Skip to main content

ΕΚΤ: Η διαφιλονικούμενη παρακαταθήκη του Ντράγκι

Αρνητικές -ως επί το πλείστον- αντιδράσεις προκαλεί στη Γερμανία η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, ενώ στενεύουν τα περιθώρια για τη διάδοχο του Μάριο Ντράγκι, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία δεν θα έχει στη διάθεσή της άλλα σημαντικά περιθώρια παρέμβασης, αφού ουσιαστικά ο νυν πρόεδρος έχει εξαντλήσει τα εργαλεία άσκησης νομισματικής πολιτικής.

Η απόφαση για περαιτέρω αύξηση των τιμωρητικών επιτοκίων για τις τράπεζες που «παρκάρουν» τη ρευστότητά τους στην ΕΚΤ (από -0,4% σε -0,5%) καθώς και για ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων δεν ελήφθη σε τόσο ήρεμο και συναινετικό κλίμα, όσο τουλάχιστον παρουσίασε ο επικεφαλής της Ευρωτράπεζας.

Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του Spiegel, στο παρά πέντε της αποχώρησής του από τη Φρανκφούρτη ο Μάριο Ντράγκι βίωσε τις ισχυρότερες αντιστάσεις και αντιδράσεις της μακράς του θητείας. Σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό, διψήφιος αριθμός του 25μελούς διοικητικού συμβουλίου επιχειρηματολόγησε κατά των μέτρων που πρότεινε.

Ατελέσφορη πολιτική;

Με φόντο την υποχώρηση των παγκόσμιων ρυθμών ανάπτυξης που αποδίδονται πρωτίστως στις εμπορικές διενέξεις και το Brexit, τα μέτρα στοχεύουν στην αναστροφή του κλίματος και την τόνωση της ανάπτυξης. Γιατί όμως είναι τόσο διαφιλονικούμενες οι νέες παρεμβάσεις;

Όπως εξηγεί η Μαρίγια Κόλακ, πρόεδρος των συνεταιριστικών τραπεζών της Γερμανίας (Volks- Raiffeisenbanken, BVR): «Η ΕΚΤ ασκεί μια εκβιαστική νομισματική πολιτική ενώ θα έπρεπε να επιδεικνύει υπομονή. Η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων και οι νέες αγορές ομολόγων δεν οδηγούν σε εμφανή αναπτυξιακή ώθηση, αλλά αντιθέτως ενισχύουν τις ζημιογόνες παρενέργειες της ακραίας αυτής νομισματικής πολιτικής. Θα ήταν προτιμότερο να παραμείνουν τα επιτόκια αμετάβλητα ώστε οι υφιστάμενες ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης να οδηγήσουν σταδιακά σε τόνωση της οικονομίας. Με την επανέναρξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων η ΕΚΤ κινείται στα όρια του επιτρεπτού. Η οικονομική κατάσταση στην Ευρωζώνη είναι ικανοποιητική και δεν χρειάζονται ούτε αρνητικά επιτόκια ούτε αγορές ομολόγων».

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο επικεφαλής οικονομολόγος του Συνδέσμου Ασφαλιστικών Φορέων GDV, Κλάους Βίνερ: «Με την τελευταία της απόφαση η ΕΚΤ αξιοποιεί εκ νέου εργαλεία τα οποία φτιάχτηκαν για περιόδους κρίσεων. Εντούτοις δεν υπάρχει ούτε οικονομική ούτε πολιτική κρίση. Η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης δεν δικαιολογεί τόσο εκτεταμένα μέτρα».

Πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι πλέον και οι μικροκαταθέτες θα βιώσουν τις συνέπειες της χαλαρής αυτής νομισματικής πολιτικής καθώς οι τράπεζες ενδέχεται να μετακυλίσουν σε αυτούς το κόστος των αρνητικών επιτοκίων. Όπως εκτιμά ο πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου Γερμανικών Τραπεζών Χανς-Βάλτερ Πέτερς, «σε κάθε περίπτωση οι οικονομικές πιέσεις σε βάρος των τραπεζών εντείνονται. Κάθε τράπεζα αποφασίζει μόνη της αν θα μετακυλίσει το κόστος. Αλλά δεν μπορώ να το αποκλείσω».

Η ΕΚΤ έπρεπε να αντιδράσει

Πλήρη κατανόηση για τις τελευταίες αποφάσεις Ντράγκι αντίθετα, δείχνει ο Ζεμπάστιαν Ντούλιεν από το Ινστιτούτο Μακροοικονομίας και Αναπτυξιακών Ερευνών: «Δεδομένης της μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης που παρατηρείται τελευταία, σε συνδυασμό με τα χαμηλότερα του στόχου του 2% επίπεδα πληθωρισμού, η απόφαση της ΕΚΤ είναι δικαιολογημένη και ορθή. Μπορεί η Γερμανία να είναι μόνο ένα μέρος της Ευρωζώνης αλλά η ΕΚΤ δεν μπορεί να αγνοήσει τον αυξημένο κίνδυνο ύφεσης που αυτή αντιμετωπίζει (στο 60% πλέον σύμφωνα με τον δείκτη ΙΜΚ)».

Κατανόηση για την κίνηση Ντράγκι δείχνει και ο πρόεδρος του οικονομικού Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου Κλέμενες Φουστ, εκτιμώντας ωστόσο ότι τα μέτρα δεν θα φέρουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. «Δεδομένου ότι τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων είναι ήδη πολύ χαμηλά, θα πρέπει να αναμένουμε ότι η επίδραση του νέου προγράμματος θα είναι περιορισμένη. […] Με φόντο την επιδείνωση των ρυθμών ανάπτυξης και της μείωσης των επιπέδων του πληθωρισμού η απόφαση της ΕΚΤ είναι αναμφίβολα δικαιολογημένη. Την ίδια ώρα όμως γίνεται σαφές ότι η νομισματική πολιτική φτάνει στα όριά της και ότι χρειάζονται αναπτυξιακά μέτρα από άλλους πολιτικούς τομείς. Απαιτούνται κυρίως πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις καθώς και ένα βελτιστοποιημένο πλαίσιο για ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις».

Γεγονός είναι πάντως ότι σε περίπτωση που δεν αποδώσουν καρπούς τα μέτρα και δεν υπάρξει εμφανής αναστροφή του κλίματος, η διάδοχος του Μάριο Ντράγκι, Κριστίν Λαγκάρντ, δεν θα έχει στη διάθεσή της άλλα σημαντικά περιθώρια παρέμβασης αφού ουσιαστικά ο νυν πρόεδρος έχει εξαντλήσει τα εργαλεία άσκησης νομισματικής πολιτικής.

Όπως σχολιάζει ο Φρίντριχ Χάινεμαν από το κέντρο Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών ZEW: «Για τη νέα πρόεδρο της ΕΚΤ η τελευταία απόφαση είναι μια βαριά παρακαταθήκη. Ουσιαστικά δεν θα διαθέτει άλλα περιθώρια κινήσεων και θα είναι αντιμέτωπη με τις υπερβολικές προσδοκίες που καλλιέργησε η προεδρία Ντράγκι στις αγορές».