Skip to main content

Διαπραγμάτευση: «Δεν υπάρχει τίποτα μετά τις 12 Ιουλίου»

Από την έντυπη έκδοση 

Τρεις είναι πλέον οι ημερομηνίες «κλειδιά» που απέμειναν για το κλείσιμο όλων προαπαιτούμενων της δ’ αξιολόγησης, το κλείδωμα της συμφωνίας για το χρέος, καθώς και τον καθορισμό του πλαισίου της μεταμνημονιακής εποπτείας.

Τελευταία ημερομηνία είναι η 12η Ιουλίου, «μετά την οποία δεν υπάρχει τίποτα», και αν δεν υπάρχει συμφωνία έως τότε δεν μπορεί να εκταμιευτεί η δόση που θα χρησιμοποιηθεί ως αποθεματικό ασφαλείας, όπως διαμηνύουν κύκλοι των Βρυξελλών, που είναι πολύ κοντά στη διαπραγμάτευση και γνωρίζουν πολύ καλά τις λεπτομέρειες αλλά και τα τεκταινόμενα.

Τα αυστηρά χρονικά περιθώρια είναι σε γνώση του Μεγάρου Μαξίμου και του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, αλλά ενδεχομένως όχι όλων των υπουργών. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι τυχαία η χθεσινή δήλωση του υφυπουργού Παρά τω Πρωθυπουργό Δημήτρη Λιάκου, ο οποίος διαμήνυσε προς άπαντες ότι «δεν υπάρχουν περιθώρια για καθυστερήσεις και αυτό το γνωρίζουν όλα τα μέλη της κυβέρνησης».

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τους παράγοντες της Κομισιόν, στόχος όλων, κυβέρνησης και θεσμών, είναι να κλείσει η διαπραγμάτευση στο Eurogroup της 24ης Μαΐου, που σημαίνει ότι πρέπει μέχρι τότε να έχει ολοκληρωθεί ο μεγαλύτερος όγκος των 88 προαπαιτούμενων.

Ο επόμενος σταθμός είναι το Eurogroup της 21ης Ιουνίου. Εφόσον έχουν ολοκληρωθεί τα προαπαιτούμενα, έχει υπάρξει τεχνική συμφωνία και κλείσει η 4η αξιολόγηση, στις 24 Μαΐου, τότε αμέσως μπαίνουν στην τελική ευθεία οι διαπραγματεύσεις για τη διευθέτηση του χρέους. Στόχος είναι να ευοδωθούν έως την 21η Ιουνίου ώστε να επικυρωθούν με την απόφαση του Eurogroup. Επίσης, το συγκεκριμένο συμβούλιο υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης θα εγκρίνει και την εκταμίευση των δόσεων από τον ESM.

Το ποσό που θα αποφασιστεί θα χρησιμοποιηθεί για τον σχηματισμό του αποθεματικού ασφαλείας. Παλαιότερα είχε προσδιοριστεί σε περίπου 9-11 δισ. ευρώ, ώστε μαζί με τα ποσά που θα αντλήσει η Ελλάδα από τις αγορές να σχηματιστεί ένα «μαξιλάρι ασφαλείας» ύψους περίπου 18-20 δισ. ευρώ, το οποίο θα καλύπτει τις δανειακές ανάγκες της Ελλάδας για μια περίοδο 12-18 μηνών, για την περίπτωση που το Ελληνικό Δημόσιο δεν μπορέσει να καλύπτει τις δανειακές του ανάγκες από τις αγορές, από την 21η Αυγούστου και μετά.

Στο ίδιο Eurogroup της 21η Ιουνίου θα πρέπει να αποφασιστούν η διαδικασία εξόδου από το μνημόνιο στις 20 Αυγούστου, αλλά και το είδος της μεταμνημονιακής εποπτείας. Επειδή τόσο το πλαίσιο απομείωσης του χρέους όσο και η μεταμνηνιακή περίοδος είναι ιδιαίτερα κρίσιμα ζητήματα, «καλό είναι να έχει κλείσει στα τέλη Μαΐου η 4η αξιολόγηση ώστε η προσοχή και οι συζητήσεις να επικεντρωθούν αποκλειστικά στα θεσμικά ζητήματα», υπογραμμίζουν οι ίδιοι κύκλοι.

Υπάρχει και μία επόμενη ημερομηνία-κλειδί, η 12η Ιουλίου. Το συγκεκριμένο Eurogroup, το τελευταίο πριν από τις θερινές διακοπές, είναι και η τελευταία προθεσμία για όποια εκκρεμότητα έχει απομείνει στο ελληνικό ζήτημα.

Αν μέχρι τις 12 Ιουλίου δεν έχουν κλείσει όλα, τότε θα δεν θα μπορέσει να εκταμιευτεί η δόση, αφού το πρόγραμμα τελειώνει στις 20 Αυγούστου και μετά τη λήξη του προγράμματος δεν υπάρχουν δόσεις.

Όλα αυτά σημαίνουν πως η κυβέρνηση οφείλει να τρέξει και να ολοκληρώσει όλα τα διαδικαστικά της αξιολόγησης εντός του Μαΐου, ώστε να μη μείνουν εκκρεμότητες που θα δώσουν αφορμή για καθυστερήσεις στη λήψη των αποφάσεων για το χρέος, αλλά και την έγκριση της δόσης που θα διατεθεί ως «μαξιλάρι ασφαλείας».

