Κλείνει το χάσμα επιδόσεων ανάμεσα στις μεσαίες και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις και ανακάμπτει συνολικά η αγορά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, που δείχνει ότι κάτω από 10% αντιμετωπίζει πλέον σημαντικά προβλήματα ρευστότητας, πάνω από 7 με 8 στις 10 είναι κερδοφόρες και δηλώνουν βελτίωση αναπτυξιακών στόχων, ενώ το 30% προβλέπει και αύξηση της απασχόλησης.
Τα παραπάνω οδηγούν σε βελτίωση – με επιταχυνόμενο ρυθμό – του οικονομικού κλίματος για τις ΜμΕ, δηλαδή τις επιχειρήσεις με πωλήσεις μέχρι 10 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τη νέα έκδοση της Έρευνας Συγκυρίας που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας. Η έρευνα, που έρχεται σε συνέχεια μελέτης για την καινοτομία των βιομηχανικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Δείκτης Εμπιστοσύνης επιτυγχάνει νέο υψηλό 10ετίας στο β’ εξάμηνο του 2019, στις 26 μονάδες σημειώνοντας άνοδο 8 μονάδων (έναντι ανόδου 5 μονάδων το προηγούμενο εξάμηνο).
Κλείνει η ψαλίδα μεταξύ μεγάλων και μικρών
Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι η τάση ανάκαμψης έχει αποκτήσει ευρύτερη βάση στηριζόμενη πλέον όχι μόνο στις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις (με πωλήσεις 10 έως 2,5 εκατ. ευρώ και 2,5 έως 0,5 εκατ. ευρώ ευρώ αντίστοιχα, για τις οποίες ο Δείκτης κινείται σε θετικό έδαφος από το 2017) αλλά και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (με πωλήσεις κάτω των 0,5 εκατ. ευρώ). Ειδικότερα, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, μετά από μια μακρά περίοδο αρνητικών επιδόσεων, έχουν καταφέρει τους τελευταίους 12 μήνες όχι μόνο να επανακάμψουν σε θετικό έδαφος αλλά και να προσεγγίσουν σε επίδοση τις μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις καλύπτοντας το κενό που είχε δημιουργηθεί. Δεδομένου μάλιστα ότι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην εγχώρια αγορά, οι βελτιωμένες προσδοκίες τους συμβαδίζουν με την αναμενομένη ανάκαμψη στην ιδιωτική κατανάλωση.
Εξίσου θετική είναι η βελτίωση των αναπτυξιακών στόχων των ΜμΕ, με το ποσοστό που δηλώνει στόχο ανάπτυξης να ανέρχεται πλέον στο 71% από μόλις 55% στις αρχές του 2019. Ειδικά στις πολύ μικρές επιχειρήσεις το ποσοστό ανέρχεται σε 65% από 44% αντίστοιχα – επιβεβαιώνοντας την τάση σύγκλισης με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Οδηγός της βελτίωσης
Η σημαντική βελτίωση κατά την τελευταία διετία των συνθηκών ζήτησης (τρέχουσας και μελλοντικής), η οποία ανέρχεται αθροιστικά στις 20 μονάδες, αποτελεί οδηγό της βελτίωσης του οικονομικού κλίματος για τις ΜμΕ, επηρεάζοντας θετικά τις προοπτικές απασχόλησης, την κερδοφορία και την ρευστότητα των επιχειρήσεων.
Απασχόληση: Στον τομέα της απασχόλησης κατά το β’ εξάμηνο του 2019 οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων ήταν οι θετικότερες της τελευταίας δεκαετίας, με το ποσοστό των ΜμΕ που εκτιμούν αύξηση απασχόλησης να ανέρχεται στο 30% (από 14% στα τέλη 2015) και το ποσοστό εκείνων που αναμένουν μείωση απασχόλησης να περιορίζεται κάτω από το 5% (από 20% στα τέλη 2015).
Κερδοφορία: Επιπλέον, η θετική πορεία των πωλήσεων κατά το β’ εξάμηνο του 2019 οδήγησε σε ενίσχυση του αριθμού των κερδοφόρων επιχειρήσεων (στο 82% από 70% στα τέλη 2015), περιορίζοντας ταυτόχρονα το ποσοστό των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα ρευστότητας κάτω από το όριο του 10% (από 27% στα τέλη 2015).
Χρηματοδότηση: Ο συνδυασμός των καλύτερων επιδόσεων κερδοφορίας και της μεγαλύτερης αισιοδοξίας που διακατέχει τις ΜμΕ αυξάνει την διάθεση τους να αναζητήσουν νέα κεφάλαια μέσω τραπεζικού δανεισμού. Ενισχυτικά σε αυτή την κατεύθυνση δρουν τόσο η μείωση του κόστους δανεισμού όσο και η υψηλότερη διάθεση του τραπεζικού τομέα να ενισχύσει τις επιχειρήσεις αυτές με νέα δανειακά κεφάλαια. Ο συνδυασμός των ανωτέρω οδηγεί σε βελτίωση του Δείκτη κάλυψης χρηματοδοτικών αναγκών των ΜμΕ, με το δείκτη εγκεκριμένης χρηματοδότησης να επιτυγχάνει την υψηλότερη επίδοση των τελευταίων 7 ετών (προσεγγίζοντας το 76% του ευρωπαϊκού μέσου όρου). Ταυτόχρονα, μειώνεται αισθητά ο αριθμός των ΜμΕ που διστάζουν να αιτηθούν νέας χρηματοδότησης, επιβεβαιώνοντας έτσι την αυξημένη διάθεση των ΜμΕ για αναζήτηση δανειακών κεφαλαίων.