Skip to main content

TτΕ: Γιατί χαμηλότερα πλεονάσματα δεν σημαίνουν υψηλότερο χρέος

Το αίτημα για χαλάρωση των στόχων που αφορούν το πρωτογενές πλεόνασμα στηρίζει η Τράπεζα της Ελλάδας, αφού θεωρεί ότι το συμφωνηθέν 3,5% εξελίσσεται σε μεγάλο βαρίδι για την ελληνική οικονομία, Εξηγεί μάλιστα ότι ένα χαμηλότερο πλεόνασμα δεν σημαίνει απαραίτητα αύξηση του χρέους. Αυτό υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι το μίγμα πολιτικής θα περιλαμβάνει περισσότερες μεταρρυθμίσεις, επενδύσεις και ιδιωτικοποιήσεις.  

«Σε συνεννόηση και συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, θα πρέπει να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 και να υιοθετηθεί ένα μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και χαμηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να είναι φιλικότερο προς τις επενδύσεις, την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη» αναφέρει χαρακτηριστικά η κεντρική τράπεζα στην ετήσια έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική. 

Η ΤτΕ δεν προσδιορίζει το ύψος στο οποίο θα πρέπει να κινηθούν τα επόμενα χρόνια τα πρωτογενές πλεονάσματα, αφού είναι σαφές ότι αυτό θα αποτελέσει αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης. Ωστόσο ζητεί ένα «πιο ρεαλιστικό επίπεδο» σε σχέση με το ισχύον 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, το οποίο όπως τονίζει εφόσον συνδυαστεί με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, δεν συνεπάγεται υψηλότερο δημόσιο χρέος, αλλά πιθανότατα χαμηλότερο. 

 Όπως εξηγούν οι αναλυτές της κεντρικής τράπεζας όταν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 180%, τότε 1% υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης (ο οποίος μπορεί να προκύψει εάν η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα επιτευχθεί με μείωση φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σε συνδυασμό με περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις) ή/και 100 μονάδες βάσης χαμηλότερο κόστος δανεισμού (που έχει ήδη προκύψει σε σχέση με το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματικά για τη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ από ό,τι μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και τα έσοδα από τις περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, υπογραμμίζει. 

Αξίζει να θυμίσουμε ότι σε πρόσφατη μελέτη της η Citi εκτιμούσε πως μία πιθανή κυβέρνηση Ν.Δ., εάν έκανε πράξη τη δέσμευση για πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις πολιτική και προσέλκυση επενδύσεων, θα μπορούσε να αποσπάσει από τους Ευρωπαίους το «ναι» στην χαλάρωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα. 

Στην έκθεσή της η κεντρική τράπεζα δεν παραλείπει να επικρίνει  και την πολιτική των υπερπλεονασμάτων, δηλαδή της διαρκούς υπέρβασης των στόχων, που υιοθετήθηκε τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Αν και αναγνωρίζει ότι αυτή συγκράτησε το χρέος και συνέβαλε στο να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών ως προς την πρόθεση της Αθήνας να τηρήσει τα συμφωνηθέντα, υπογραμμίζει ότι λειτούργησε ως ανάχωμα στην ανάπτυξη. Και τούτο γιατί τα υψηλά πλεονάσματα ήρθαν μέσω υπερφορολόγησης και υποέκτελσης των δημοσίων επενδύσεων. Πρόκειται για ένα στοιχείο το οποίο έχουν επανειλημμένα επισημάνει στις εκθέσεις τους τόσο η Κομισιόν και ο ESM όσο και το ΔΝΤ.

naftemporiki.gr