Skip to main content

Summer School CSR Hellas: Η αειφορία αποδίδει – Ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για υπεύθυνους οργανισμούς

Στη Σοφία Εμμανουήλ
[email protected]

Οι επιχειρηματικοί ηγέτες πρέπει να έχουν άριστη επίγνωση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών ζητημάτων της βιομηχανίας τους και να είναι αρκετά θαρραλέοι ώστε να υιοθετήσουν καινοτόμα και τολμηρά επιχειρηματικά μοντέλα που να αντιμετωπίζουν αυτές τις προκλήσεις, σύμφωνα με τον Δρ Ιωάννη Ιωάννου, Αναπληρωτή Καθηγητή London Business School, που παραχωρεί συνέντευξη στο naftemporiki.gr ενόψει της εισήγησής του στο Θερινό Σχολείο Εταιρικής Υπευθυνότητας και Βιωσιμότητας (sustainabilityschool.eu) που διοργανώνει το CSR Hellas μεταξύ 23 – 28 Σεπτεμβρίου 2019 στην Αθήνα.

EΡ: Πώς αντιλαμβάνεται τη Βιώσιμη Ανάπτυξη ένας επιχειρηματικός ηγέτης σήμερα;

ΑΠ: Για έναν επιχειρηματικό ηγέτη σήμερα, η αειφορία έχει να κάνει με την αποτελεσματική διαχείριση στο triple bottom line (TBL) της εταιρείας, ήτοι το τριπλό αποτέλεσμα στη διαχείριση των οικονομικών επιδόσεών σε συνδυασμό με τις ευρύτερες κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της λειτουργίας της επιχείρησης. Ως εκ τούτου, η κύρια πρόκληση για τα στελέχη είναι η ενσωμάτωση κοινωνικών και περιβαλλοντικών ζητημάτων στον πυρήνα του επιχειρηματικού μοντέλου κατά τρόπο που να εναρμονίζεται με τη δημιουργία χρηματοοικονομικών επιδόσεων.

Για να γίνει αυτό οι επιχειρηματικοί ηγέτες πρέπει να έχουν άριστη επίγνωση και να είναι ενημερωμένοι ουσιωδώς για περιβαλλοντικά και κοινωνικά ζητήματα της βιομηχανίας τους και να είναι αρκετά θαρραλέοι ώστε να υιοθετήσουν καινοτόμα και τολμηρά επιχειρηματικά μοντέλα που τα αντιμετωπίζουν. Με αυτή την έννοια, η βιωσιμότητα σήμερα αναφέρεται στην αειφορία του συνολικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος μιας εταιρείας. Είναι αναπόσπαστο μέρος με αυτό που κάνει μια εταιρεία όσον αφορά τη στρατηγική της, όσον αφορά τις δραστηριότητές της και τη συμπεριφορά της απέναντι σε μετόχους και μη-μετόχους της.

ΕΡ: Αναλύστε μας το μοντέλο διοίκησης όπου ο ηγέτης αντιλαμβάνεται την αγορά ως κοινωνία ανθρώπων με συγκεκριμένες ανάγκες και προβλήματα και όχι αποκλειστικά ως μάζα καταναλωτών. Υπάρχει τελικά μοντέλο διοίκησης, βάσει του οποίου ο επιχειρηματικός ηγέτης συναντά τα προβλήματα του κόσμου και συμβάλλει αποτελεσματικά στη λύση τους;

ΑΠ: Η έρευνά μου αποκάλυψε θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των παραδοσιακών εταιρειών και των εταιρειών που είναι βιώσιμες, δηλαδή εκείνες που κατανοούν βαθιά τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες όλων των ενδιαφερομένων (π.χ. πελατών, εργαζομένων, προμηθευτών) όπως τις προσδοκίες των μετόχων τους. Διαπιστώνεται ότι:

Πρώτον, οι οργανισμοί με υψηλούς δείκτες βιωσιμότητας χαρακτηρίζονται από μια δομή διακυβέρνησης που λαμβάνει ρητά και άμεσα υπόψη τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις της εταιρείας, εκτός από τις οικονομικές επιδόσεις της. Είναι πολύ πιο πιθανό να αναθέσουν την ευθύνη για τη βιωσιμότητα στο διοικητικό συμβούλιο και να συγκροτούν μια ανεξάρτητη επιτροπή για τους σκοπούς της βιωσιμότητας. Είναι επίσης πιο πιθανό να καταστήσουν τις αποδοχές της εκτελεστικής εξουσίας συνάρτηση των μετρήσεων περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εξωτερικής αντίληψης (π.χ. ικανοποίηση πελατών).

