Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Με στόχο να ενισχύσουν τη ρευστότητά τους, να μειώσουν την εξάρτηση από τον ELA και να δώσουν θετικό μήνυμα στους επενδυτές, οι τράπεζες επιστρέφουν στις αγορές. Μετά την επιτυχή έξοδο του Δημοσίου, οι τράπεζες προετοιμάζονται για ομολογιακές εκδόσεις που μπορούν να φθάσουν συνολικά το 1,5 δισ. με 2 δισ. ευρώ έως το τέλος του έτους. Η Εθνική Τράπεζα εξετάζει την έκδοση καλυμμένων ομολογιών (covered bonds) ως πρώτο βήμα για την επαναπρόσβαση στις αγορές εντός του τέταρτου τριμήνου του 2017 και σε ακριβή χρόνο που εξαρτάται από τις συνθήκες της αγοράς, δήλωσε αρμόδιο στέλεχος της τράπεζας στο Bloomberg.
Την έκδοση ομολογιών εξετάζουν η Eurobank και η Τράπεζα Πειραιώς, έχοντας ανοικτή γραμμή με επενδυτές, ενώ η Alpha Bank έχει λάβει έγκριση για την έκδοση ομολογιακού δανείου μετατρέψιμο σε μετοχές, ποσού ως 500 εκατ. ευρώ, με διάθεση διά ιδιωτικής τοποθέτησης. Η επάνοδος σε κανονική πρόσβαση στις αγορές και μέσω αυτής ο περιορισμός της εξάρτησης από τον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας είναι το ζητούμενο για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο. Η Εθνική, σύμφωνα με τη Moody’s, θα είναι πιθανόν η πρώτη τράπεζα που θα μηδενίσει τη ρευστότητα από τον ΕLA.
To μήνυμα της επιστροφής στις αγορές θα είναι δυνατό χαρτί για τον κλάδο, που είχε και το 2014 ακολουθήσει το ελληνικό Δημόσιο, αντλώντας τότε 1,5 δισ. ευρώ με επιτόκια καλύτερα από εκείνα του Δημοσίου. Οι εκδόσεις αυτές ήταν οι πρώτες μετά το 2009 και μετά τη διακοπή ξανά, τώρα προετοιμάζουν επάνοδο.
Το βήμα της εξόδου στις αγορές -ήδη δραστηριοποιούνται στη διατραπεζική- συνδέεται με το γενικότερο κλίμα, τόσο κυρίως στο εγχώριο μακροοικονομικό περιβάλλον όσο και σε διεθνές επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζουν τραπεζίτες, το κρίσιμο είναι να είναι διατηρήσιμη η βελτίωση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία με επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων.
Το πλαφόν της έκτακτης ενίσχυσης ρευστότητας μέσω του μηχανισμού ELA προς τις εγχώριες τράπεζες διαμορφώνεται σήμερα στα 38,9 δισ. ευρώ και ακολουθεί μια σταθερά πτωτική πορεία. Σταθερή είναι η εικόνα των καταθέσεων, ενώ έχουν αυξηθεί οι συναλλαγές στη διατραπεζική αγορά.
Σε έκδοση τίτλων που θα χρησιμεύσουν παράλληλα για ενίσχυση της ρευστότητας θα οδηγήσει τις τράπεζες και ο νέος εποπτικός κανόνας MREL, δηλαδή η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirement of Own Funds and Eligible Liabilities). Αν και το τελικό χρονοδιάγραμμα εφαρμογής δεν είναι ακόμη ορισμένο, στην ουσία υποχρεώνει τις τράπεζες να έχουν διαρθρωμένο το παθητικό με διάφορα στοιχεία, όχι μόνο καταθέσεις και core κεφάλαια, αλλά θα πρέπει να εκδώσουν και μια σειρά άλλων πιστωτικών τίτλων ώστε να υπάρχει διαφοροποίηση των στοιχείων παθητικού, με σκοπό την προστασία των καταθετών.
Εκδόσεις όπως μετατρέψιμου σε μετοχές ομολογιακού δανείου δίνουν πρόσθετα κεφαλαιακά «μαξιλάρια», ενίσχυση της ρευστότητας και ευχέρεια προσαρμογής στο νέο εποπτικό πλαίσιο, σε μια περίοδο που δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την αποκατάσταση της πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Έκθεση της BofA/ML
Aπομόχλευση και περαιτέρω συρρίκνωση προβλέπει για τις ελληνικές τράπεζες η Bank of America Merrill Lynch και σε έκθεση με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αγάπη μου… συρρίκνωσα τις τράπεζες», δίνει σύσταση underperform και στις τέσσερις.
Συγκρίνοντας τους κύκλους ανάκαμψης των τραπεζών σε Ισπανία και Ιρλανδία, οι αναλυτές καταλήγουν ότι και στην Ελλάδα οι τράπεζες καθώς θα ανακάμπτουν θα πρέπει να συρρικνωθούν: θα προχωρήσουν σε απομόχλευση, με μικρότερα χαρτοφυλάκια δανείων, μειωμένη κερδοφορία και λογιστική αξία.
Σύμφωνα με την BofA, η τρίτη αξιολόγηση αποτελεί τον επόμενο καταλύτη για τις ελληνικές τράπεζες, ενώ εκτιμά ότι το τελευταίο ράλι είναι βιώσιμο, καθώς αναμένει ότι λόγω αξιολόγησης θα προκαλέσει εκ νέου μεταβλητότητα.
Όπως σημειώνει, η έμφαση στην Ευρώπη είναι η μείωση κινδύνου (de-risk) και μάλιστα γρήγορα, ωστόσο οι ελληνικές τράπεζες έχουν ακόμη χρόνο, καθώς έχουν συμφωνήσει σε μείωση των προβληματικών δανείων μέχρι το 2019, αλλά στη συνέχεια θα υπάρξει περισσότερη πίεση για μείωση κινδύνου προς τον μέσο όρο της Ευρώπης.