Skip to main content

Πώς αλλάζει το τοπίο στο ασφαλιστικό μετά την απόφαση του ΣτΕ για τον νόμο Κατρούγκαλο

Από την έντυπη έκδοση

Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]

Οι πέντε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίες αφορούν συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου (4387/2016) δημιουργούν πλέον νέα δεδομένα, που οδηγούν στην αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης της χώρας. Οι ανατροπές που επέρχονται από αυτές τις αποφάσεις στις ρυθμίσεις του συγκεκριμένου νόμου είναι ιδιαίτερα σημαντικές και θα ληφθούν υπόψη από την κυβέρνηση και την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας στο πλαίσιο της επαναρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Επισημαίνεται ότι και οι τρεις διατάξεις του νόμου 4387/16 που ψήφισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και κρίθηκαν από το ΣτΕ ως αντισυνταγματικές, είχαν χαρακτηρισθεί από τη Ν.Δ. ως ιδιαίτερα προβληματικές ήδη από το 2016. 

Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η απόφαση του ΣτΕ για τις επικουρικές συντάξεις. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο σκεπτικό της απόφασης 1889/2019, στο οποίο επισημαίνεται ευθέως ότι η χορήγηση των συνταξιοδοτικών παροχών, δηλαδή των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων, συνδέεται με τη «βιωσιμότητα των ασφαλιστικών φορέων οι οποίοι θα λειτουργούν στο νέο ασφαλιστικό σύστημα και θα χορηγούν τις ασφαλιστικές παροχές».

Συγκεκριμένα η απόφαση επισημαίνει ότι: «Προκειμένου, ειδικότερα, ο νομοθέτης να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του να τεκμηριώσει τη βιωσιμότητα των φορέων που συνιστώνται και λειτουργούν στο πλαίσιο νέου ασφαλιστικού συστήματος και χορηγούν τις συνταξιοδοτικές παροχές (κύριες και επικουρικές) -υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος- οφείλει πριν από την ψήφιση του σχετικού νόμου, να έχει προκαλέσει τη σύνταξη αναλογιστικών μελετών». 

Τα νέα δεδομένα

Οι πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ δημιουργούν νέα δεδομένα στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης, επειδή οι διατάξεις του ν.4387/16 που κρίθηκαν ότι είναι αντισυνταγματικές συγκροτούν σε μεγάλο βαθμό τον «σκληρό πυρήνα» του νόμου Κατρούγκαλου, καθώς αφορούν μείζονος σημασίας ζητήματα. Συγκεκριμένα, κρίθηκε αντισυνταγματικός ο τρόπος υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης, επειδή κατά την κρίση του ΣτΕ έχει χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων για όσους έχουν πάνω από 25 με 30 έτη ασφάλισης.

Επίσης, κρίθηκε αντισυνταγματικός ο επανυπολογισμός των επικουρικών συντάξεων και κατ’ επέκταση οι μειώσεις που έγιναν το 2016 στο άθροισμα της κύριας και επικουρικής σύνταξης, όταν αυτό το άθροισμα είναι πάνω από 1.300 ευρώ. Τέλος, κρίθηκε ως αντισυνταγματικός και ο τρόπος υπολογισμού των εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών. 

Σενάρια υπό επεξεργασία

Ήδη, στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων επεξεργάζονται τα βασικά σενάρια των αλλαγών οι οποίες θα συγκροτήσουν το νέο ασφαλιστικό τοπίο μέσα στην επόμενη δεκαετία, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ.
Το εγχείρημα δεν είναι απλό, με δεδομένο ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, αλλά και το αναμενόμενο baby boom της δεκαετίας του 2020. Δηλαδή, της μαζικής εξόδου στη συνταξιοδότηση της γενιάς που γεννήθηκε στη δεκαετία του 1960. 

Η πληθυσμιακή γήρανση, δηλαδή η αλλαγή της σύνθεσης του πληθυσμού, με το ποσοστό των ατόμων ηλικίας άνω 50 ετών στον πληθυσμό διευρύνεται συνεχώς. Αυτό προκαλείται τόσο από την αριθμητική αύξηση των ηλικιακά μεγαλύτερων όσο και από τη μείωση των μικρότερων.

Παράλληλα αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής και η μακροβιότητα των σημερινών ανθρώπων δεν εξελίσσεται «εν κενώ», αλλά μέσα σε ένα εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον ριζικά διαφορετικό από αυτό του 20ού αιώνα.

Ένας ακόμη παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη στον σχεδιασμό του υπουργείου Εργασίας είναι οι επιπτώσεις που είχε στη χώρα το brain drain της δεκαετίας της κρίσης, το οποίο αφαιρεί αναπτυξιακές δυνατότητες, αλλά και η δυνατότητα αναστροφής του (brain gain), η οποία θα δημιουργήσει διπλό κέρδος. Δηλαδή, θα προσθέσει όχι μόνο εργατικό δυναμικό, αλλά και ανθρώπινο και υλικό κεφάλαιο.

Επίσης, ένας από τους παράγοντες που καθιστούν την εξίσωση του νέου ασφαλιστικού ιδιαίτερα δύσκολη, είναι οι χαμηλοί μισθοί σε συνδυασμό με το ότι σχεδόν το 30% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα απασχολούνται με ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της απασχόλησης του ΕΦΚΑ για τον Μάρτιο του 2019, προκύπτει ότι από τα 2.220.903 ασφαλισμένων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, οι 651.673 που απασχολούνται με μερική απασχόληση λάμβαναν μικτές μηνιαίες αποδοχές 409 ευρώ, όταν ο μέσος μισθός στην πλήρη εργασία ήταν 1.200 ευρώ. 

Μέσα σε όλο αυτό το πλέγμα των δεδομένων που συνθέτουν μερικές μόνο από τις πτυχές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, θα απαιτηθεί προσπάθεια προσαρμογής εν όψει των προκλήσεων που έρχονται με «φόρα» από το μέλλον, αν δεν είναι ήδη παρούσες. Ήδη, το υπουργείο Εργασίας επεξεργάζεται σενάρια αλλαγής του τρόπου υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των αυτοαπασχολουμένων, ενώ πέρα από τις παρεμβάσεις που θα γίνουν στον πρώτο πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης, ένα σημαντικό βάρος της προσαρμογής θα πέσει τόσο στον δεύτερο πυλώνα της επαγγελματικής ασφάλισης όσο και στην τρίτο πυλώνα, δηλαδή στην ατομική αποταμίευση προκειμένου να υπάρξει διασπορά του ασφαλιστικού κινδύνου και να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος.