Από την έντυπη έκδοση
Μεγάλο ενδιαφέρον από τους «μικρούς» οφειλέτες, με χρέη έως και 10.000 ευρώ, αλλά ιδιαίτερα περιορισμένο από τους «μεγάλους» καταγράφει η μέχρι σήμερα πορεία της ρύθμισης των 120 δόσεων, η προθεσμία για ένταξη στην οποία εκπνέει στις 30 Σεπτεμβρίου.
Οι βασικές αιτίες που κρατούν ακόμη τους υπόχρεους σε «απόσταση» από την εν λόγω ρύθμιση είναι αφενός ο περιορισμένος αριθμός των δόσεων -24 για τακτικές υποχρεώσεις, 36 για έκτακτες- που έχει προβλεφθεί για τις επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν και τα υψηλότερα ποσά χρεών προς την εφορία, αλλά και τα «αγκάθια» της ρύθμισης για τα φυσικά πρόσωπα που μειώνουν τον αριθμό των δόσεων και αφήνουν ανοιχτό το «παράθυρο» για κατασχέσεις κινητών και ακινήτων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι μέχρι σήμερα έχουν υποβληθεί περίπου 110.000 αιτήσεις για ένταξη στη ρύθμιση, οι περισσότερες των οποίων όμως αφορούν χρέη μέχρι και 10.000 ευρώ.
Άλλωστε, όπως έχει ήδη επισημάνει η «Ν», 9 στους 10 οφειλέτες έχουν χρέη μέχρι 10.000 ευρώ στην εφορία, αφού επί συνόλου περίπου 4 εκατομμυρίων οφειλετών:
- με χρέη έως και 500 ευρώ είναι 2.291.151 φορολογούμενοι και
- με χρέη από 500 έως και 10.000 ευρώ είναι 1.545.901 φορολογούμενοι.
Θα πρέπει να αναφερθεί, ωστόσο, ότι τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν ανησυχούν για τα εισπρακτικά αποτελέσματα της ρύθμισης καθώς, όπως υποστηρίζουν, το χρονικό διάστημα είναι μεγάλο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας και είναι σύνηθες το φαινόμενο, ειδικά σε προεκλογική περίοδο, οι φορολογούμενοι να αναμένουν την «επόμενη μέρα», ελπίζοντας σε βελτιωτικές κινήσεις που θα περιορίζουν τα «εμπόδια» και θα αυξάνουν τα ευεργετήματα.
Επισημαίνεται, πάντως, ότι τα ευεργετήματα ένταξης στη συγκεκριμένη ρύθμιση, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, είναι μεταξύ άλλων η απαλλαγή από προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, ελάχιστο ποσό δόσης 30 ευρώ, μη λήψη αναγκαστικών μέτρων, αλλά και αναβολή εκτέλεσης όλων των ποινών που προβλέπονται για την είσπραξη των χρεών.
Αναλυτικότερα, οι όροι και οι προϋποθέσεις ένταξης στη ρύθμιση των 120 δόσεων και τα «υπέρ» για τους οφειλέτες του Δημοσίου αναλύονται στην υπ’ αριθμ. Ε. 2109/13.6.2019 εγκύκλιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με την οποία κοινοποιήθηκαν αρμοδίως οι διατάξεις των άρθρων 98-109 του Μέρους Β «Ρύθμιση Οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση» του ν. 4611/2019 και της Α. 1196/2019 απόφασης, και δόθηκαν οι κατωτέρω διευκρινίσεις:
Πεδίο εφαρμογής
I. Οφειλές που υπάγονται στη ρύθμιση:
Α) Υποχρεωτικά: Στη ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των ληξιπρόθεσμων έως και την 31η Δεκεμβρίου 2018 οφειλών, οι οποίες, κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής, έχουν βεβαιωθεί και έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης (ΔΟΥ/Ελεγκτικών Κέντρων/Τελωνείων) και δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής οφειλών βάσει νόμου ή δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής.
Β) Μετά από επιλογή του οφειλέτη: Ληξιπρόθεσμες έως και την 31η Δεκεμβρίου 2018 οφειλές, οι οποίες, κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής, έχουν βεβαιωθεί και έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης και
α) τελούν σε αναστολή, διοικητική ή δικαστική ή εκ του νόμου
β) έχουν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής οφειλών κατά τις διατάξεις της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (ΦΕΚ 107 Α’), του άρθρου 43 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ 170 Α’) ή σε ρύθμιση κατά τις διατάξεις της παρ. 5 του πέμπτου άρθρου του ν. 2275/1994 (ΦΕΚ 238 Α’), η οποία είναι σε ισχύ.
Επισημάνσεις:
* Στη ρύθμιση υπάγονται και οφειλές που βεβαιώθηκαν έως την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής, εφόσον αυτές έγιναν ληξιπρόθεσμες έως την 31η Δεκεμβρίου 2018.
* Οφειλές που έχουν υπαχθεί σε λοιπές ρυθμίσεις τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση οφειλών, οι οποίες είναι σε ισχύ κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στην παρούσα ρύθμιση, δεν δύνανται να υπαχθούν σε αυτή. Ειδικά, όμως, στις περιπτώσεις των οφειλών που έχουν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 17 του ν. 4321/2015 (ΦΕΚ 32 Α’) ή του άρθρου 51 του ν. 4305/2014 (ΦΕΚ 237 Α’) ή σε σύμβαση/ρύθμιση με τη Φορολογική Διοίκηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4469/2017 (ΦΕΚ 62 Α’) και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών αποφάσεων, η υπαγωγή στην παρούσα ρύθμιση αποκλείεται όχι μόνο όταν η προηγούμενη ρύθμιση είναι σε ισχύ αλλά και μετά την απώλεια αυτής, εφόσον η απώλεια έλαβε χώρα μετά την κατάθεση του σχεδίου του παρόντος νόμου στη Βουλή, δηλαδή μετά τις 6/5/2019 (βλ. κατωτέρω στο κεφάλαιο III γ της παρούσας ενότητας).
* Οφειλές βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση υπέρ νομικών προσώπων και τρίτων υπάγονται σε πρόγραμμα ρύθμισης σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 98-109 του ν. 4611/2019.
* Ο οφειλέτης δύναται να επιλέξει να υπαγάγει στη ρύθμιση ορισμένες μόνο από τις προαιρετικά υπαγόμενες οφειλές. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση για την υπαγωγή υποβάλλεται στην αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής Υπηρεσία. Στην αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής Υπηρεσία υποβάλλεται η αίτηση και στην περίπτωση που ο οφειλέτης έχει ευθύνη για την καταβολή μέρους προαιρετικά εντασσόμενης στη ρύθμιση οφειλής.
ΙΙ. Δικαιούχοι υποβολής αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση: Η ρύθμιση χορηγείται ανά οφειλέτη και για τις οφειλές για τις οποίες έχει ευθύνη καταβολής. Στη ρύθμιση δύνανται να υποβάλουν αίτηση υπαγωγής με τους ίδιους όρους:
α) ο πρωτοφειλέτης (φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται),
β) τα πρόσωπα που ευθύνονται μαζί με τον πρωτοφειλέτη, κατά το μέρος της ευθύνης τους. Τα αλληλεγγύως ευθυνόμενα πρόσωπα για οφειλές νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων, δύνανται να υπαγάγουν τις οφειλές αυτές σε πρόγραμμα ρύθμισης που προβλέπεται για το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα με το σύνολο των όρων και προϋποθέσεων της ρύθμισης αυτού, σε έως 24 ή 36 δόσεις.
γ) οι κληρονόμοι αποβιωσάντων οφειλετών, δεδομένου ότι δεν πρόκειται περί συνυπευθυνότητας με τον οφειλέτη αλλά επιμεριστικής ευθύνης καταβολής κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας,
δ) οι οφειλέτες σύζυγοι για φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων που προέκυψε από την κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, δεδομένου ότι η ευθύνη καταβολής ανήκει στον κάθε σύζυγο χωριστά για τον φόρο που αναλογεί στα εισοδήματά του. Ομοίως και σε περίπτωση άλλων φόρων και τελών που προκύπτουν από κοινή δήλωση.
III. Εξαιρέσεις από την υπαγωγή στη ρύθμιση:
α) Οφειλέτες που κατά τον χρόνο υπαγωγής έχουν καταδικαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για φοροδιαφυγή ή λαθρεμπορία.
