Skip to main content

Στο κυνήγι του QE η Ελλάδα

Από την έντυπη έκδοση

Των Θάνου Τσίρου και Μωυσή Λίτση

Με το βλέμμα στραμμένο στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι η κυβέρνηση, προκειμένου να καταφέρει να επωφεληθεί από την αναβίωση της ποσοτικής χαλάρωσης που αποφάσισε χθες η ΕΚΤ. 

Μπορεί η κυβέρνηση να ζήτησε από χθες τη συνδρομή του οίκου Lazard ώστε η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στα ελληνικά ομόλογα να έρθει μέσα στην επόμενη 2ετία, ωστόσο στο οικονομικό επιτελείο όλοι ελπίζουν ότι ο στόχος θα επιτευχθεί νωρίτερα. Η χθεσινή ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την εκ νέου ενεργοποίηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης -και μάλιστα για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί- αναγκάζει το οικονομικό επιτελείο να πατήσει… γκάζι στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, ειδικά αυτών που εκλαμβάνονται από τις αγορές ως απαραίτητες για να προκαλέσουν αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης. 

Ουσιαστικά, ο στόχος είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας να έχει ολοκληρωθεί μέσα στο επόμενο 12μηνο και ιδανικά μέχρι το καλοκαίρι του 2020. 

Η συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων, ανοίγοντας προοπτικές περαιτέρω μείωσης του κόστους δανεισμού της χώρας μέσα από τις επόμενες εκδόσεις ελληνικών ομολόγων. Αυτό θα είναι και το βασικό επιχείρημα της ελληνικής πλευράς στην προσπάθειά της να επιτύχει την άμεση μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων από το σημερινό επίπεδο του 3,5%. Αν ο στόχος επιτευχθεί μέσα στο επόμενο καλοκαίρι, οι διαπραγματεύσεις που θα γίνουν του χρόνου τέτοιο καιρό για την κατάρτιση του προϋπολογισμού του 2021 θα γίνουν υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες για το ελληνικό στρατόπεδο. 

Για να ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα απαιτούνται τρεις αναβαθμίσεις ή για την ακρίβεια η αναβάθμιση κατά τρεις κλίμακες. Η πλήρης άρση των capital controls είναι ένα βήμα που βελτιώνει τη στάση των οίκων απέναντι στην Ελλάδα. Η επικείμενη έγκριση της πρότασης του ΤΧΣ για τα κόκκινα δάνεια θα είναι άλλο ένα, ενώ μεγάλη βαρύτητα θα έχει και η επιτάχυνση του προγράμματος ρύθμισης των κόκκινων στεγαστικών δανείων μέσα από την ηλεκτρονική πλατφόρμα. Στην ίδια κατεύθυνση εκτιμάται ότι θα οδηγήσει η προώθηση των αποκρατικοποιήσεων (χθες ανακοινώθηκε παράταση από το ΤΑΙΠΕΔ για την υποβολή μη δεσμευτικών προτάσεων για το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος»), αλλά και η εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2019 με πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ παρά τα μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης. 
 
Στο -0,5% το καταθετικό
 Με νέο QE και μείωση επιτοκίων ακόμη χαμηλότερα, στο -0,5% από -0,4%, απαντά η ΕΚΤ στις αυξανόμενες ενδείξεις για ταχεία επιδείνωση των προοπτικών της οικονομίας της Ευρωζώνης. 

Ο Μάριο Ντράγκι εγκαταλείπει τη θητεία του με ένα ακόμη πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο θα ανέλθει σε 20 δισ. ευρώ τον μήνα από την 1η Νοεμβρίου, παραπέμποντας σε επ’ αόριστον διάρκειά του.

