Skip to main content

Γιατί η Ελλάδα πάσχει στις μεταρρυθμίσεις

Η έλλειψη πολιτικής βούλησης και η αντίσταση συντεχνιών «ή και της κοινωνίας εν γένει», μαζί με τη διοικητική ανεπάρκεια της δηµόσιας διοίκησης, αναδεικνύονται μέσα από μελέτη του Παρατηρητηρίου για την Κρίση – ΕΛΙΑΜΕΠ ως τα κύρια αίτια της προβληματικής υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα.

Στον αντίποδα, σύμφωνα με τους εκπονητές της έκθεσης – Δημήτρης Κάτσικας (συντονιστής), Μαριάνθη Αναστασάτου, Ελισάβετ Νίτση, Αθανάσιος Πετραλιάς, Κυριάκος Φιλίνης – στην υλοποίηση των µεταρρυθµίσεων συνέβαλαν κυρίως η πίεση από τους θεσµούς, καθώς και η συνειδητοποίηση τόσο σε πολιτικό όσο και σε υπηρεσιακό επίπεδο ότι οι µεταρρυθµίσεις ήταν αναγκαίες και εφικτές.

Η μελέτη με τίτλο «Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης», η οποία έχει ως περίοδο αναφοράς την 5ετία 2010-14, επικεντρώνεται σε επί μέρους τομείς διαρθρωτικών αλλαγών και καταλήγει σε τρία βασικά συμπεράσματα.

  • Η μεταρρύθμιση του ενιαίου μισθολογίου στο δημόσιο βελτίωσε μεν κάποιες από τις δοµικές παραµέτρους του συστήµατος αµοιβών, αυξάνοντας την επίδραση της εργασιακής εµπειρίας και του επιπέδου εκπαίδευσης. Ωστόσο, ενώ το σύστηµα αµοιβών εξορθολογίζεται µέσω της κατάργησης των δεκάδων επιδοµάτων, η προβλεπόµενη εναρµόνιση των µισθών δεν επιτυγχάνεται, αφού η προσωπική διαφορά δεν εξαλείφθηκε όπως αρχικά είχε σχεδιαστεί. Ήταν µια µεταρρύθµιση που πραγµατοποιήθηκε µε µεγάλη καθυστέρηση, δεδοµένης της χρονίζουσας ανάγκης. Η µη δηµιουργία ενός συστήµατος αξιολόγησης οδήγησε στην αδυναµία πλήρους εφαρµογής της µεταρρύθµισης, ενώ -έξι χρόνια µετά- δεν έχει ακόµη ολοκληρωθεί ένα σύστηµα αξιολόγησης.
  • Η μεταρρύθμιση στις αγορές προϊόντων είχε θετική επίδραση βραχυχρόνια στις λιανικές πωλήσεις, πρωτίστως µέσω του µηχανισµού των τιµών και των επιδράσεων στην απασχόληση. Ωστόσο, η αρνητική επίδραση της δηµοσιονοµικής προσαρµογής, η οποία εφαρµόστηκε παράλληλα, και του οικονοµικού κύκλου γενικότερα, λειτούργησε αντισταθµιστικά στο όποιο όφελος των µεταρρυθµίσεων. Οι τιµές, αν και επηρεάστηκαν θετικά από τις µεταρρυθµίσεις (µειώθηκαν), φάνηκε να επηρεάζονται σε µεγαλύτερο βαθµό και πιο άµεσα χρονικά από την έµµεση φορολογία (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι κατανάλωσης). Η απασχόληση και οι τιµές φάνηκαν επίσης να επηρεάζονται σηµαντικά και άµεσα από τις συνθήκες ρευστότητας. Σε κάθε περίπτωση, οι µεταρρυθµίσεις θα έπρεπε να είχαν πραγµατοποιηθεί πιο αποφασιστικά και σε χρόνο προγενέστερο της εφαρµογής των µέτρων εσωτερικής υποτίµησης.
  • Η μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας, όπως φάνηκε από την οικονοµετρική ανάλυση που διενεργήθηκε, έδειξε ότι τα αποτελέσµατα των µεταρρυθµίσεων ήταν µάλλον θετικά όσoν αφορά τα πεδία της νοµοθεσίας προστασίας της απασχόλησης και της φορολογίας της εργασίας (φορολογική σφήνα), που είχαν ως αποτέλεσµα τη µείωση του κόστους εργασίας. Ειδικότερα, οι επιπτώσεις της µείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας θα ήταν ισχυρότερη αν δεν υφίστατο αµφιταλάντευση µεταξύ της µείωσης (προκειµένου να µειωθεί το κόστος εργασίας) και της αύξησής της (για δηµοσιονοµικούς λόγους). Στο μεταξύ, δεν ήταν δυνατό να βρεθεί κάποια στατιστικά σηµαντική σχέση µεταξύ του ποσοστού αναπλήρωσης του επιδόµατος ανεργίας και του ποσοστού ανεργίας. Αυτό µπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι το σύστηµα χορήγησης επιδοµάτων ανεργίας είναι εξαιρετικά φειδωλό και δεν επηρεάζει ουσιαστικά τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Το εύρηµα αυτό συνάδει και µε την άποψη των στελεχών της δηµόσιας διοίκησης και των κοινωνικών φορέων που ερωτήθηκαν για τις µεταρρυθµίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίοι αναγνώρισαν την αποτυχία της πολιτείας να προστατεύσει ειδικές ευάλωτες οµάδες του εργατικού δυναµικού, ενώ διαπιστώθηκε και αποτυχία καταπολέµησης της αδήλωτης εργασίας.