β) Οφειλές οι οποίες, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δεν δύνανται να υπαχθούν σε νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής οφειλών, όπως οι οφειλές που προκύπτουν λόγω ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με τη σύσταση ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών σε εφαρμογή του άρθρου 22 του ν.4002/2011, οι οποίες δεν δύνανται να ρυθμιστούν σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1β του ως άνω άρθρου.
γ) Οφειλές που είχαν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση, ή σε σύμβαση/ρύθμιση με τη Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4469/2017 εφόσον οι ανωτέρω ρυθμίσεις απολέσθηκαν.
Διαδικασία υπαγωγής
Ι. Υποβολή αίτησης – Προϋποθέσεις υπαγωγής – Καταβολή δόσεων:
Α. Η αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση υποβάλλεται ηλεκτρονικά, μέσω διαδικτυακής εφαρμογής, έως και την 30ή Σεπτεμβρίου 2019
Επισημάνσεις:
* Η αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση επέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986.
* Τυχόν εκκρεμής πίστωση ποσού έως πενήντα (50) ευρώ από καταβολή ή απόδοση που έχει διενεργηθεί πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση δεν εμποδίζει την υποβολή της σχετικής αίτησης μέσω διαδικτυακής εφαρμογής.
* Σε περίπτωση που εκκρεμεί πίστωση ποσού άνω των πενήντα (50) ευρώ, η πίστωση διενεργείται κατά προτεραιότητα και η τυχόν εναπομείνασα οφειλή δύναται να υπαχθεί στη ρύθμιση.
Β. Εξαιρετικά, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η υποβολή της αίτησης ηλεκτρονικά, υποβάλλεται στη ΔΟΥ ή Τελωνείο ή άλλη Υπηρεσία, ο προϊστάμενος της οποίας είναι αρμόδιος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής.
Γ. Προϋπόθεση για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι η καταβολή τουλάχιστον της πρώτης δόσης εντός τριών εργάσιμων ημερών από την ημέρα υποβολής της αίτησης. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται μέχρι και την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών.
Επισημάνσεις:
* Εφόσον η πρώτη δόση δεν εξοφληθεί εντός της ανωτέρω αποκλειστικής προθεσμίας, ο αιτών μπορεί να υποβάλει εκ νέου αίτηση έως τη λήξη της προθεσμίας για υπαγωγή στη ρύθμιση του ν. 4611/2019, ήτοι τις 30/09/2019.
* Δεν υφίσταται περιορισμός ως προς το ύψος της οφειλής, η οποία δύναται να υπαχθεί στη ρύθμιση.
* Ο οφειλέτης τυγχάνει των ευεργετημάτων της ρύθμισης με την εξόφληση της πρώτης δόσης αυτής. Σημειώνεται ότι, εφόσον τα αποδιδόμενα ποσά από μέτρα αναγκαστικής είσπραξης, συμψηφισμό, παρακράτηση επί αποδεικτικού ενημερότητας ή βεβαίωσης οφειλής του άρθρου 12 του ΚΦΔ δεν έχουν αποδοθεί, επισπεύδεται η απόδοση αυτών εντός της ανωτέρω προθεσμίας των τριών εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αίτησης με επιμέλεια του οφειλέτη.
* Τα ήδη αποδοθέντα ποσά κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης δεν λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη της πρώτης δόσης, έστω και αν εκκρεμεί η πίστωσή τους.
Αποτελέσματα υπαγωγής
Ι. Ευεργετήματα υπέρ του οφειλέτη – Διακανονισμός πληρωμής, απαλλαγές από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής:
Οι βεβαιωμένες οφειλές δύνανται να ρυθμίζονται με καταρχήν άπαξ απαλλαγή ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) από τους τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν κατά την ημερομηνία της αίτησης για υπαγωγή με ελάχιστο ποσό δόσης τα τριάντα (30) ευρώ.