Δεύτερον, οι εταιρείες με υψηλούς δείκτες βιωσιμότητας αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στις σχέσεις τους με τα ενδιαφερόμενα μέρη – όπως οι εργαζόμενοι, οι πελάτες και οι ΜΚΟ που εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών – μέσω ενεργών διαδικασιών δέσμευσης. Αυτό ξεκινά με την επίτευξη συμφωνίας με τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας, με τη διαχείριση της ίδιας της διαδικασίας και με την παροχή ανατροφοδότησης προς το διοικητικό συμβούλιο που λαμβάνεται από τα ενδιαφερόμενα μέρη και με την αναφορά των αποτελεσμάτων της διαδικασίας στους ενδιαφερόμενους και το κοινό εν γένει.

Τρίτον, οι εταιρείες με υψηλούς δείκτες βιωσιμότητας είναι πιο πιθανό να μετρήσουν και να δημοσιοποιήσουν τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές μετρήσεις συμπληρωματικά των οικονομικών τους αποτελεσμάτων. Οι εξωτερικές επικοινωνίες τους είναι επίσης πιο μακροπρόθεσμες. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι οργανισμοί υψηλής βιωσιμότητας έχουν περισσότερους μακροπρόθεσμους επενδυτές – επιθυμία κάθε επιχείρησης – από ό, τι οι αντίστοιχοι χαμηλής βιωσιμότητας.

Ως εκ τούτου, σε γενικές γραμμές, οι εταιρείες υψηλής βιωσιμότητας είναι πολύ πιθανότερο να διατηρήσουν μακροπρόθεσμα την κοινωνική άδεια λειτουργίας τους.

ΕΡ: Είναι διατηρήσιμη αυτή η τακτική μακροπρόθεσμα και κατά πόσο οι μέτοχοι μιας εταιρείας είναι διατεθειμένοι να συμβάλλουν;

ΑΠ: Η αειφορία είναι αναμφισβήτητα βασικό συστατικό για τη μακροπρόθεσμη επιτυχία μιας επιχείρησης. Οι συνεργάτες συγγραφείς μου και εγώ καταφέραμε να παράσχουμε αξιόπιστα στοιχεία γι` αυτό σε μια αυστηρών προδιαγραφών και ευρεία εμπειρική μελέτη. Αντιπαραβάλλαμε ένα συγκρίσιμο δείγμα 180 εταιρειών με έδρα τις ΗΠΑ, 90 από τις οποίες χαρακτηρίζουμε ως εταιρείες υψηλής βιωσιμότητας και άλλες 90 ως χαμηλής βιωσιμότητας. Η ταξινόμησή μας βασίστηκε στη θέσπιση πολιτικών για το περιβάλλον, την κοινωνική πολιτική και τη διακυβέρνηση (ESG) τη δεκαετία του 1990 που ενισχύθηκε η κουλτούρα δέσμευσης για βιωσιμότητα. Σε μια περίοδο 18 ετών, οι εταιρείες υψηλής βιωσιμότητας υπεραπέδοσαν σημαντικά αυτών της χαμηλής βιωσιμότητας τόσο από άποψη χρηματιστηριακών όσο και λογιστικών δεδομένων. Η ετήσια μέση απόδοση για το δείγμα υψηλής βιωσιμότητας ήταν 4,8% υψηλότερη από ό,τι για το αντίστοιχο με χαμηλότερη μεταβλητότητα. Οι εταιρείες υψηλής βιωσιμότητας παρουσίασαν επίσης πολύ καλύτερη απόδοση ιδίων κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων. Η έρευνά μας παρέχει πειστικές αποδείξεις ότι η αειφορία αποδίδει. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι θεσμικοί επενδυτές ενσωματώνουν όλο και περισσότερο κριτήρια ESG στις επενδυτικές αποφάσεις τους – πέρα από μια στρατηγική μετριασμού των κινδύνων, η ενσωμάτωση ESG συχνά αποκαλύπτει κερδοφόρες και βιώσιμες ευκαιρίες για ανάπτυξη και ανώτερες αποδόσεις.