Το Παρατηρητήριο για την Κρίση, επικαλούμενο τα στοιχεία της βάσης δεδοµένων ΜΟΝΑ του ΔΝΤ, υπογραμμίζει ότι τα δύο πρώτα προγράµµατα προσαρµογής περιλάµβαναν στο σύνολό τους 128 µεταρρυθµίσεις, µε το δεύτερο πρόγραµµα να περιλαµβάνει διπλάσιες µεταρρυθµίσεις σε σχέση µε το πρώτο. Πέρα από την αύξηση του αριθµού των διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων, υπήρξε και αλλαγή στη δοµή τους: αρχικά δόθηκε µεγαλύτερη έµφαση στη δηµοσιονοµική µεταρρύθµιση και στη συνέχεια στη µεταρρύθµιση του φορολογικού και του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος.

Σχετικά µε την υλοποίηση των δύο προγραµµάτων συνολικά, το 1ο πρόγραµµα εφαρµόστηκε σε ποσοστό 80%, το 2ο πρόγραµµα εφαρµόστηκε σε χαµηλότερο ποσοστό, 67%, ενώ και τα δύο προγράµµατα δεν ολοκληρώθηκαν λόγω των επικρατουσών πολιτικών και οικονοµικών εξελίξεων. Παρότι το ποσοστό υλοποίησης για το 2ο πρόγραµµα είναι µειωµένο, ο αριθµός δράσεων που υλοποιήθηκαν είναι πολύ µεγαλύτερος από ό,τι στο πρώτο. Η υλοποίηση των µεταρρυθµίσεων γίνονταν µε αυξανόµενη στο χρόνο δυσκολία.

«Ενδεικτική της δυσχέρειας υιοθέτησης των µεταρρυθµίσεων από τις ελληνικές κυβερνήσεις ήταν η προοδευτική αύξηση τόσο του ποσοστού των µεταρρυθµίσεων που δεν υλοποιήθηκαν όσο και του ρυθµού µετατροπής των διαρθρωτικών οροσήµων σε προαπαιτούµενα για την εκταµίευση µιας δόσης», υπογραμμίζει η έκθεση, από την οποία καθίσταται σαφές ότι οι διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις δεν έγιναν πάντοτε εγκαίρως (έµφαση στις διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις δόθηκε περισσότερο στο δεύτερο πρόγραµµα προσαρµογής σε σχέση µε το πρώτο), αλλά και ούτε είχαν µια ολιστική προσέγγιση αντιµετώπισης των προβληµάτων στα οποία προσπαθούσαν να δώσουν λύσεις.

Αυτό είναι κάτι που επισηµαίνεται και από τους περισσότερους συµµετέχοντες στις συνεντεύξεις που πραγµατοποιήθηκαν στο πλαίσιο της µελέτης. Οι ερωτώµενοι φαίνεται να συµφωνούν ότι η κρίση ήταν σε µεγάλο βαθµό αποτέλεσµα δοµικών αδυναµιών της χώρας, εντοπίζοντας ως σηµαντικότερη κατηγορία προβληµάτων, µε αρκετή διαφορά από τις υπόλοιπες, τη λειτουργία του κράτους.

naftemporiki.gr