Ειδικότερα:
A. Φυσικά πρόσωπα και νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα: Για οφειλέτες φυσικά πρόσωπα και νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, στα οποία περιλαμβάνονται και τα κάθε είδους σωματεία και ιδρύματα, με συνολικό εισόδημα κατά το φορολογικό έτος 2017 μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ χορηγείται δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών τους σε έως εκατόν είκοσι (120) δόσεις, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης, ήτοι τριάντα (30) ευρώ. Για τους ως άνω οφειλέτες με εισόδημα άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ο αριθμός των δόσεων καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση με βάση το συνολικό εισόδημα του οφειλέτη (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό για τα φυσικά πρόσωπα και φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο για τα νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπως αυτό προκύπτει από τον Κωδικό Αριθμό 001 (Φορολογητέα Κέρδη) και από το πεδίο «Λοιπά έσοδα μη φορολογούμενα» του πίνακα 2Β του εντύπου Ν – Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος Νομικών Προσώπων και Νομικών Οντοτήτων άρθρου 45 ν.4172/2013) κατά το φορολογικό έτος 2017 και το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής. Ειδικότερα, το συνολικό εισόδημα του φορολογικού έτους 2017 πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, ως ακολούθως:
Για τμήμα εισοδήματος:
i) από 10.000,01 ευρώ έως 15.000 ευρώ με συντελεστή τέσσερα τοις εκατό (4%),
ii) από 15.000,01 ευρώ έως 20.000 ευρώ με συντελεστή έξι τοις εκατό (6%),
iii) από 20.000,01 ευρώ έως 25.000 ευρώ με συντελεστή οκτώ τοις εκατό (8%),
iv) από 25.000,01 ευρώ έως 30.000 ευρώ με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%),
ν) από 30.000,01 ευρώ έως 50.000 ευρώ με συντελεστή δώδεκα τοις εκατό (12%),
vi) από 50.000,01 ευρώ έως 75.000 ευρώ με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%),
vii) από 75.000,01 ευρώ έως 100.000 ευρώ με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%),
viii) πάνω από 100.000 ευρώ με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τους οφειλέτες φυσικά πρόσωπα, ο ανωτέρω συντελεστής μειώνεται, για κάθε έναν από τους γονείς, κατά μία ποσοστιαία μονάδα, ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του, όπως αυτά ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 4172/2013 και προκύπτουν από τους κωδικούς 003 και 004 του πίνακα 8 του εντύπου Ε1, ως εξής:
i) κατά μία (1) μονάδα για ένα τέκνο,
ii) κατά δύο (2) μονάδες για δύο τέκνα,
iii) κατά τρεις (3) μονάδες για τρία τέκνα και άνω.
Το προκύπτον άθροισμα των γινομένων των τμημάτων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές αναγόμενο σε μηνιαία βάση διαιρεί το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής. Το πλήθος των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης αυτής, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης, ήτοι τριάντα (30) ευρώ.
Ο αριθμός των δόσεων που προτείνεται από τη Φορολογική Διοίκηση για τα ανωτέρω πρόσωπα δεν μπορεί να είναι μικρότερος των δεκαοκτώ (18), με την επιφύλαξη του ελάχιστου ποσού δόσης.
Διευκρινίζεται ότι όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, το εισοδηματικό κριτήριο που ορίζεται στο άρθρο 98 του ν. 4611/2019 για την υπαγωγή στη ρύθμιση περιλαμβάνει όλα τα ατομικά πραγματικά εισοδήματα φορολογούμενα, απαλλασσόμενα, φορολογούμενα με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το αν τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται σε ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Δηλαδή, δεν περιλαμβάνονται τα τεκμαρτά εισοδήματα των δαπανών διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, καθώς και η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίου που τυχόν προκύψει (διαφορά μεταξύ τεκμαρτού και συνολικού εισοδήματος που προστίθεται στο φορολογητέο εισόδημα).
Επίσης, στο ατομικό εισόδημα του φορολογούμενου (γονέας) περιλαμβάνεται και το εισόδημα του ανήλικου τέκνου του που προστίθεται και φορολογείται στο όνομα του γονέα με βάση την παρ.4 του άρθρου 11 του ν.4172/2013.
Επιπλέον απαλλαγές από προσαυξήσεις και τόκους
* Εάν ο οφειλέτης, φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο/νομική οντότητα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, επιλέξει πριν από την υπαγωγή της οφειλής του στη ρύθμιση να καταβάλει την οφειλή του σε μικρότερο πλήθος δόσεων από αυτό που προτείνεται από τη Φορολογική Διοίκηση, δικαιούται μείωση των προσαυξήσεων και τόκων εκπρόθεσμης καταβολής μεγαλύτερης της καταρχάς απαλλαγής κατά ποσοστό 10% που χορηγείται σε όλους τους οφειλέτες που υπάγονται στη ρύθμιση, και σε συνάρτηση με το ποσοστό απομείωσης του πλήθους δόσεων που επιλέγεται από τον φορολογούμενο, το οποίο υπολογίζεται στην πλησιέστερη ακέραιη μονάδα. Ειδικότερα:
α) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 20% χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 15%,
β) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 30% χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 25%,
γ) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 40% χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 35%,
δ) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 50% χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 45%,
ε) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 60% χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 55%,
στ) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 70% χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 75%,
ζ) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 80% χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 85%,
η) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 90% χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 90%,
θ) σε περίπτωση που ο οφειλέτης εξοφλήσει εφάπαξ την οφειλή του, χορηγείται απαλλαγή τόκων και προσαυξήσεων κατά ποσοστό 100%.
