Skip to main content

Οδικός χάρτης για αντιμετώπιση της νομιμοποίησης «μαύρου» χρήματος

Από την έντυπη έκδοση 

Της Ιουλίας Ζαφόλια
[email protected]

Πλήρη περιγραφή των παραγόντων τους οποίους θα πρέπει να εξετάζουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κατά την εκτίμηση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέεται με τις επιμέρους επιχειρηματικές σχέσεις και τις περιστασιακές συναλλαγές, περιλαμβάνουν οι κατευθυντήριες γραμμές που δημοσιοποίησε η Ευρωπαϊκή Αρχή Αγορών και Αξιών (ΕSMA).

Οι κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν τους παράγοντες τους οποίους θα πρέπει να εξετάζουν οι επιχειρήσεις κατά την εκτίμηση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέεται με τις επιμέρους επιχειρηματικές σχέσεις και τις περιστασιακές συναλλαγές. Καθορίζουν, επίσης, τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις θα πρέπει να προσαρμόζουν την έκταση των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, ώστε να είναι ανάλογα του κινδύνου για ξέπλυμα χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που έχουν εντοπίσει.

Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να διαμορφώνουν συνολική εικόνα του κινδύνου που συνδέεται με την εκάστοτε περίπτωση, ενώ επισημαίνεται επιπλέον ότι, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην οδηγία (Ε.Ε.) 2015/849 ή στην εθνική νομοθεσία, η ύπαρξη μεμονωμένων παραγόντων κινδύνου δεν συνεπάγεται απαραιτήτως την υπαγωγή μιας σχέσης σε υψηλότερη ή χαμηλότερη κατηγορία κινδύνου.

Παράγοντες κινδύνου

Σε ό,τι αφορά τους παράγοντες κινδύνου ως προς τον πελάτη, οι επιχειρήσεις οφείλουν να εξετάζουν τον κίνδυνο που σχετίζεται με:

  • Την επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου του πελάτη.
  • Τη φήμη του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου του πελάτη, καθώς και τη φύση και τη συμπεριφορά αυτών.

Στους παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνονται οι εξής:

  • Ο πελάτης ή ο πραγματικός δικαιούχος έχει δεσμούς με τομείς οι οποίοι συνδέονται συνήθως με υψηλότερο κίνδυνο διαφθοράς, όπως οι δομικές κατασκευές, τα φάρμακα και η υγειονομική περίθαλψη, το εμπόριο όπλων και η άμυνα, οι εξορυκτικές βιομηχανίες ή οι δημόσιες συμβάσεις.
  • Ο πελάτης ή ο πραγματικός δικαιούχος έχει δεσμούς με τομείς οι οποίοι συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο για ξέπλυμα χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, π.χ. με εταιρείες μεταφοράς κεφαλαίων, καζίνο ή εμπόρους πολύτιμων μετάλλων, ή να έχει δεσμούς με τομείς που εμπεριέχουν σημαντικά ποσά σε μετρητά.
  • Σε περίπτωση που ο πελάτης είναι νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα, να ελέγχεται ο σκοπός της σύστασής του. Για παράδειγμα ποια είναι η φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του.

Σημαντικό στοιχείο που οι επιχειρήσεις θα πρέπει επίσης να εξετάζουν είναι εάν ο πελάτης έχει πολιτικές διασυνδέσεις, π.χ. εάν ο ίδιος ή ο πραγματικός δικαιούχος είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο. Επίσης, οι εταιρείες θα πρέπει να ελέγχουν εάν ο πελάτης κατέχει άλλη εξέχουσα θέση ή έχει ισχυρή δημόσια παρουσία, η οποία μπορεί να του παρέχει τη δυνατότητα να κάνει κατάχρηση της εν λόγω θέσης για ίδιον όφελος. Για παράδειγμα, εάν είναι ανώτεροι τοπικοί ή περιφερειακοί δημόσιοι υπάλληλοι με δυνατότητα άσκησης επιρροής στην ανάθεση δημόσιων συμβάσεων, μέλη αθλητικών φορέων υψηλού κύρους που είναι αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων ή ιδιώτες οι οποίοι είναι γνωστό ότι ασκούν επιρροή στην κυβέρνηση και σε άλλους υψηλόβαθμους υπευθύνους λήψης αποφάσεων.

Άλλη περίπτωση προς εξέταση αφορά το εάν ο πελάτης είναι νομικό πρόσωπο υποκείμενο σε εκτελεστές απαιτήσεις γνωστοποίησης που διασφαλίζουν τη διάθεση στο κοινό αξιόπιστων πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο του πελάτη, π.χ. ανώνυμες εταιρείες εισηγμένες σε χρηματιστήρια τα οποία καθιστούν την εν λόγω γνωστοποίηση προϋπόθεση για την εισαγωγή στο χρηματιστήριο. Επίσης, εάν ο πελάτης είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός που ενεργεί για ίδιο λογαριασμό από δικαιοδοσία, εάν διαθέτει αποτελεσματικό καθεστώς καταπολέμησης του κινδύνου για ξέπλυμα χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και εάν εποπτεύεται όσον αφορά τη συμμόρφωσή του προς τις τοπικές υποχρεώσεις καταπολέμησης του κινδύνου για ξέπλυμα χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η ύπαρξη ενδείξεων ότι ο πελάτης επιδιώκει να αποφύγει τη σύναψη επιχειρηματικής σχέσης, επίσης αποτελεί εν δυνάμει παράγοντα κινδύνου. Για παράδειγμα, εάν ο πελάτης επιδιώκει να εκτελέσει μία συναλλαγή ή περισσότερες μεμονωμένες συναλλαγές, ενώ θα ήταν ενδεχομένως οικονομικά πιο συμφέρουσα η σύναψη επιχειρηματικής σχέσης. Επίσης, εάν η δομή της κυριότητας και του ελέγχου του πελάτη είναι πολύπλοκη ή αδιαφανής, θα πρέπει να αποδεικνύεται εάν υπάρχει προφανής εμπορική ή νόμιμη αιτιολογία για τη δομή αυτή.

