Skip to main content

Μερική στροφή στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ

Η ΕΚΤ φαίνεται να δρομολογεί πλέον την εξομάλυνση της ιδιαίτερα χαλαρής τα τελευταία χρόνια νομισματικής της πολιτικής. Από τη Ρίγα της Λετονίας η Ευρωτράπεζα ανακοίνωσε την Πέμπτη τη σταδιακή έξοδο από το διαφιλονικούμενο -ειδικά στη Γερμανία- πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Μέχρι το Σεπτέμβριο θα συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα και άλλα χρεόγραφα αξίας 30 δις ευρώ το μήνα ενώ τους τρεις τελευταίους μήνες του έτους οι αγορές θα περιοριστούν στα 15 δις το μήνα. Παράλληλα η ΕΚΤ διευκρίνισε -και δη με ασυνήθιστα ξεκάθαρο τρόπο- ότι τα βασικά επιτόκια θα αυξηθούν το νωρίτερο το φθινόπωρο του 2019, αργότερα από ό,τι περίμεναν πολλοί αναλυτές.

Η απόφαση της ΕΚΤ δεν προέκυψε πάντως ξαφνικά και μάλλον δεν αιφνιδίασε. Ήδη προ ημερών ο επικεφαλής οικονομολόγος της, Πίτερ Πράετ, είχε προαναγγείλει την έναρξη συζήτησης για την έξοδο από το πρόγραμμα. Έκπληξη προκάλεσε ίσως το γεγονός ότι ήδη την Πέμπτη, και όχι τον Ιούλιο όπως ανέμεναν οι περισσότεροι, η Φρανκφούρτη ανακοίνωσε τις λεπτομέρειες.

Οι λόγοι της απόφασης

Οι λόγοι που η ΕΚΤ προχωρά τη δεδομένη χρονική στιγμή στην αναστολή των αγορών είναι προφανείς: η οικονομία στις χώρες του κοινού νομίσματος τρέχει και πάλι με ικανοποιητικούς ρυθμούς που αναμένεται να κλείσουν σε ετήσια βάση στο 2,1%. Συνεπώς η στήριξή της με την περαιτέρω παροχή ρευστότητας δεν είναι πλέον αναγκαία. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι λόγοι, νομικής φύσης, στους οποίους δεν αναφέρθηκε ο Μάριο Ντράγκι. Η ΕΚΤ έχει δεσμευτεί να μην έχει στην κατοχή της πάνω από το ένα τρίτο των ομολόγων μιας μεμονωμένης χώρας. Στη Γερμανία βρίσκεται πλέον πολύ κοντά σε αυτό το πλαφόν ενώ σε Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία το όριο επίσης τείνει να ξεπεραστεί . Σε περίπτωση που όντως ξεπεραστεί, η ΕΚΤ δύσκολα θα μπορούσε πλέον ως κυρίαρχος πιστωτής να αντικρούσει την κατηγορία της νομισματικής χρηματοδότησης που απαγορεύεται ρητά από το νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της.

Η έξοδος από την ποσοτική χαλάρωση όμως δεν σημαίνει πλήρη διακοπή των δραστηριοτήτων της Ευρωτράπεζας σε αυτό το πεδίο. Ο Ντράγκι κατέστησε σαφές ότι μετά τη λήξη των ομολόγων που έχει στο χαρτοφυλάκιό της, η ΕΚΤ θα τα επενδύσει εκ νέου στις χρηματαγορές. Αυτό σημαίνει ότι η ρευστότητα θα παραμείνει στην αγορά. Διευκρίνισε δε ότι θα το κάνει για όσο κριθεί αναγκαίο.

Πρώτες αντιδράσεις

Οικονομικοί αναλυτές αντιδρούν καταρχήν με ικανοποίηση στις εξαγγελίες Ντράγκι. Ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου Φουστ έκανε λόγο για ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής. «Μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων η κεντρική τράπεζα εξελίσσεται όλο και περισσότερο σε έναν πιστωτή κρατών. Αυτό μπορεί να υπονομεύσει την ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής. Η επιστροφή στην ομαλότητα επιβάλλεται και για το λόγο ότι στην επόμενη κρίση θα μας λείπουν τα περιθώρια αντίδρασης».

Η Ιζαμπέλ Σνάμπελ πάντως, μια εκ των λεγόμενων σοφών της γερμανικής οικονομίας, εκτιμά πως δεδομένου ότι δεν αποφασίστηκε ακόμη αύξηση των επιτοκίων, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για στροφή της νομισματικής πολιτικής της Ευρωτράπεζας.