Επισημάνσεις:
* Στις ανωτέρω απαλλαγές τόκων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής συμπεριλαμβάνεται το ποσοστό απαλλαγής του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 98 του ν. 4611/2019, ήτοι δέκα τοις εκατό (10%).
* Οφειλέτες φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με συνολικό εισόδημα άνω των 10.000 ευρώ για τους οποίους το πλήθος των δόσεων της ρύθμισης διαμορφώνεται σε μικρότερο των 18 δόσεων με βάση τους σχετικούς κλιμακωτούς συντελεστές υπολογισμού αυτού (π.χ. 16 δόσεις), αλλά, λόγω του ελάχιστου αριθμού δόσεων, τους χορηγείται ρύθμιση 18 μηνιαίων δόσεων, εφόσον επιθυμούν την υπαγωγή σε μικρότερο πλήθος δόσεων απ’ αυτές που τους προτείνει η Φορολογική Διοίκηση, τυγχάνουν επιπλέον απαλλαγής τόκων/προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής σύμφωνα με τα ανωτέρω ποσοστά απομείωσης σε συνάρτηση με το πλήθος δόσεων που αρχικά διαμορφώνεται από τους κλιμακωτούς συντελεστές (π.χ. 16 δόσεις).
* Στην περίπτωση που το πλήθος δόσεων που προκύπτει, κατά τον υπολογισμό του ποσοστού απομείωσης του αρχικού πλήθους δόσεων, είναι το ίδιο για διαφορετικά ποσοστά απαλλαγής προσαυξήσεων, ο φορολογούμενος τυγχάνει απαλλαγής λαμβάνοντας υπόψη το μεγαλύτερο ποσοστό απαλλαγής προσαυξήσεων.
* Στην περίπτωση που οι ανωτέρω οφειλέτες (φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα) επιλέξουν σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης την εφάπαξ εξόφληση του υπολοίπου αριθμού των δόσεων των ρυθμισμένων οφειλών ή τη μετάπτωση σε μικρότερο αριθμό δόσεων, τυγχάνουν απαλλαγής επί του εναπομείναντος ποσού των προσαυξήσεων και τόκων εκπρόθεσμης καταβολής, σε ποσοστό ίσο με αυτό που αντιστοιχεί στον αριθμό των μηνιαίων δόσεων που τελικά διαμορφώνεται σύμφωνα με τα ανωτέρω ποσοστά απομείωσης.
* Αν τα νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα έχουν προβεί σε διακοπή εργασιών, ως συνολικό εισόδημα για τον υπολογισμό του αριθμού των δόσεων λαμβάνεται υπόψη το συνολικό εισόδημα φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φορολογικού έτους διακοπής εργασιών. Σε περίπτωση διακοπής εργασιών μετά την 1.1.2014, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό εισόδημα του έτους αυτού, όπως αυτό προκύπτει από τον Κωδικό Αριθμό 001 (Φορολογητέα Κέρδη) και από το πεδίο «Λοιπά έσοδα μη φορολογούμενα» του πίνακα 2Β του εντύπου Ν, ενώ σε περίπτωση διακοπής εργασιών πριν από την 1.1.2014, λαμβάνεται υπόψη αυτό που προκύπτει από τον Κωδικό Αριθμό 820 ή 013 (Σύνολο φορολογούμενου και απαλλασσόμενου εισοδήματος) του εντύπου Φ-01012 (Έντυπο δήλωσης για νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα).
Εφόσον το νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα έχει προβεί σε διακοπή εργασιών μετά την 31.12.2017, για τον υπολογισμό του αριθμού των δόσεων λαμβάνεται υπόψη το συνολικό εισόδημα του φορολογικού έτους 2017. Τέλος, εφόσον το νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα έχει προβεί στη διακοπή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2013, χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων.