ΕΡ: Ποια είναι τα συνήθη προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι επιχειρηματικοί ηγέτες από την ενσωμάτωση αρχών υπεύθυνης συμπεριφοράς και βιωσιμότητας στον επιχειρησιακό σχεδιασμό;

ΑΠ: Η ενσωμάτωση των κοινωνικών και/ή περιβαλλοντικών ζητημάτων στη στρατηγική δημιουργεί δύσκολες αντιπαραθέσεις. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι φθηνότερο να παράγεται ένα “καφέ” προϊόν και είναι πιθανότατα πιο ακριβό να παράγεται ένα “πράσινο” προϊόν (δηλ. ένα προϊόν που πληροί υψηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα). Ωστόσο, εάν υιοθετήσουμε τον ορισμό της αειφορίας σύμφωνα με το Q1, που αφορά τη διαχείριση της τριπλής γραμμής, τότε κανένα από αυτά τα προϊόντα δεν είναι πραγματικά βιώσιμο. Γιατί; Επειδή μακροπρόθεσμα η εταιρεία που παράγει το “καφέ” και φθηνό προϊόν δεν είναι βιώσιμη από περιβαλλοντική άποψη, αλλά και η εταιρεία που παράγει το “πράσινο” προϊόν δεν είναι βιώσιμη από οικονομική άποψη, επειδή μπορεί να μην είναι σε θέση να πουλήσει το προϊόν της στους καταναλωτές υπετιμημένο.

Η κατανόηση και η αντιμετώπιση τέτοιων συμβιβασμών μεταξύ διαφόρων εταιρικών φορέων βρίσκεται στο επίκεντρο της οικοδόμησης μιας βιώσιμης επιχείρησης. Στην πραγματικότητα, οι καλύτερες επιχειρήσεις σήμερα αντιλαμβάνονται τέτοιου είδους συμβιβασμούς ως ευκαιρίες καινοτομίας και ανάπτυξης, ως προβλήματα που χρειάζονται καινοτόμες και μερικές φορές ακόμη και ριζικές λύσεις. Υπό αυτή την έννοια, οι εν λόγω συνδυασμοί μπορούν να πλαισιωθούν και να αναπροσαρμοστούν από τους οραματιστές ηγέτες των επιχειρήσεων ως φιλόδοξοι στόχοι και οργανωτικοί στόχοι, ώστε να εμπνεύσουν και να παρακινήσουν τους εργαζομένους να γίνουν πιο δημιουργικοί, να σκέφτονται έξω από το κουτί και έτσι να καινοτομούν για τη βιωσιμότητα.

ΕΡ: Ποια είναι τα εργαλεία για τον εντοπισμό των σημαντικών θεμάτων στην ανάπτυξη της στρατηγικής βιώσιμης ανάπτυξης και ποια είναι η μεθοδολογία – εάν υπάρχει – για την προσήλωση στους στόχους υπερβαίνοντας δυσκολίες και προκλήσεις;

ΑΠ: Αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα και ένας άλλος τομέας στον οποίο έχω κάνει κάποια έρευνα σχετικά με το πώς οι επιχειρήσεις αποφασίζουν εάν και πώς θα ανταποκριθούν στις περιβαλλοντικές και κοινωνικές πιέσεις και τι θα μπορούσε να εξηγήσει την ποικιλομορφία που παρατηρούμε στις επιχειρήσεις. Το μοντέλο μας παρέχει συγκεκριμένη καθοδήγηση.

Πρώτον, το εκτελεστικό μέλος, πρέπει να αναρωθηθεί: “Το συγκεκριμένο αυτό ζήτημα αφορά την εταιρεία μου, απηχεί τις αξίες και την ταυτότητά της;” Τα στελέχη πρέπει να κατανοήσουν εάν το κεντρικό ζήτημα είναι σχετικό και σημαντικό για την βασική ταυτότητα της επιχείρησης πριν κάνει οτιδήποτε. Ο τρόπος με τον οποίο η ανώτατη εκτελεστική ομάδα αντιλαμβάνεται την ταυτότητα και τις αξίες της εταιρείας είναι κατά κύριο λόγο μια γνωστική διαδικασία.

Δεύτερον, τα στελέχη θα πρέπει να διεξάγουν λεπτομερή ανάλυση κόστους-οφέλους: ποιοι πόροι θα πρέπει να κινητοποιηθούν για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του θέματος, ποιο είναι το κόστος κινητοποίησης (π.χ. απτά και ευκαιριακά έξοδα) και ποια είναι τα οφέλη της επίλυσης του κεντρικού ζητήματος για την εταιρεία.

Τρίτον, τα στελέχη πρέπει να εξετάσουν από κοινού τους δύο αυτούς μηχανισμούς – δηλ. την εξέλιξη και την ανάλυση κόστους-οφέλους για να αποφασίσουν πώς να ανταποκριθούν. Όταν συνδυαστούν αυτοί οι δύο μηχανισμοί, προκύπτουν διάφορες επιλογές, συμπεριλαμβανομένης της στρατηγικής αδράνειας, της ουσιαστικής και συμβολικής συμμόρφωσης, καθώς και της ουσιαστικής και συμβολικής συμμόρφωσης (για πλήρη παρουσίαση του μοντέλου και γραφική αναπαράσταση, βλ. Άρθρο here).

