Η προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την στήριξη και την τόνωση της οικονομίας της Ευρωζώνης θα συνεχιστεί για όσο διάστημα χρειαστεί.
Αυτό ανέφερε ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, μεταφέροντας τη στάση των αξιωματούχων της ευρωτράπεζας ως απάντηση στην πρόσφατη κριτική που έχει δεχτεί με αφορμή τα θετικά μακροοικονομικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν για την οικονομία της Ευρωζώνης.
Μιλώντας σε εκδήλωση στην Ουάσιγκτον, ο Ντράγκι επιβεβαίωσε τη δέσμευση της ΕΚΤ να επιτευχθεί ο μακροπρόθεσμος στόχος της ΕΚΤ για τον πληθωρισμός, χαμηλότερα αλλά πλησίον του 2%, ενώ επιχείρησε να κάμψει τις ανησυχίες των αγορών ότι μπορεί το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων να τερματιστεί νωρίτερα του προβλεπομένου.
«Ενώ έχουμε δει ήδη μια σημαντική επίδραση των μέτρων μας στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και στην οικονομική εμπιστοσύνη, αυτό που τελικά έχει σημασία είναι ότι βλέπουμε ένα ισοδύναμο αποτέλεσμα για τις επενδύσεις, την κατανάλωση και τον πληθωρισμό», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ντράγκι.
«Εμείς θα εφαρμόσουν πλήρως το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (QE), όπως έχουμε ανακοινώσει, σε κάθε περίπτωση, μέχρι να δούμε μια διαρκή προσαρμογή στην πορεία του πληθωρισμού», πρόσθεσε.
«Ως αποτέλεσμα της συνολικής προσπάθειας νομισματικής χαλάρωσης από τον Ιούνιο του 2014, τόσο ο πληθωρισμός όσο και οι προοπτικές ανάπτυξης έχουν βελτιωθεί σημαντικά και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών ενισχύεται σταδιακά», ανέφερε ο κ. Ντράγκι, επισημαίνοντας ότι μετά από επτά χρόνια εξουθενωτικής ακολουθίας κρίσεων, ο ιδιωτικός τομέας εξακολουθεί να αποστρέφεται τον κίνδυνο στην Ευρώπη.
“Για το λόγο αυτό απαιτείται αρκετός καιρός πριν να μπορέσουμε να κηρύξουμε επιτυχής τη νομισματική πολιτική μας, οι πτυχές της οποίας θα εφαρμοστούν για όσο διάστημα χρειάζεται”.
Ο κ. Ντράγκι παραδέχθηκε ότι τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας μπορεί να έχουν μερικές “παρενέργειες” στην κοινωνία, επηρεάζοντας την επιλογή μεταξύ των δαπανών και της εξοικονόμησης των πόρων. “Το γεγονός ότι η πολιτική μας έχει μέχρι σήμερα αποδειχθεί αποτελεσματική, δεν πρέπει να μας τυφλώνει”, ανέφερε χαρακτηριστικά. “Ενώ η περίοδος των χαμηλών επιτοκίων θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε κάποιο τοπική ανισοκατανομή των πόρων, αυτό δεν σημαίνει ότι θα απειλήσουν τη συνολική χρηματοπιστωτική σταθερότητα”, πρόσθεσε, τονίζοντας την ανάγκη για ρυθμιστικές και εποπτικές πολιτικές που επηρεάζουν την ανάληψη κινδύνου.