* Σε περίπτωση που ο οφειλέτης φυσικό πρόσωπο δεν είχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος κατά το φορολογικό έτος 2017, χορηγείται το μέγιστο πλήθος δόσεων υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού δόσης.
B. Νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες κερδοσκοπικού χαρακτήρα: Για οφειλέτες νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες κερδοσκοπικού χαρακτήρα χορηγείται δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών τους σε έως 24 μηνιαίες δόσεις και κατ’ εξαίρεση σε έως 36 μηνιαίες δόσεις, εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από έκτακτη αιτία ή φόρους που καταβάλλονται εφάπαξ, με ταυτόχρονη απαλλαγή από προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής, σε συνάρτηση με το πλήθος των δόσεων που επιλέγονται, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης.
Επισήμανση:
* Σε περίπτωση που υφίστανται οφειλές του ίδιου οφειλέτη που μπορούν να ρυθμίζονται, άλλες έως 24 και άλλες έως 36 μηνιαίες δόσεις, αυτές ρυθμίζονται διακριτά.
Ειδικότερα:
α) Για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως 24 δόσεις:
αα) χορηγείται απαλλαγή τόκων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν κατά ποσοστό 100%, εφόσον η οφειλή καταβάλλεται εφάπαξ,
ββ) χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 80%, εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε δύο έως έξι μηνιαίες δόσεις,
γγ) χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 60%, εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε επτά έως δώδεκα μηνιαίες δόσεις,
δδ) χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 40%, εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε 13 έως 18 μηνιαίες δόσεις,
εε) χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 20%, εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε 19 έως 22 μηνιαίες δόσεις.
β) Για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως 36 δόσεις:
αα) χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 100% των προσαυξήσεων/τόκων εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν, εφόσον η οφειλή καταβάλλεται εφάπαξ,
ββ) χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 85%, εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε δύο έως έξι μηνιαίες δόσεις,
γγ) χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 70%, εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε επτά έως δώδεκα μηνιαίες δόσεις,
δδ) χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 60%, εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε 13 έως 18 μηνιαίες δόσεις,
εε) χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 40%, εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε 19 έως 24 μηνιαίες δόσεις,
στστ) χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 20%, εφόσον η οφειλή καταβάλλεται σε 25 έως 30 μηνιαίες δόσεις.
Επισήμανση:
* Στις ανωτέρω απαλλαγές τόκων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής συμπεριλαμβάνεται το ποσοστό απαλλαγής του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 98 του ν. 4611/2019, ήτοι 10%.
* Στην περίπτωση που ο οφειλέτης (νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα κερδοσκοπικού χαρακτήρα) επιλέξει σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης την εφάπαξ εξόφληση του υπολοίπου αριθμού των δόσεων των ρυθμισμένων οφειλών ή τη μετάπτωση σε μικρότερο αριθμό δόσεων, τυγχάνει απαλλαγής επί του εναπομείναντος ποσού των προσαυξήσεων και τόκων εκπρόθεσμης καταβολής, σε ποσοστό ίσο με αυτό που αντιστοιχεί στον αριθμό των μηνιαίων δόσεων που τελικά διαμορφώνεται.
ΙΙ. Χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας: Στον οφειλέτη που είναι συνεπής στη ρύθμιση δύναται να χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας των οφειλών του στη Φορολογική Διοίκηση, μηνιαίας διάρκειας (με παρακράτηση ποσοστού, όπου απαιτείται), εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 12 του ΚΦΔ και της κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσας απόφασης ΓΓΔΕ ΠΟΛ. 1274/2013 (ΦΕΚ 3398 Β’), όπως ισχύουν.
Επισήμανση:
* Σε έκτακτες περιπτώσεις που για οποιαδήποτε αιτία δεν εμφανίζονται στο πληροφοριακό σύστημα των ΔΟΥ οι σχετικές πληρωμές, ο αιτών οφείλει να προσκομίζει στην αρμόδια ΔΟΥ το σχετικό παραστατικό πληρωμής, για την αξιολόγηση του αιτήματος χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας.