Εν ολίγοις, εστιάζοντας τόσο στην προθυμία όσο και στην ικανότητα των οργανώσεων να ανταποκριθούν στις πιέσεις, οι επιχειρήσεις μπορούν να απαντήσουν: τι είναι σημαντικό και τι είναι δυνατό; Επιπλέον, οι ηγέτες των επιχειρήσεων μπορούν να ανταποκριθούν με “κυριαρχία και νόημα”.

ΕΡ: Ποιος είναι ο ρόλος των υπεύθυνων επενδύσεων και της αειφόρου χρηματοδότησης στην πορεία υλοποίησης της στρατηγικής βιωσιμότητας μίας επιχείρησης και πόσο αναμένετε το θέμα να επηρεάσει ευρύτερα τη βιωσιμότητα και την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης;

ΑΠ: Κατά τη γνώμη μου, το μέλλον της ενσωμάτωσης κριτηρίων ESG στις επενδυτικές αποφάσεις είναι θετικό. Οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές πιέσεις που αντιμετωπίζει ο κόσμος δυστυχώς θα επιδεινωθούν. Ως εκ τούτου, ακόμη και από την άποψη του καθαρού κινδύνου, περιμένω όλο και περισσότεροι επενδυτές να ασχοληθούν σοβαρά με την ενσωμάτωση των ESG. Επιπλέον, δεδομένου του πόσο γρήγορα προέκυψαν τα εθελοντικά πρότυπα υποβολής εκθέσεων ESG καθώς και ο πολλαπλασιασμός των διαμεσολαβητών πληροφόρησης στον χώρο των ESG, αναμένω ότι στο εγγύς μέλλον η υποβολή εκθέσεων ESG θα καταστεί υποχρεωτική και θα θεσπιστούν και θα εφαρμοστούν υποχρεωτικά πρότυπα αναφοράς σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό θα έχει θετικό αντίκτυπο στην ενσωμάτωση των ESG από τις εταιρείες, στην ποιότητα, στην ακρίβεια και στη συγκρισιμότητα των γνωστοποιήσεων των ESG και στην ικανότητα των επενδυτών να ενσωματώνουν αποτελεσματικότερα τα ESG στις επενδυτικές αποφάσεις τους. Στο πλαίσιο αυτό, η επίτευξη των SDGs θα απαιτήσει τολμηρές, ακόμη και ριζικές πολιτικές αποφάσεις και, σε κάποιο επίπεδο, κοινωνικές αποφάσεις όσον αφορά τις προτεραιότητές μας, τις προτιμήσεις μας, τις επιθυμίες μας και την προθυμία μας να επιλύσουμε μερικές από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του κόσμου, όπως η κλιματική έκτακτη ανάγκη και η ανησυχητική απώλεια της διαφορετικότητας, πέρα από τα τεράστια κοινωνικά ζητήματα όπως η ανισότητα των εισοδημάτων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρόοδος προς την κατεύθυνση της επίτευξης των SDGs πραγματοποιείται ήδη, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με το εάν η ταχύτητα και το μέγεθός της είναι επαρκείς για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των πιο κρίσιμων προβλημάτων στον κόσμο. Επιπλέον, η στροφή προς υπεύθυνες επιχειρήσεις είναι ήδη η μητέρα όλων των διαταραχών. Οι εταιρείες που δεν θα ξανασκεφτούν ουσιαστικά τις αξίες, τις πρακτικές τους και τον οργανωτικό σχεδιασμό τους ή κάνουν συντομεύσεις απλώς ανασυσκευάζοντας αυτό που κάνουν, θα ξεθεμελιωθούν από νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες που έχουν συνειδητοποιήσει τα ESG ή από κατεστημένους φορείς που μπορούν να προσαρμοστούν καλύτερα στο νέο τοπίο.

Ο καπιταλισμός έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει σημαντική δύναμη για το καλό. Οι εταιρείες καινοτομούν σε αγαθά και υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ανθρώπων και, με την κρίσιμη συμβολή των κεφαλαιαγορών, μεγεθύνουν κέρδος και αποτελεσματικότητα. Η πρόκληση είναι να συνεργαστούν οι επιχειρήσεις και οι αγορές για να αξιοποιήσουν τις μοναδικές δυνατότητές τους στο σχετικά άγνωστο έδαφος των περιβαλλοντικών και κοινωνικών ζητημάτων και, με τον τρόπο αυτό, να επιτρέψουν στην κοινωνία να αναπτυχθεί με βιώσιμο τρόπο.