Ο πόλεμος επιβολής δασμών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας διευρύνεται και οι επιπτώσεις του γίνονται ολοένα πιο αισθητές, τόσο σε αμερικανικές, όσο και ευρωπαϊκές εταιρείες. Σε σφυγμομέτρηση του αμερικανικού εμπορικού επιμελητηρίου στο Πεκίνο, το 40% των εταιρειών απαντά ότι εξετάζει αποχώρηση από την Κίνα, ενώ παράλληλα εταιρείες, σε παρόμοιο ποσοστό, κάνουν λόγο για κινεζικά αντίποινα που ξεπερνούν την επιβολή επιπλέον δασμών. Για παράδειγμα, η διαδικασία ελέγχων στο τελωνείο διαρκεί πλέον πολύ περισσότερο και οι έλεγχοι των εν λόγω εταιρειών από τις κινεζικές αρχές έχουν ενταθεί.
Την περασμένη Δευτέρα δημοσιοποιήθηκε σφυγμομέτρηση μεταξύ γερμανικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην κινεζική αγορά. Πάνω από το 33% θεωρεί ότι η εμπορική διένεξη ΗΠΑ-Κίνας έχει αρνητική επιρροή στον τζίρο τους. Η ελπίδα ότι οι Κινέζοι θα στραφούν σε ευρωπαϊκά προϊόντα, αφού γυρίσουν την πλάτη στα αμερικανικά, δεν πραγματοποιήθηκε, τουλάχιστον προς το παρόν.
Κατά την άποψη του εμπορικού επιμελητηρίου της Ε.Ε. στο Πεκίνο, η επιβολή επιπλέον δασμών από τις ΗΠΑ στις κινεζικές εισαγωγές αποτελεί λανθασμένη στρατηγική. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες, ωστόσο, συμμερίζονται την κριτική του προέδρου Τραμπ στην Κίνα. Σύμφωνα με τη σφυγμομέτρηση, οι ευρωπαϊκές εταιρείες θεωρούν ότι, παρά τις μεγαλόστομες υποσχέσεις της κινεζικής ηγεσίας για μεταρρυθμίσεις, αδικούνται ακόμα σε σύγκριση με τις κινεζικές. «Χρειαζόμαστε ένα προβλέψιμο και δίκαιο επιχειρηματικό μοντέλο» δηλώνει η αντιπρόεδρος του επιμελητηρίου, Σάρλοτ Ρουλ.
Το 56% των ευρωπαϊκών εταιρειών στην Κίνα εκτιμούν ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν ευκολότερη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά απ’ ό,τι εκείνες στην κινεζική. Το 45%, μάλιστα, θεωρεί ότι αδικούνται σε σχέση με τον κινεζικό ανταγωνισμό. Την ίδια στιγμή, το 20% των ευρωπαϊκών εταιρειών δηλώνουν ότι τους ασκούνται αφόρητες πιέσεις να μοιραστούν την τεχνολογία τους με κινέζους εταίρους ως όρο για να κάνουν δουλειές στην Κίνα.
Δύο χρόνια νωρίτερα το ποσοστό των εταιρειών που διαμαρτύρονταν για τις κινεζικές πρακτικές βρίσκονταν στο μισό, δηλαδή στο 10%. «Δεν μπορούμε να αποδεχθούμε ότι οι πρακτικές αυτές εξακολουθούν να υφίστανται σε μια τόσο ώριμη και καινοτόμα αγορά όπως η κινεζική» τονίζει η αντιπρόεδρος του εμπορικού επιμελητηρίου της Ε.Ε. στο Πεκίνο.