III. Αναβολή εκτέλεσης ποινής: Με την υπαγωγή και συμμόρφωση στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής, αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990, όπως ισχύει σήμερα, ή εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της, διακόπτεται. Καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της ρύθμισης αναστέλλεται η παραγραφή του ποινικού αδικήματος, κατά παρέκκλιση των χρονικών περιορισμών του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα.
IV. Μη λήψη αναγκαστικών μέτρων είσπραξης: Για οφειλές που έχουν υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης και ο οφειλέτης συμμορφώνεται με το πρόγραμμα αυτής και εφόσον έχει ελεγχθεί η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων υπαγωγής και διατήρησής τους, όπως αναφέρονται στις αντίστοιχες ενότητες της παρούσας, αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης εν γένει (π.χ. έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού) επί κινητών ή ακινήτων.
Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που κατά την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση έχουν ήδη επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί παραγγελίες κατάσχεσης, τα ποσά όμως που θα αποδίδονται από τις κατασχέσεις στα χέρια τρίτων καλύπτουν δόση ή δόσεις της ρύθμισης, εφόσον εισπράττονται κατά τη διάρκεια αυτής και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις. Με την απώλεια των ευεργετημάτων της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.
V. Δικαιώματα του Δημοσίου
Η Φορολογική Διοίκηση διατηρεί το δικαίωμα και μετά την υπαγωγή στη ρύθμιση:
α) να μη χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού, εφόσον δεν διασφαλίζονται τα συμφέροντα του Δημοσίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ΚΦΔ και την κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα απόφαση ΓΓΔΕ ΠΟΛ. 1274/2013, όπως ισχύουν,
β) να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, των συνυπόχρεων προσώπων ή των εγγυητών, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη,
γ) να ορίζει ποσοστό παρακράτησης, στις περιπτώσεις που απαιτείται η προσκόμιση αποδεικτικού για είσπραξη χρημάτων από φορείς του Δημοσίου, το οποίο αναγράφεται επί του χορηγούμενου αποδεικτικού ενημερότητας κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ΚΦΔ και την κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα απόφαση ΓΓΔΕ ΠΟΛ 1274/2013, όπως ισχύουν,
δ) να προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 42 του ΚΦΔ και στο άρθρο 83 του ΚΕΔΕ, όπως ισχύουν.
Λοιπά στοιχεία της ρύθμισης
I. Προϋποθέσεις υπαγωγής: Για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι απαραίτητη η υποβολή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας πενταετίας με τελευταίο φορολογικό έτος το 2017, με την εξαίρεση των νομικών προσώπων/νομικών οντοτήτων που έχουν προβεί σε διακοπή εργασιών, για τα οποία ως τελευταίο έτος της πενταετίας θεωρείται το φορολογικό έτος διακοπής εργασιών, με τελευταίο έτος ελέγχου υποβολής δήλωσης εκείνο για το οποίο κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση δεν έχει παρέλθει η δεκαπενταετής παραγραφή της παρ. 5 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994.
Για περιπτώσεις νομικών προσώπων/οντοτήτων που ήταν ενεργά κατά τα έτη 2003 ή 2004 και εφόσον τα έτη αυτά ελέγχονται για την υποβολή των δηλώσεων της πενταετίας, ο έλεγχος κατά τα ως άνω διενεργείται στη ΔΟΥ. Για τα νομικά πρόσωπα/οντότητες που έχουν προβεί σε διακοπή εργασιών μετά την 31η Δεκεμβρίου 2017 ως τελευταίο έτος της πενταετίας για τον έλεγχο υποβολής δηλώσεων θεωρείται το φορολογικό έτος 2017.
Σε περίπτωση φυσικού προσώπου, στην αίτηση υπαγωγής αναγράφονται το έτος ή τα έτη εντός της ανωτέρω πενταετίας για τα οποία ο οφειλέτης δεν είχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης με βάση τις διατάξεις του άρθρου 67 του ν.4172/2013.
ΙΙ. Τόκος: Οι υπαχθείσες στη ρύθμιση οφειλές δεν επιβαρύνονται εφεξής με προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά ΚΕΔΕ και κατά ΚΦΔ, αλλά με τόκο που ανέρχεται σε πέντε εκατοστιαίες μονάδες (5%) ετησίως υπολογισμένο. Κατ’ εξαίρεση, βασικές συνολικές οφειλές ανά υπηρεσία μέχρι 3.000 ευρώ που υπάγονται σε πρόγραμμα ρύθμισης δεν επιβαρύνονται πλέον με προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής εφόσον ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο και το συνολικό εισόδημά του (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό) κατά το φορολογικό έτος 2017 δεν υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ.
