Skip to main content

Στη «μέγγενη» τιμών και κόστους οι αμπελουργοί

Από την έντυπη έκδοση

Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]

«Νερωμένη» αναμένεται να είναι η φετινή οινοπαραγωγή, καθώς οι τιμές παραγωγού παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, τη στιγμή που το κόστος παραγωγής αυξάνεται σημαντικά ελέω του «τροπικού» κλίματος που επικράτησε και τη φορολογία που «μεθάει» τα παραστατικά διανομής.

Αρχής γενομένης με τις κλιματολογικές συνθήκες, φέτος σημειώθηκαν ξηρασία και καύσωνες, διαδεχόμενοι από καλοκαιρινές καταιγίδες και χαλαζοπτώσεις σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και σύμφωνα με την Κεντρική Συνεταιριστική Ένωση Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), «ενώ το κλίμα αποτελούσε πάντοτε έναν από τους προσδιοριστικούς παράγοντες του όγκου και της ποιότητας της σταφυλικής παραγωγής, ειδικά φέτος το κόστος των φυτοπροστατευτικών παρεμβάσεων των αμπελουργών θα είναι υψηλό, αφού το «ακατάστατο» κλίμα επέβαλε ραντίσματα που σε πολλές περιπτώσεις ξεπέρασαν και τα δώδεκα, προκειμένου να διασωθεί η παραγωγή, αν και αυτό σε πολλές περιπτώσεις δεν ήταν αρκετό».

Και ενώ η αύξηση του κόστους παραγωγής θα έπρεπε να πιέσει αυξητικά τις τιμές σταφυλιών, η επενέργεια οικονομικής φύσης παραγόντων άσχετων με την αμπελοκαλλιέργεια μπλοκάρει τον μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών, εντείνοντας το παραεμπόριο. Σύμφωνα με την ΚΕΟΣΟΕ, «δεν είναι μόνο πλέον ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο κρασί που έχει οδηγήσει τις “μαύρες” συναλλαγές στο ασύλληπτο ποσοστό του 70%. Σήμερα έρχεται να προστεθεί και η απροθυμία των αγροτών να εκδώσουν τα προβλεπόμενα παραστατικά διακίνησης και εμπορίας, εξαιτίας της υψηλής φορολογικής και ασφαλιστικής επιβάρυνσης. Το γεγονός αυτό θα πλήξει ιδιαίτερα την εισκόμιση της παραγωγής στους συνεταιρισμούς, αφού οι τελευταίοι είναι αδύνατον να αποκρύψουν φορολογητέα ύλη».

Η εικόνα επιβαρύνεται από το γεγονός ότι τα δυο τελευταία χρόνια με την επιβολή του ΕΦΚ στο κρασί, ο κλάδος «εκπαιδεύτηκε» στην άσκηση της παραοικονομίας και η ενδεχόμενη κατάργησή του δεν θα σημάνει αυτόματα την επιστροφή στην προγενέστερη κατάσταση. Επιπλέον και οι πρακτικές του παρελθόντος σχετικά με τα σταφύλια εκτός οινικού τομέα (επιτραπέζια, σταφιδοποιίας) συνεχίζουν να επηρεάζουν αρνητικά το επίπεδο τιμών των οινοσταφύλων, αφού αφενός οι κλιματικές συνθήκες δεν ευνόησαν την εξαγωγική δραστηριότητα και η μόνη διέξοδός τους είναι πάλι ο κλάδος της οινοποιίας, αφετέρου οι τιμές διάθεσης ξεκινούν από τα επίπεδα του 0,13 ευρώ ανά κιλό.

Και ενώ στην παγκόσμια οικονομία και αγορά του κρασιού η μειωμένη προσφορά ανεβάζει τις τιμές, στην Ελλάδα (με εξαίρεση τη Σαντορίνη) οι τιμές πιέζονται προς τα κάτω, πολλές φορές με την επίκληση της ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τους εισαγόμενους οίνους. Όπως επισημαίνει η ΚΕΟΣΟΕ, όμως, όσοι επικαλούνται την ανταγωνιστικότητα (κυρίως ως προς τις τιμές) των εισαγόμενων οίνων ξεχνούν ότι οι σχετικά χαμηλές τιμές των ανταγωνιστριών χωρών (Ιταλία, Ισπανία, Βουλγαρία) είναι και προϊόν οργάνωσης και τεχνοκρατικού προσανατολισμού του αντίστοιχου τομέα στις χώρες αυτές (ιδίως στις δυο πρώτες) και όχι προϊόν παραβίασης κάθε όρου υγιούς ανταγωνισμού.

Σε αυτό το πλαίσιο η Ένωση τονίζει την αναγκαιότητα να πραγματοποιηθούν έλεγχοι κυρίως τώρα, εν μέσω τρύγου, αλλά και μετά την ολοκλήρωσή του και να υπάρξουν παραδειγματικές κυρώσεις. Μάλιστα, σε πρόσφατη συνάντηση με την υφυπουργό Οικονομικών Κ. Παπανάτσιου, η ΚΕΟΣΟΕ, εκτός των άλλων, πρότεινε να θεσμοθετηθεί η διακριτή εμφάνιση και κατηγοριοποίηση των ειδών «Οίνος» και «Αποσταγμάτων αμπελοοινικής προέλευσης» στις αποδείξεις λιανικής πώλησης που εκδίδουν τα σημεία εστίασης. Με την έκδοση των συγκεντρωτικών πωλήσεων και την ξεχωριστή εμφάνιση των δύο ειδών θα μπορεί στο τέλος της ημέρας να υπολογιστεί η πωληθείσα ποσότητά τους. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει στη συνέχεια στη διακρίβωση και συσχέτιση των δηλωμένων ποσοτήτων που αγοράστηκαν από τις επιχειρήσεις εστίασης. Σύμφωνα με την Ένωση, το επιτελείο του υπουργείου Οικονομικών θεώρησε ενδιαφέρουσα την πρόταση, η οποία για να μπορέσει να αξιοποιηθεί εμπεριέχει την προϋπόθεση ότι ο καταναλωτής θα επιμένει στην έκδοση απόδειξης από τα σημεία εστίασης.

Χαμηλή διαθεσιμότητα

Η πιο πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση της ολλανδικής τράπεζας Rabobank υποδεικνύει ότι οι τιμές στην παγκόσμια αγορά κρασιού συνεχίζουν να ενισχύονται, εξαιτίας της χαμηλής παγκόσμιας διαθεσιμότητας, της μεταφοράς όγκων οίνου στο μπουκάλι από το χύμα και των καλών επιδόσεων των γαλλικών οίνων προς εξαγωγή. Τα αποθέματα κρασιού παγκοσμίως παραμένουν ισορροπημένα ή ελαφρώς μειωμένα. Οι τιμές κρασιού χύμα για τις περισσότερες ποικιλίες σταφυλιών γενικά είναι σταθερές ή αυξάνονται. Ο πίνακας της παγκόσμιας αγοράς στην τελευταία τριμηνιαία έκθεση της Rabobank είναι σαφής και θετική για τους φορείς εκμετάλλευσης και συνολικά η παγκόσμια αγορά οίνων λειτουργεί καλά. Στην Ελλάδα, ωστόσο, για τρίτη συνεχή χρονιά η παραγωγή διαφαίνεται ότι θα αγγίξει το χαμηλό όριο των 2.500.000 HL. Η χαμηλή αυτή διαθεσιμότητα, όπως υποστηρίζουν οι εκπρόσωποι του κλάδου, «δεν φαίνεται να υπακούει στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης στη χώρα μας, ώστε να αυξηθούν οι τιμές στον παραγωγό».