Skip to main content

Τυροκομείο Δορκάδος «Μίχου»: Νέα μονάδα και βήματα επέκτασης εκτός συνόρων

Από την έντυπη έκδοση

Βάσω Βεγίρη  

[email protected]

Σύντομα το τυροκομείο Δορκάδος «Μίχου», όπως αναφέρει στο «ΜΜ» η ιδιοκτήτρια της επιχείρησης Μαρία Μίχου, ξεκινά εξαγωγές στην αγορά της Κύπρου, κυρίως κατσικίσιο τυρί και βούτυρα.

Εντός συνόρων τα προϊόντα της (τυριά, γιαούρτια, βούτυρα) διατίθενται σε όλη την Κεντρική Μακεδονία μέσω καταστημάτων delicatessen και άλλων μικρών σημείων λιανικής, ενώ ο τζίρος της εταιρείας αγγίζει το 1 εκατ. ευρώ. Η νέα μονάδα θα κατασκευαστεί σε έκταση που έχει ήδη αγοραστεί, επίσης στην περιοχή της Δορκάδας, και με την υλοποίησή της η εταιρεία σκοπεύει να προχωρήσει τόσο στην αύξηση της παραγωγής της, η οποία βασίζεται -όπως τονίζει η κ. Μίχου- σε αποκλειστικά τοπική πρώτη ύλη από ντόπιους κτηνοτρόφους και είναι πιστοποιημένη με ISO 2000, όσο και στην ανάπτυξη νέων προϊόντων, με στόχο και την πανελλαδική επέκταση του δικτύου διανομής της. Η επένδυση θα είναι της τάξης του 1 εκατ. ευρώ.

Τα τυροκομικά προϊόντα της Δορκάδος, ιδιαίτερα τα παραδοσιακά γιαούρτια, είναι φημισμένα εντός και εκτός Ελλάδας. Η Δορκάδα είναι ένα προσφυγικό χωριό της επαρχίας Λαγκαδά, σε υψόμετρο 550 μέτρων. Οι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στην περιοχή το 1922, προερχόμενοι από το χωριό Καρατζάκιοϊ της Ανατολικής Θράκης, το οποίο φημιζόταν για τα τυροκομικά του. Το όνομα της νέας πατρίδας «Δορκάς» είναι ένα είδος ζαρκαδιού, που δόθηκε ως ανάμνηση της γενέτειράς τους. Μεταναστεύοντας από το Καρατζάκιοϊ της Ανατολικής Θράκης, ο Τριαντάφυλλος Μίχος συνέχισε την οικογενειακή κτηνοτροφική παράδοση στη Δορκάδα, συνεισφέροντας και αυτός στη δημιουργία του ονόματος της περιοχής, που σήμερα είναι συνυφασμένο με τα υψηλής ποιότητας τυροκομικά προϊόντα. Η σημερινή εταιρεία ιδρύθηκε από τον Ελευθέριο Μίχο στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

«Το εργαστήρι μας συνεχίζει σήμερα την οικογενειακή παράδοση, συμβάλλοντας στην ευρύτερη οικονομία της περιοχής και διατηρώντας αναλλοίωτη την παράδοση της κλασικής ελληνικής τυροκομίας» τονίζει η κ. Μίχου και προσθέτει με έμφαση: «Το γάλα των γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων μας προέρχεται από πρόβατα και κατσίκια της ευρύτερης Κεντρικής Μακεδονίας, που εκτρέφονται σε μικρές μονάδες. Η προσπάθειά μας να στηρίξουμε τους κτηνοτρόφους της περιοχής και να διατηρήσουμε την ποιότητα των γαλακτοκομικών προϊόντων σε υψηλά επίπεδα, μας οδήγησε στη διατήρηση της τροφοδοσίας μας από τοπικές και μόνο μονάδες, αποφεύγοντας την εισαγωγή φθηνότερου ποιοτικά γάλακτος, ώστε να πετυχαίνουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα και αναλαμβάνοντας, βέβαια, το ανάλογο για την παραγωγή κόστος».

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και η επιχείρηση Μίχου δηλώνει διά στόματος της κ. Μίχου ότι «περιμένουμε με ανυπομονησία την υποχρεωτική αναγραφή, σε όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα, της χώρας προέλευσης της πρώτης ύλης τους. Ελπίζουμε ότι τότε θα ξεκαθαρίσει το τοπίο και θα φανεί ποιοι στηρίζουν την εγχώρια παραγωγή».

«Η ελληνική κτηνοτροφία» σημειώνει η κ. Μίχου «αντιμετωπίζει προβλήματα, τα οποία επηρεάζουν άμεσα και τα τυροκομεία που χρησιμοποιούν αποκλειστικά ελληνικό γάλα. Υπάρχει κάθετη πτώση της τιμής του γάλακτος, εξαιτίας τριών παραγόντων: α) ανεξέλεγκτες εισαγωγές γάλακτος από Βουλγαρία και Ρουμανία, β) αύξηση της εγχώριας παραγωγής γάλακτος, και γ) πτώση κατανάλωσης τυροκομικών στην εγχώρια αγορά».

Η ίδια, μάλιστα, κατόπιν και σχετικών επαφών με ελεγκτές του ΕΛΓΟ, εκτιμά πως θα ήταν καλό σε πρώτη φάση, μεταξύ άλλων, να υπάρχει πρόσβαση του ΕΛΓΟ στα στοιχεία της Intrastat και στον ανακεφαλαιοποιητικό πίνακα ενδοκοινοτικών αποκτήσεων, όπου δηλώνονται εισαγωγές – εξαγωγές, να γίνεται υποχρεωτικά χημείο στο εισαγόμενο γάλα πριν μπει στη χώρα, να υπάρξει άμεση ενίσχυση του ΕΛΓΟ με προσωπικό και χρηματοδότηση και να σταματήσει η φημολογία ότι ο ΕΛΓΟ είναι μόνο συμβουλευτικός οργανισμός, καθώς επίσης και να επιβάλλονται αυστηρά πρόστιμα και αποκλεισμός από τις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ για θέματα νοθείας.