III. Εκπρόθεσμη καταβολή δόσης: Στην περίπτωση καθυστέρησης δόσης, αυτή πρέπει να καταβληθεί με επιβάρυνση που ανέρχεται σε δύο εκατοστιαίες μονάδες (2%) ανά μήνα καθυστέρησης.
IV. Πίστωση ποσών από παρακράτηση ή συμψηφισμό ή πράξεις εκτέλεσης: Ο συμψηφισμός κατά τις διατάξεις του άρθρου 42 του ΚΦΔ και του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ, τα αποδιδόμενα ποσά από παρακράτηση επί αποδεικτικού ενημερότητας και βεβαίωσης οφειλής του άρθρου 12 του ΚΦΔ ή από πράξεις εκτέλεσης (π.χ. απόδοση πλειστηριάσματος), καλύπτουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας ρύθμισης εφόσον αποδίδονται κατά τη διάρκεια εν ισχύ ρύθμισης και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
V. Μη απώλεια ρύθμισης: Στην περίπτωση που ο οφειλέτης εκ παραδρομής δεν έχει καταβάλει το ποσό επιβάρυνσης εκπρόθεσμης καταβολής δόσης ή εν γένει ποσά μικρού ύψους ή στις περιπτώσεις που αποδεδειγμένα η μη καταβολή δόσης ή μέρους δόσης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του αλλά αποτελεί ευθύνη τρίτου (π.χ. λάθος καταχώρηση ποσού από φορέα πληρωμής κ.λπ.), η ρύθμιση των άρθρων 98-109 του ν. 4611/2019 δεν απόλλυται, εφόσον ο οφειλέτης καταβάλλει το οφειλόμενο ποσό κατόπιν της ενημέρωσής του από το αρμόδιο όργανο για την τήρηση των όρων της ρύθμισης και την απώλεια αυτής, εντός 45 εργασίμων ημερών.
VI. Αναστολή παραγραφής ρυθμιζόμενων οφειλών: Με την υπαγωγή στη ρύθμιση αναστέλλεται η παραγραφή των ρυθμιζόμενων οφειλών καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος αυτής και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από την απώλεια αυτής, κατά τα οριζόμενα στην Ενότητα Δ.
Απώλεια της ρύθμισης
Η ρύθμιση απόλλυται, με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία της αρχικής βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξης αυτής με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, εάν ο οφειλέτης:
α) δεν καταβάλλει δύο συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις της ρύθμισης ή καθυστερήσει την καταβολή των δύο τελευταίων δόσεων της ρύθμισης για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα,
β) δεν υποβάλλει τις προβλεπόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή της, εντός τριών μηνών το αργότερο από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής τους ή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση του παρόντος, εφόσον η προθεσμία υποβολής έχει παρέλθει πριν την υπαγωγή σε αυτή,
γ) δεν εξοφλήσει ή τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο τις οφειλές του, καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης, εντός διμήνου από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής τους ή εντός διμήνου από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση του παρόντος, εφόσον η προθεσμία καταβολής τους έχει παρέλθει πριν την υπαγωγή σε αυτή,
δ) μετά την υπαγωγή στη ρύθμιση, υποπέσει σε παραβάσεις του άρθρου 54, παρ. 1, περ. ι), ια), ιβ), ιε) ή ιστ) ή του άρθρου 58Α, παρ. 1, του ν. 4174/2013 καθ’ υποτροπή. Ως υποτροπή νοείται δηλαδή η διαπίστωση με την έκδοση πράξης επιβολής προστίμου εκ νέου διάπραξης οποιασδήποτε παράβασης εκ των ως άνω αναφερομένων από την ένταξη του φορολογούμενου στη ρύθμιση και εφεξής.
Γενικώς, στην περίπτωση που διαπιστωθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης ότι δεν πληρούνται οι όροι των διατάξεων των άρθρων 98-109 του μέρους Β του ν. 4611/2019, η ρύθμιση απόλλυται και ο οφειλέτης χάνει τα ευεργετήματα αυτής.