Αμετάβλητος στις 53 μονάδες παρέμεινε το δ’ τρίμηνο του 2015 ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen.
Ωστόσο, έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2014, η καταναλωτική εμπιστοσύνη κατέγραψε σημαντική πτώση, κατά 12 μονάδες.
Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων (85%) εκτιμά ότι η χώρα θα παραμείνει σε οικονομική ύφεση και την επόμενη χρονιά, ενώ το 80% δηλώνει ανήσυχο για την προσωπική του οικονομική κατάσταση.
Στην Ευρώπη, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης διαμορφώθηκε στις 81 μονάδες, παραμένοντας σταθερός έναντι του γ’ τριμήνου. Η μεγαλύτερη άνοδος εντοπίστηκε στην Ιρλανδία (99 έναντι 93), στην Εσθονία (89 έναντι 80) και τη Γαλλία (74 έναντι 66). Στον αντίποδα, η μεγαλύτερη πτώση εμφανίστηκε στη Νορβηγία (82 έναντι 87), στη Λετονία (81 έναντι 88), στο Βέλγιο (78 έναντι 84) και τη Ρουμανία (79 έναντι 84).
Μεταξύ όλων των ανησυχιών που διέπουν τους Ευρωπαίους πολίτες, ο φόβος για τις τρομοκρατικές επιθέσεις καταλαμβάνει την πρώτη θέση, ακολουθούμενος από τις ανησυχίες των πολιτών για την οικονομία και την εργασιακή ανασφάλεια.
Η Ελλάδα ακολουθεί τη γενικότερη τάση ως προς την οικονομία και την εργασιακή ανασφάλεια, ενώ διαθέτει διπλάσια ποσοστά ανησυχίας ως προς την εργασία (42% έναντι 19%), την οικονομία (38% έναντι 20%) και τα χρέη – οφειλές (24% έναντι 11%).
Αξίζει να σημειωθεί, πως η ανησυχία για κάποιο ενδεχόμενο πόλεμο (11%) σημείωσε αύξηση κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες ενώ στον αντίποδα οι ανησυχίες για τη μετανάστευση (5%) μειώθηκαν στα συνήθη επίπεδα.
Τέλος, 8 στους 10 Έλληνες προσπαθούν σε σταθερή βάση να περικόψουν τα έξοδα του νοικοκυριού τους. Οι κύριες ενέργειες περικοπής των εξόδων συνεχίζουν να εντοπίζονται στην αγορά φθηνότερων τροφίμων, στην μείωση των δαπανών για διασκέδαση εκτός σπιτιού και στα έξοδα για ρουχισμό και παραγγελία έτοιμων γευμάτων στο σπίτι.
Από τα παραπάνω, η μείωση των παραγγελιών έτοιμων γευμάτων στο σπίτι και η αγορά φθηνότερων ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών φαίνεται ότι θα αποτελέσουν μόνιμη συνήθεια για μια μεγάλη μερίδα καταναλωτών, δηλαδή ακόμα και όταν οι οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν.