Κατά 39% μειώθηκε ο αριθμός των δημόσιων εγγραφών στο α’ τρίμηνο του 2016, σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση της EY «Global IPO Trends».
Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, πρόκειται για τη χαμηλότερη επίδοση α’ τριμήνου από το 2009, καθώς συνολικά πραγματοποιήθηκαν 167 δημόσιες εγγραφές, αξίας μόλις 12,1 δισ. δολαρίων. Σε επίπεδο αριθμών, η μείωση ανέρχεται στο 39% ενώ σε επίπεδο αξίας κεφαλαίων, η πτώση αγγίζει το 70%.
Σύμφωνα με την EY, η «αργή» εκκίνηση της χρονιάς αντανακλά τους φόβους για μία παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση, την αυξημένη αστάθεια, την πτώση των τιμών του πετρελαίου και την τρέχουσα αναταραχή στις χρηματαγορές. Αξίζει να σημειωθεί ότι η υποτονική δραστηριότητα ήταν εμφανής κυρίως, στην Αμερικανική ήπειρο, τη νοτιοανατολική Ασία και την περιοχή της Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, Ινδίας και Αφρικής (EMEIA).
Πολυεπίπεδες στρατηγικές
Καθώς οι δημόσιες εγγραφές επηρεάστηκαν από τη γενικότερη αστάθεια και το αρνητικό οικονομικό κλίμα, η EY διαπιστώνει την κυριαρχία μιας στάσης αναμονής. Οι επιχειρήσεις, είτε αναμένουν τη βελτίωση των συνθηκών της αγοράς, είτε αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, όπως οι Συγχωνεύσεις και Εξαγορές, οι οποίες, ενώ υστερούν σε σχέση με τις υψηλές επιδόσεις του 2015, παρουσιάζουν μικρότερη κάμψη από τις δημόσιες εγγραφές.
Αυτή η στάση αναμονής, εξηγεί η ΕΥ, επιβεβαιώνεται από τη διεθνή πτώση του ποσοστού των δημόσιων εγγραφών προερχόμενες από εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών και καινοτόμων κεφαλαίων (μείωση κατά 80% ως προς τον αριθμό των εγγραφών το πρώτο τρίμηνο του 2016, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015).
Κατά 24% μειώθηκε και ο αριθμός των δημόσιων εγγραφών στον τομέα της τεχνολογίας, ενώ στις ΗΠΑ δεν υπήρξαν δημόσιες εγγραφές στον τομέα αυτόν κατά το πρώτο τρίμηνο, καθώς οι εταιρείες τεχνολογίας και οι παλαιοί επενδυτές τηρούν στάση αναμονής, προσδοκώντας σε υψηλότερες αποτιμήσεις σε μία μεταγενέστερη ημερομηνία.
Επιπλέον – καταλήγει η έκθεση – η μείωση κατά 70% ως προς τα αντληθέντα κεφάλαια, δείχνει ότι έχει μειωθεί αισθητά η μέση αξία των δημόσιων εγγραφών (η μέση αξία στις κύριες αγορές μειώθηκε κατά 30% σε ετήσια βάση), καθώς οι επιχειρήσεις επιλέγουν να προχωρήσουν σε μία μικρότερη δημόσια εγγραφή με την προοπτική μιας επαναληπτικής προσφοράς όταν βελτιωθούν οι συνθήκες.