μμε, η έρευνα, η ψηφιοποίηση, η μετανάστευση και η εξωτερική πολιτική.

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων οδηγούνται κατά κανόνα σε μια συμβιβαστική συμφωνία, η οποία κινείται πιο κοντά στις θέσεις του Συμβουλίου.

Όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, τα κράτη-μέλη επιδιώκουν να εξασφαλίσουν επαρκή ευελιξία στον προϋπολογισμό, ώστε να μπορεί η Ε.Ε. να ανταποκριθεί και σε απρόβλεπτες ανάγκες. Στο πλαίσιο αυτό, επιθυμούν, όπως τονίζουν, να επικεντρωθούν στους βασικούς τομείς πολιτικής και τα προγράμματα με τις βέλτιστες επιδόσεις όπου υπάρχει σαφής ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία, εξασφαλίζοντας παράλληλα μια συνετή προσέγγιση. 

Ειδικότερα, το Συμβούλιο στηρίζει την ενίσχυση των προγραμμάτων του τομέα «Ανταγωνιστικότητα για την ανάπτυξη και την απασχόληση», για τον οποίο προβλέπονται πιστώσεις 24 δισ. ευρώ (αύξηση 2,72% σε σύγκριση με το 2019). Οι πιστώσεις για την πολιτική συνοχής φτάνουν τα 58,5 δισ. ευρώ (αύξηση 2,23%). Για τη γεωργία (ανάπτυξη της υπαίθρου, εισοδηματικές ενισχύσεις στους παραγωγούς) ανέρχονται σε 59,751 δισ. (αύξηση 0,65%).

Προβλέπεται μεγαλύτερη χρηματοδότηση σε σύγκριση με το 2019, για παράδειγμα, για το πρόγραμμα «Ορίζοντας 2020», τα ευρωπαϊκά συστήματα δορυφορικής πλοήγησης EGNOS και Galileo, το σκέλος «Ενέργεια» του μηχανισμού «Συνδέοντας την Ευρώπη», το πρόγραμμα Erasmus+ και το ευρωπαϊκό πρόγραμμα βιομηχανικής ανάπτυξης στον τομέα της άμυνας.

Ασφάλεια – μετανάστευση

Στον τομέα της ασφάλειας και της μετανάστευσης, ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. θα εξακολουθήσει να στηρίζει τα κράτη-μέλη και τα μέτρα της Ε.Ε. που έχουν τεθεί σε εφαρμογή τα τελευταία χρόνια. Έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό επιπλέον πόροι για τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοροφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex) (101,4 εκατ. ευρώ ή +32,4% σε σύγκριση με το 2019) για τη δημιουργία μόνιμου σώματος 10.000 συνοροφυλάκων έως το 2027.

Βελτίωση επιδόσεων

Εν τω μεταξύ, τα περισσότερα κράτη-μέλη βελτίωσαν τις δημοσιονομικές επιδόσεις τους, παρά την επιβράδυνση της ανάπτυξης, σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία για το 2018 που δημοσίευσε πρόσφατα η Eurostat. Αναφορικά με την Ελλάδα, όπως προκύπτει από τα κοινοτικά στοιχεία, το ΑΕΠ ανήλθε το 2018 σε απόλυτους αριθμούς στα 184,714 δισ. ευρώ, έναντι 180,218 δισ. ευρώ το 2017.

Η χώρα μας εμφάνισε πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης της τάξης του 1,0% του ΑΕΠ ή 1,1826 δισ. ευρώ, ενώ το 2017 το πλεόνασμα ήταν 1,317 δισ. ευρώ ή 0,7% του ΑΕΠ. Η δημοσιοποίηση του δείκτη έλλειμμα/πλεόνασμα αφορά τη γενική κυβέρνηση, συμπεριλαμβάνει δηλαδή και την εξυπηρέτηση του χρέους. Πάντως, τα προσωρινά στοιχεία της Εurostat, τον περασμένο Απρίλιο εκτιμούσαν το πλεόνασμα σε 1,1% του ΑΕΠ ή 1,991 δισ. ευρώ.

Η Ελλάδα είχε την πέμπτη καλύτερη επίδοση σε σχέση με το πλεόνασμα μετά: το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, τη Γερμανία και την Ολλανδία. Τις χειρότερες επιδόσεις είχαν η Κύπρος -4,4%, η Ισπανία -2,5%, η Γαλλία -2,5% και η Ιταλία -2,1% του ΑΕΠ.

Το ελληνικό δημόσιο χρέος κυμάνθηκε στο 181,2% (181,1% τα προσωρινά στοιχεία του Απριλίου) του ΑΕΠ από 176,2% το 2017, εξέλιξη που οφείλεται στο δημοσιονομικό μαξιλάρι που έλαβε η χώρα με την έξοδο από το πρόγραμμα, προκειμένου να βγει με ασφάλεια στις αγορές. Σε απόλυτους αριθμούς ανήλθε 334,721 δισ. ευρώ από 317,484 το 2017. Στο χρέος, η Ελλάδα καταγράφει μακράν τη χειρότερη επίδοση όχι μόνο στην Ευρωζώνη, αλλά και στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακολουθούν η Ιταλία με 134,8% και η Πορτογαλία με 122,2% του ΑΕΠ.

Οι δαπάνες του κράτους κυμάνθηκαν το 2018 στο 47,0% του ΑΕΠ, έναντι 47,4% το 2017. Από το 2015, που ήταν στο 53,6% του ΑΕΠ, οι δημόσιες δαπάνες μειώνονται συνεχώς. 

Τα δημόσια έσοδα κυμάνθηκαν στο 48,0% έναντι 48,2% το 2017, παρουσιάζοντας υποχώρηση για δεύτερο συνεχόμενο έτος.
Υπενθυμίζεται ότι η Eurostat δεν δημοσίευσε στοιχεία για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας το 2018 σε όρους ESA2010 ή σε όρους προγράμματος. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης, που εξαιρεί τα έξοδα για την εξυπηρέτηση του χρέους, ήταν 4,3%, ελαφρώς χαμηλότερο σε σχέση με το 4,4% του ΑΕΠ της πρώτης εκτίμησης του Απριλίου και υψηλότερο από το 3,8% του 2017.

Στην Ευρωζώνη το δημόσιο έλλειμμα κυμάνθηκε στο -0,5% (-0,9% το 2017). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το 2015 το μέσο δημόσιο έλλειμμα στο σύνολο της Ευρωζώνης «έτρεχε» με 2,0%.

Αναφορικά με το χρέος, ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ήταν 85,9% έναντι 87,8% του ΑΕΠ το 2017. Σε απόλυτους αριθμούς το υψηλότερο χρέος κατέγραψαν πέρυσι η Ιταλία (2,380 τρισ. ευρώ), η Γαλλία (2,315 τρισ. ευρώ) και η Γερμανία (2,069 τρισ. ευρώ).

Σχετικά με την τήρηση των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας, μόνο μια χώρα εμφάνισε το 2018 υπερβολικό έλλειμμα, η Κύπρος, ωστόσο η εξέλιξη αυτή είναι παροδική και οφείλεται στην εκκαθάριση και πώληση της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας στην Ελληνική Τράπεζα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από την εκκαθάριση της εν λόγω τράπεζας επηρεάστηκε αρνητικά και το χρέος, το οποίο αυξήθηκε το 2018 στο 100,6% του ΑΕΠ από 93,9% το 2017.