 Όπως δήλωσε στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, η ποσοτική χαλάρωση θα συνεχιστεί «όσο καιρό χρειαστεί… και θα τερματιστεί λίγο πριν αρχίσουμε να αυξάνουμε τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ». Με δεδομένο ότι οι αγορές δεν αναμένουν τα επιτόκια να αυξηθούν για μια δεκαετία τουλάχιστον, η απόφαση της ΕΚΤ για αγορές ομολόγων δείχνει πως θα κρατήσει χρόνια…

«Έχουμε σχετική δυνατότητα να συνεχίσουμε για αρκετό χρονικό διάστημα με αυτούς τους ρυθμούς χωρίς την ανάγκη να ανοίξουμε τη συζήτηση για τα όρια» επισήμανε ο πρόεδρος της ΕΚΤ.

Το προηγούμενο QE ξεκίνησε με το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2009 και κορυφώθηκε στα τέλη του 2018. Μέσα σε μια δεκαετία η ΕΚΤ δαπάνησε 2,6 τρισ. δολάρια σε αγορές ομολόγων.

Ανησυχία για ύφεση
 Η απόφαση της ΕΚΤ για νέα μείωση των επιτοκίων και έναρξη ενός QE2 επιβεβαιώνει τις ανησυχίες ότι η ευρωπαϊκή οικονομία οδεύει ολοταχώς προς ύφεση. 

Λίγο πριν τις ανακοινώσεις της κεντρικής τράπεζας, η Eurostat ανακοίνωνε ότι η βιομηχανική παραγωγή στην Ευρωζώνη υποχωρούσε για δεύτερο συνεχή μήνα τον Ιούλιο και το γερμανικό ινστιτούτο Ιfo ανακοίνωνε νέα αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεών του για την ανάπτυξη στη Γερμανία.

Η βιομηχανική παραγωγή στην Ευρωζώνη μειώθηκε κατά 0,4% τον Ιούλιο σε σχέση με τον Ιούνιο και κατά 2% σε σχέση με τον ίδιο μήνα πέρυσι.

Το γερμανικό ινστιτούτο Ifo προχώρησε σε αναθεώρηση των προβλέψεων για την ανάπτυξη στη Γερμανία, σε 0,5% φέτος από 0,6%. Ανέφερε επίσης ότι η γερμανική οικονομία πιθανότατα θα συρρικνωθεί κατά 0,1% το τρίτο τρίμηνο, σηματοδοτώντας ύφεση, αφού και το προηγούμενο τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου είχε καταγραφεί ανάλογη αρνητική ανάπτυξη.

Ο ίδιος ο Ντράγκι στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε μετά την απόφαση της ΕΚΤ ανέφερε πως η οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται σε μία περίοδο «παρατεταμένης» οικονομικής εξασθένησης, με τον πληθωρισμό να παραμένει χαμηλός και το ισοζύγιο κινδύνων να γέρνει προς τα κάτω.

«Η πληροφόρηση που έχουμε μετά την τελευταία συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου δείχνει μια πιο παρατεταμένη εξασθένηση στην οικονομία της Ευρωζώνης, την επιμονή σοβαρών κινδύνων επιδείνωσης και εξασθενημένες πληθωριστικές πιέσεις» είπε ο Ντράγκι.

Η ΕΚΤ προβλέπει ανάπτυξη 1,1% από 1,2% το 2019 και 1,2% από 1,4% το 2020. 

Ο πληθωρισμός εκτιμά πως θα κινηθεί στο 1,2% και 1% φέτος και του χρόνου, από 1,3% και 1,4% αντίστοιχα της αρχικής εκτίμησης.   

