Skip to main content

Έτοιμη η ΕΚΤ να σπάσει το ταμπού του πληθωρισμού;

της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]

Πρώτη συνεδρίαση του έτους και δεύτερη με την Κριστίν Λαγκάρντ στον προεδρικό «θώκο» της  Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και η προσοχή στρέφεται όχι τόσο στις αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής –όπου έχει σχεδόν προεξοφληθεί ότι η ΕΚΤ θα τηρήσει στάση αναμονής- όσο στα επόμενα βήματα. Η Κριστίν Λαγκάρντ αναμένεται να παρουσιάσει κάποιες λεπτομέρειες –αν και προκαταρκτικές- για την αναθεώρηση της στρατηγικής της ΕΚΤ, την πρώτη από το 2003. Η διαδικασία αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί έως τα τέλη του έτους και η ίδια η Λαγκάρντ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι είναι ανοικτή ακόμη και σε ρηξικέλευθες προτάσεις. Η ΕΚΤ καλείται να χαράξει μια στρατηγική που να ανταποκρίνεται στις νέες προκλήσεις, θέτοντας ρεαλιστικούς στόχους. Κάποιοι τολμούν να θέσουν στο τραπέζι προτάσεις που θεωρούνται ταμπού, όπως η αλλαγή του στόχου για τον πληθωρισμό. Εξάλλου, η ΕΚΤ, παρά τις ενέσεις ρευστότητας και τη μείωση των επιτοκίων ακόμη σε κάτω από το μηδέν, δεν έχει καταφέρει να επαναφέρει τον πληθωρισμό κοντά στο στόχο 2%.

Το σίγουρο είναι ότι η αναθεώρηση στρατηγικής έρχεται σε μια εποχή όπου τόσο τα «γεράκια» όσο και τα «περιστέρια» στους κόλπους της ΕΚΤ παραδέχονται ότι η υφιστάμενη στρατηγική είναι λιγότερο αποτελεσματική και σίγουρα αντιπαραγωγική.

Η βασική εντολή της ΕΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και πληθωρισμός κάτω αλλά κοντά στο 2%. Οι τιμές καταναλωτή στην Ευρωζώνη ενισχύθηκαν τον Δεκέμβριο σε υψηλά εξαμήνου, στο 1,3% από 1% του Νοεμβρίου, απέχουν όμως παρασάγγας από το στόχο 2%, ενισχύοντας τα επιχειρήματα υπέρ των αλλαγών. Μια από τις προτάσεις είναι η διεύρυνση του στόχου, ώστε να περιλαμβάνει περισσότερες παραμέτρους της πραγματικής οικονομίας.

Η «πρώτη κυρία» της ΕΚΤ θα πρέπει να πείσει τα «γεράκια» -και κυρίως τη γερμανική πτέρυγα- στους κόλπους της κεντρικής τράπεζας ότι έχει έλθει ο καιρός να αναθεωρηθεί και συμπληρωθεί η βασική εντολή περί πληθωρισμού. Θα πρέπει όμως ταυτόχρονα να τηρήσει λεπτές ισορροπίες μεταξύ του πραγματικού ρόλου των κεντρικών τραπεζών –που είναι η διαφύλαξη τόσο της σταθερότητας των τιμών όσο και της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος- και των ορίων των δυνατοτήτων τους. Στη διάρκεια της πιστωτικής κρίσης, οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο  τόλμησαν να λάβουν μη-συμβατικά μέτρα νομισματικής χαλάρωσης, μειώνοντας το κόστος δανεισμού σε αρνητικά επίπεδα και εγκαινιάζοντας προγράμματα αγοράς ομολόγων.

Πριν από μία πενταετία, τον Ιανουάριο του 2015, ο προκάτοχος της Λαγκάρντ, Μάριο Ντράγκι, είχε προαναγγείλει την έναρξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης των 1,1 τρισ. ευρώ. Το πρόγραμμα άρχισε με μηνιαίες αγορές ύψους 60 δισ. ευρώ για να αυξηθούν στη συνέχεια στα 80 δισ. ευρώ., προτού περιορισθούν σταδιακά μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Δεκέμβριο του 2018. Στη διάρκεια του προγράμματος, η ΕΚΤ διοχέτευσε συνολική ρευστότητα 2,6 τρισ. ευρώ. Με την οικονομία σε τέλμα, η ΕΚΤ αποφάσισε την επανέναρξη του QE τον Νοέμβριο του 2019 με μηνιαίες αγορές 20 δισ. ευρώ.

Εν αντιθέσει με το προηγούμενο, αυτό το πρόγραμμα είναι ανοικτό(open-ended), επιτρέποντας στην ΕΚΤ είτε τον τερματισμό του είτε την παράτασή του, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν.

Η αναθεώρηση της στρατηγικής, όπως και οι επιδόσεις της οικονομίας, θα είναι καθοριστικές για το μέλλον του προγράμματος. Το ΔΝΤ υποβάθμισε τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης, αναμένοντας αναιμικούς ρυθμούς 1,3% το 2020 από 1,2% του 2019 και 1,4% το 2021.

Οι επιδόσεις της οικονομίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο στόχος 2% για τον πληθωρισμό παραμένει άπιαστο όνειρο, υπενθυμίζουν για μία ακόμη φορά στις αγορές και, το κυριότερο, στους πολιτικούς, τα όρια της νομισματικής πολιτικής και τα ήδη στενά περιθώρια ελιγμών για τις κεντρικές τράπεζες. Μπορεί η ΕΚΤ να έβγαλε την Ευρωζώνη από την κρίση χρέους, αυτή τη φορά όμως η μπάλα είναι στο γήπεδο των κυβερνήσεων.