Μία ημέρα μετά τη Fitch Ratings, τη σκυτάλη πήρε σήμερα ο ΟΟΣΑ, κρούωντας τον κώδωνα κινδύνου για δημοσιονομικό εκτροχιασμό εξαιτίας των πρόσφατων μέτρων ελάφρυνσης που ανακοίνωσε η κυβέρνηση Τσίπρα. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, οι πρόσφατες ανακοινώσεις και κυρίως το μέτρο για τη μείωση του ΦΠΑ σε επιλεγμένα προϊόντα συνεπάγονται μειωμένα φορολογικά έσοδα, με παράλληλη αύξηση των δαπανών από το 2019, κυρίως για τις συντάξεις. Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί ότι οι αποκλίσεις από την υφιστάμενη δημοσιονομική στρατηγική θα υπονομεύσουν την δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας.
«Πέραν των μέτρων, η ελληνική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει και την επιθυμία της να συζητήσει με τους Ευρωπαίους εταίρους την ευκαιρία για μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 3,5% του ΑΕΠ στο 2,5% του ΑΕΠ το 2020 και να χρησιμοποιήσει το «μαξιλάρι ρευστότητας» για τη χρηματοδότηση της διαφοράς. Τα μελλοντικά δημοσιονομικά μέτρα θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στις επενδύσεις σε υποδομές και δεξιότητες, στην αντιμετώπιση της φτώχειας και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και ελέγχου των δημοσίων δαπανών. Αυτά τα μέτρα, σε συνδυασμό με μεγαλύτερη πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις για καλύτερη δημόσια διοίκηση και περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις θα συμβάλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και θα άρουν εμπόδια στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα τους μεσοπρόθεσμους στόχους του προϋπολογισμού», αναφέρει.
Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί ότι οι αποκλίσεις από την υφιστάμενη δημοσιονομική στρατηγική θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας. «Οι καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ανταγωνιστικότητας και “υγείας” των τραπεζών θα δημιουργήσουν καθοδικούς κινδύνους στην προβλεπόμενη ανάπτυξη των επενδύσεων».
Μεταξύ των προκλήσεων, ο Οργανισμός επικαλείται το Brexit και το ενδεχόμενο επιβράδυνσης των εξαγωγών στην περίπτωση μιας «άτακτης» εξόδου. Από την άλλη πλευρά, τα πρόσφατα μέτρα για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων θα μπορούσαν να αποφέρουν αποτελέσματα ταχύτερα του αναμενομένου, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη και βελτιώνοντας περαιτέρω τις επενδυτικές προοπτικές», σημειώνεται στην έκθεση.
Όσον αφορά την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ι ότι η ανάκαμψη αναμένεται να διατηρήσει τη δυναμική της, με το ΑΕΠ της χώρας να αυξάνεται με ρυθμό 2% ή λίγο υψηλότερα το 2019 και το 2020 έναντι αύξησης 1,9% το 2018. Από τον πίνακα της έκθεσης προκύπτει ότι ο ΟΟΣΑ προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,1% φέτος και 2% το 2020. «Η εγχώρια ζήτηση θα συμβάλλει περισσότερο στην ανάπτυξη από ότι στο πρόσφατο παρελθόν, αντισταθμίζοντας τη συγκράτηση της αύξησης των εξαγωγών», σημειώνει ο ΟΟΣΑ, προσθέτοντας: «Οι επενδύσεις αναμένεται να αρχίσουν να ανακάμπτουν, καθώς οι χρηματοδοτικές συνθήκες βελτιώνονται. Τα υψηλότερα εισοδήματα των νοικοκυριών, λόγω της πρόσφατης αύξησης του κατώτατου μισθού και της αύξησης της απασχόλησης, θα στηρίξουν την κατανάλωσή τους. Το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού συνεχίζει να υπερβαίνει τους μεσοπρόθεσμους στόχους, η πρόσβασης στις διεθνείς αγορές ομολόγων βελτιώνεται και το ταμειακό μαξιλάρι είναι σημαντικό».
Ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι η διασφάλιση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας απαιτεί τη συνέχιση της επίτευξης των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων. «Η συνέχιση της προόδου στη μείωση των υψηλών ανοιγμάτων των τραπεζών σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα απαιτήσει πιο βαθιά μέτρα. Πρόσθετες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων, τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την αύξηση των δεξιοτήτων», προσθέτει.
Ο ΟΟΣΑ αναφέρεται στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% στα 650 ευρώ τον μήνα και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους φέτος τον Φεβρουάριο, σημειώνοντας ότι με τις αυξήσεις αυτές, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο μισθό πλησιάζει τον μέσο όρο των χωρών του Οργανισμού. «Η αύξηση θα μειώσει τη φτώχεια των εργαζομένων, αλλά ενέχει τον κίνδυνο να συμβάλει στην άτυπη εργασία και την επιβράδυνση των κερδών στον αριθμό των θέσεων εργασίας, δεδομένης της ασθενούς παραγωγικότητας», σημειώνει.
Όσον αφορά στα δημοσιονομικά, η έκθεση αναφέρει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού ανήλθε στο 4,2% του ΑΕΠ το 2018. Τα ισχυρά έσοδα – όπως αυτά του ΦΠΑ από τις δαπάνες των τουριστών – και οι χαμηλότερες από τις προγραμματισμένες δημόσιες επενδύσεις συνέβαλαν στην υπεραπόδοση, σημειώνει. Για τον προϋπολογισμό του 2019 σημειώνει ότι διατηρείται ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, αλλά «υπάρχουν κίνδυνοι στη διαχείριση των δαπανών λόγω των ληξιπρόθεσμων πληρωμών και τις πιέσεις στις δαπάνες μισθοδοσίας του Δημοσίου που προκύπτουν κυρίως από δικαστικές αποφάσεις».