Εάν ο πελάτης ζητεί συναλλαγές οι οποίες είναι σύνθετες, ασυνήθιστα ή απροσδόκητα μεγάλες ή εντάσσονται στο πλαίσιο ασυνήθιστων ή μη αναμενόμενων ειδών συναλλαγών που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό ή νόμιμο σκοπό ή εύλογη εμπορική αιτιολογία, οι επιχειρήσεις οφείλουν να πραγματοποιήσουν περαιτέρω ενδελεχείς ελέγχους.

Σε περίπτωση που μια επιχείρηση χρησιμοποιεί αυτοματοποιημένα πληροφοριακά συστήματα για να λαμβάνει συνολική βαθμολόγηση του κινδύνου προκειμένου να κατηγοριοποιεί τις επιχειρηματικές σχέσεις ή τις περιστασιακές συναλλαγές, και δεν αναπτύσσει τα εν λόγω συστήματα εσωτερικά, αλλά τα αγοράζει από εξωτερικό πάροχο, θα πρέπει να κατανοεί τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος και τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα συνδυάζει τους παράγοντες κινδύνου για τη διαμόρφωση της συνολικής βαθμολογίας κινδύνου. Μια επιχείρηση πρέπει να μπορεί πάντα να βεβαιώνεται ότι οι βαθμολογίες που διαμορφώνονται αντικατοπτρίζουν την επίγνωση του κινδύνου για ξέπλυμα χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας εκ μέρους της επιχείρησης, ενώ θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να καταδεικνύει την επίγνωση αυτή στην αρμόδια αρχή. Κατηγοριοποίηση των επιχειρηματικών σχέσεων και των περιστασιακών συναλλαγών. Αφού προβεί στην εκτίμηση κινδύνου, μια επιχείρηση θα πρέπει να κατηγοριοποιεί τις επιχειρηματικές σχέσεις και τις περιστασιακές συναλλαγές της σύμφωνα με το διαπιστούμενο επίπεδο κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Εάν ο πελάτης είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην επάρκεια του καθεστώτος καταπολέμησης του κινδύνου για ξέπλυμα χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας της χώρας, καθώς και στην αποτελεσματικότητα της εποπτείας του συγκεκριμένου καθεστώτος.

Επίσης, εάν ο πελάτης είναι νομικός φορέας ή σχήμα καταπιστευματικής διαχείρισης, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τον βαθμό στον οποίο η χώρα στην οποία είναι καταχωρισμένος ο πελάτης -και, κατά περίπτωση, ο πραγματικός δικαιούχος- συμμορφώνεται αποτελεσματικά με τα διεθνή πρότυπα φορολογικής διαφάνειας.

Διαδικασίες εντοπισμού

Παραδείγματα συστημάτων και ελέγχων που θα πρέπει να διαθέτουν οι επιχειρήσεις για τον εντοπισμό αναδυόμενων κινδύνων αποτελούν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

  • Διαδικασίες για την εξασφάλιση της τακτικής επανεξέτασης των εσωτερικών πληροφοριών με σκοπό τον προσδιορισμό των τάσεων και των αναδυόμενων ζητημάτων, όσον αφορά τόσο τις επιμέρους επιχειρηματικές σχέσεις όσο και την επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης.
  • Διαδικασίες για την εξασφάλιση της τακτικής επανεξέτασης των σχετικών πηγών πληροφοριών. Οι διαδικασίες αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα ακόλουθα στοιχεία:

α) την τακτική επανεξέταση αναφορών στα μέσα ενημέρωσης οι οποίες αφορούν τους τομείς ή τις δικαιοδοσίες όπου δραστηριοποιείται η επιχείρηση,

β) την τακτική επανεξέταση προειδοποιήσεων και εκθέσεων των υπηρεσιών επιβολής του νόμου,

γ) τη μέριμνα ώστε η επιχείρηση να λαμβάνει γνώση των μεταβολών στις προειδοποιήσεις τρομοκρατικής δράσης και στα καθεστώτα επιβολής κυρώσεων τη στιγμή που πραγματοποιούνται οι μεταβολές αυτές, π.χ. επανεξετάζοντας τακτικά τις προειδοποιήσεις τρομοκρατικής δράσης και αναζητώντας επικαιροποιήσεις στα συστήματα επιβολής κυρώσεων και, τέλος, την τακτική επανεξέταση θεματικών επισκοπήσεων και παρόμοιων δημοσιεύσεων που εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές.

Σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι ο κίνδυνος μπορεί να μην είναι χαμηλός, π.χ. όταν υπάρχουν υπόνοιες για απόπειρα ξεπλύματος χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ή όταν η επιχείρηση διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά την ακρίβεια των πληροφοριών που λαμβάνει, δεν πρέπει να εφαρμόζεται απλουστευμένη μορφή ελέγχου.