της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
Αρνητική για την επένδυση των 7 δισ. ευρώ στο Ελληνικό είναι η γνωμάτευση της περιφέρειας Αττικής, έπειτα από εισήγηση της πλειοψηφίας με επικεφαλής τη Ρένα Δούρου, τη στιγμή που η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα έχει «τρέξει» για να προωθήσει την όλη διαδικασία για την υλοποίηση της ανάπτυξης στο πρώην αεροδρόμιο.
Στην εισήγηση που συνέταξε ο αντιπεριφερειάρχης Αττικής για το Περιβάλλον Νάσος Αναγνωστόπουλος απαριθμούνται έξι λόγοι για τους οποίους η πλειοψηφία στην περιφέρεια Αττικής συνεχίζει να διάκειται αρνητικά στο έργο του Ελληνικού, ενώ καταλήγει ως εξής: «Θεωρούμε πως το κατατεθειμένο Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης Ελληνικού δεν οδηγεί την υπόθεση του Ελληνικού από πεδίο σύγκρουσης, σε παράγοντα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, για τον λόγο αυτό εισηγούμαστε την απόρριψη της ΣΜΠΕ (Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων) του κατατεθειμένου Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ) του «Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά».
Έπειτα από τη συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου, το απόγευμα της Πέμπτης, ο πρώην περιφερειάρχης Αττικής Γιάννης Σγουρός επιτέθηκε για άλλη μια φορά στην Ρένα Δούρου λέγοντας ότι είναι «εκτεθειμένη πολλαπλά, τόσο ηθικά, όσο και πολιτικά» γιατί «με τις πράξεις και τις παραλείψεις της απεμπόλησε ακόμη και το ελάχιστο δικαίωμα της περιφέρειας Αττικής να διατυπώσει τη γνώμη της για την αξιοποίηση του Ελληνικού».
Σύμφωνα με τον πρώην περιφερειάρχη, η Ρένα Δούρου «αν και προεκλογικά είχε πρωτοστατήσει σε συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες κατά της αξιοποίησης του χώρου χρησιμοποιώντας βαρύτατες εκφράσεις αφού έκανε λόγο για “οικονομικό σκάνδαλο”, “περιβαλλοντικό έγκλημα”, “πολεοδομικό τερατούργημα” έφερε τη ΣΜΠΕ για συζήτηση στο Περιφερειακό Συμβούλιο, αφού παρήλθε η προθεσμία για διαβούλευση και ενώ ήδη το σχέδιο του Προεδρικού Διατάγματος βρίσκεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας για έγκριση. Η ΣΜΠΕ είχε σταλεί στην Περιφέρεια Αττικής στις 20/7/2017 και έπρεπε να διατυπώσει τη γνώμη της εντός 35 ημερών, πράγμα που δεν έπραξε αφού έκτοτε παρήλθαν πάνω από έξι μήνες».
Ο κ. Σγουρός υποστηρίζει μάλιστα ότι η κ. Δούρου «εισηγήθηκε αρνητικά για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις επί της ΣΜΠΕ, ενώ γνωρίζει ότι η γνώμη της πλέον δεν έχει καμία απολύτως ισχύ, ούτε και βαρύτητα».
Ειδικότερα, η πλειοψηφία στην περιφέρεια σημειώνει στην εισήγησή της ότι «μετά την διαπραγμάτευση της λεόντειας σύμβασης του 2014, επετεύχθη το 2016 η αύξηση των χώρων πρασίνου με την αντίστοιχη μείωση εκτάσεων πολεοδομικής ανάπτυξης, ο καθορισμός όρων προστασίας των χώρων αρχαιολογικού και πολιτιστικού χαρακτήρα και για πρώτη φορά δημοσιοποίηση των στοιχείων που αφορούν στα δεδομένα της παρέμβασης στη περιοχή».
Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με την κ. Δούρου, παρά τις όποιες βελτιώσεις οι τελικές προβλέψεις:
Α) Εξακολουθούν να προβλέπουν πολύ υψηλή δόμηση παρά την μείωση κατά 25% που προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις.
Β) Εξακολουθούν να καταλήγουν στη δημιουργία μιας νέας πόλης που δεν προκύπτει από καμία πολεοδομική ανάγκη, καθώς η Αττική διαθέτει πλεόνασμα κατοικιών, εμπορικών και επαγγελματικών χώρων.
Γ) Εξακολουθούν να αποκόπτουν σε σημαντικό βαθμό και σε κρίσιμα τμήματα τους πολίτες του Λεκανοπεδίου από τη θάλασσα, παρά τις όποιες βελτιωμένες προβλέψεις ως προς αυτό. Σε κάθε περίπτωση είναι κρίσιμο να παραμείνει η δίοδος του Πάρκου προς το παράκτιο μέτωπο ανοιχτή. Σε διαφορετική περίπτωση η όλη περιοχή μετατρέπεται σε κλειστή πόλη για τους πολίτες της Αττικής.
Δ) Θα προκαλέσουν σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις στις τοπικές αγορές και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις των γύρω Δήμων.
Ε) Εξακολουθούν να αναιρούν το συγκριτικό πλεονέκτημα της ακτογραμμής της Αττικής που είναι η έλλειψη πολύ μεγάλων και ψηλών κτηρίων καθώς και η άμεση οπτική επαφή με την θάλασσα. Η δυνατότητα «αφομοίωσης» κτηρίων με ύψος έως 200 μέτρα από την παράκτια ζώνη είναι από εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη.
ΣΤ) Εξακολουθούν να μην περιέχουν λύσεις σε κρίσιμα ζητήματα για την τοπική αυτοδιοίκηση, τις τοπικές κοινωνίες και τους κατοίκους του Λεκανοπεδίου π.χ. διαχείριση απορριμμάτων, ενώ παραμένει ως εκκρεμότητα το θέμα της έκτασης 42 στρεμμάτων ( ΚΤΕΟ Ελληνικού) ιδιοκτησίας της Περιφέρειας Αττικής».