Αναστάτωση στις αγορές
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ τράνταξε τις αγορές αστραπιαία, οι οποίες κινούνταν αρκετά υποτονικά μέχρι εκείνη την ώρα. Η αγορά που ταρακουνήθηκε ακαριαία ήταν αυτή των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης, με τις αποδόσεις τους να επιδίδονται σε μία συντεταγμένη καθοδική πορεία. Οι ευρωπαϊκοί κρατικοί τίτλοι χρέους άγγιξαν τα πρόσφατα ιστορικά χαμηλά ρεκόρ, σε μία εβδομάδα που οι αποδόσεις τους διόρθωσαν σε όλη τη διάρκειά της. Το 10ετές κρατικό ομόλογο της Ιρλανδίας έκανε βουτιά στα τάρταρα, με την απόδοσή του να καταγράφει πτώση -1,170% διαμορφούμενη εκείνη τη στιγμή στο -0,112%. Η γερμανική 30ετία εισχώρησε πιο βαθιά στο αρνητικό έδαφος μετά την προσωρινή της ανάκαμψη πάνω από το 0 κατά τις 2 προηγούμενες συνεδριάσεις, πέφτοντας στο -0,018%. Τα χρηματιστήρια στην Ευρώπη (ήταν τα μοναδικά εν λειτουργία την ώρα των ανακοινώσεων) αντέδρασαν επίσης άμεσα, χωρίς όμως τους επενδυτές να τους διακρίνει ιδιαίτερος ενθουσιασμός, εφόσον κανένα από τα κυριότερα χρηματιστήρια δεν κατέγραψε κέρδη περισσότερο του 1%. Μεγάλη μεταβολή παρουσίασε και το ευρώ, καθώς αμέσως μετά την ανακοίνωση η ισοτιμία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος έναντι του δολαρίου έπεσε κάτω από το 1,10.

Αυτή που έμεινε ατάραχη ήταν η αγορά των βασικών μετάλλων, διατηρώντας την τάση που επικράτησε σε αυτήν από την αρχή της χθεσινής συνεδρίασης.  

Πιέσεις στη Fed και ερωτήματα
 Η απόφαση της ΕΚΤ αναμένεται να εντείνει τις πιέσεις προς την αμερικανική Fed να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο και να μηδενίσει το κοντέρ των επιτοκίων της, όπως επανειλημμένα έχει ζητήσει ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. Ετοιμοπόλεμος όπως πάντα ο Αμερικανός πρόεδρος έσπευσε μέσω Twitter να τα «ψάλει» για μία ακόμη φορά χθες στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ: «Η Fed κάθεται και κάθεται και κάθεται. Πληρώνονται για να δανείζονται χρήματα, ενώ εμείς πληρώνουμε τόκο!».

Οι επικριτές του Ντράγκι υποστηρίζουν ότι τα μεγάλα προβλήματα της Ευρωζώνης, ο εμπορικός πόλεμος, το Brexit και η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από την ΕΚΤ, εκτιμώντας ότι το νέο QE θα έχει περιορισμένο αντίκτυπο. 

Άλλωστε τα 2,6 τρισ. ευρώ που δαπάνησε στην προηγούμενη φάση η ΕΚΤ και τα ανάλογα ποσά-μαμούθ της Fed και άλλων κεντρικών τραπεζών δεν είχαν θεαματικά αποτελέσματα, ευνοώντας περισσότερο τη δημιουργία νέων χρηματοπιστωτικών φουσκών, παρά μια ανάπτυξη ε’ ωφελεία όλων.

Κάποιοι επισημαίνουν επίσης πως η Ευρωζώνη δεν βρίσκεται σε ύφεση αλλά σε φάση οικονομικής επιβράδυνσης και πως θα ήταν σοφότερο η ΕΚΤ να κρατήσει το «υπερόπλο» του QE για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες νέες συστημικές κρίσεις, όπως αυτή του 2008.

Παράλληλα θεωρούν πως με δεδομένο ότι η ηγεσία της ΕΚΤ αλλάζει και από 1ης Νοεμβρίου αναλαμβάνει η Κριστίν Λαγκάρντ, δεν θα έπρεπε η κεντρική τράπεζα να προχωρήσει σε αποφάσεις που δεσμεύουν τον επόμενο πρόεδρό της. 
Η Λαγκάρντ πάντως δεν φαίνεται να έχει εκφράσει αντιρρήσεις στη δηλωμένη πρόθεση της ΕΚΤ από τον περασμένο Ιούνιο να προχωρήσει σε νέα ποσοτική χαλάρωση.