Στο οικονομικό επιτελείο βλέπουν θετικά διάφορα δημοσιεύματα στον γερμανικό Τύπο που μιλάνε για χαλάρωση της εποπτείας της ελληνικής οικονομίας, αλλά και για το ότι είναι η ώρα για την απομείωση του ελληνικού χρέους, πλην όμως αναμένουν όλα αυτά να αποτελέσουν και θέσεις της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία, όπως φαίνεται επισήμως, αντιστέκεται στις πιέσεις του ΔΝΤ και της ΕΚΤ για πιο επιθετική διευθέτηση του ελληνικού χρέους. 

Καμία καθυστέρηση
«Ο στόχος ολοκλήρωσης της αξιολόγησης εντός του Ιουνίου παραμένει σταθερός» υπογράμμισε ο υφυπουργός Παρά τω Πρωθυπουργώ Δημήτρης Λιάκος, λέγοντας ότι η τρέχουσα μπορεί να είναι η τέταρτη στη σειρά, αλλά είναι και η τελευταία του προγράμματος και ως εκ τούτου «θα πρέπει η συνολική δουλειά να έχει γίνει στην ώρα της». Έστειλε, μάλιστα, μήνυμα σε όλους τους εμπλεκόμενους λέγοντας ότι «δεν υπάρχουν περιθώρια για καθυστερήσεις», επισημαίνοντας ότι αυτό το γνωρίζουν όλα τα μέλη της κυβέρνησης. Ως προς τις διαπραγματεύσεις για το δημόσιο χρέος, ο κ. Λιάκος ανέφερε ότι η κυβέρνηση επιδιώκει «μια βιώσιμη, μακροπρόθεσμη λύση που δεν θα θέτει σε κίνδυνο τη δυναμική της οικονομίας μας». Δεσμεύτηκε δε ότι «θα διατηρήσουμε τη δημοσιονομική ισορροπία που κατακτήσαμε με τόσους κόπους και θα συνεχίσουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμιστικές τομές για τον τόπο». 

Εν τω μεταξύ, διαβεβαιώσεις ότι η Ελλάδα οδεύει προς μια τελική συμφωνία με τους δανειστές στις 21 Ιουνίου για την καθαρή έξοδο στις αγορές και την ελάφρυνση του χρέους έδωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, διαψεύδοντας τα σενάρια που μιλούν για παράταση του προγράμματος ή για είσοδο της ελληνικής οικονομίας σε καθεστώς πιστοληπτικής γραμμής. 

Να δείξουμε αλληλεγγύη
«Οι πιστωτές θα πρέπει να δείξουν “αλληλεγγύη” για να εξασφαλίσουν την ανάκαμψη της Ελλάδας. Η Γερμανία θα πρέπει να αποδεχτεί αυτή την έκκληση αν θέλει να εμποδίσει την περαιτέρω διάβρωση της ευρωπαϊκής ιδέας», γράφει η γερμανική εφημερίδα «Die Zeit».

«Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει ξεκαθαρίσει επανειλημμένα πώς φαντάζεται την εποχή μετά το καλοκαίρι. Οι περαιτέρω έλεγχοι του προϋπολογισμού από το εξωτερικό δεν είναι επιθυμητοί, εντούτοις η κυβέρνησή του θέλει να τηρήσει τους συμφωνημένους στόχους. Ωστόσο, για να επιτευχθούν αυτοί οι δημοσιονομικοί στόχοι, η χώρα του χρειάζεται μια νέα συμφωνία για το χρέος» τονίζει η γερμανική εφημερίδα. 

Η «Die Zeit» τονίζει επίσης ότι «τις ερχόμενες εβδομάδες, μέχρι το τέλος του Ιουνίου, θα αποφασιστεί εάν η εποχή της ελληνικής κρίσης θα οδηγηθεί σε ένα τέλος ή θα συνεχιστεί επ’ αόριστον. Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία οκτώ χρόνια, ο καθένας και η καθεμία σε αυτή τη χώρα αντελήφθη ποιες είναι οι συνέπειες όταν δεν διατηρεί υπό έλεγχο τα δημόσια οικονομικά. Όλη η χώρα έχει μάθει από αυτήν την κρίση». 

Η ΕΚΤ πιέζει τις χώρες «γεράκια» για το ελληνικό χρέος
Η ΕΚΤ ασκεί πιέσεις στη νέα κυβέρνηση της Γερμανίας να δεχθεί γενναία μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, στηρίζοντας το αίτημα και του ΔΝΤ εν όψει της εξόδου της Ελλάδας από το πρόγραμμα το καλοκαίρι. Τα παραπάνω αναφέρονται σε δημοσίευμα των FT με τίτλο: «Ανεβάζει τους τόνους η ΕΚΤ για το ελληνικό χρέος».

Σε δηλώσεις που έκανε μετά τη συνάντηση με τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης την Παρασκευή, ο Μπενουά Κερέ, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, ανέφερε πως οι χώρες «γεράκια» -με εμπροσθοφυλακή τη Γερμανία- πρέπει επιτέλους να συμφωνήσουν σε «ισχυρά και αξιόπιστα μέτρα για το ελληνικό χρέος» προκειμένου να ανακτήσει η Ελλάδα την εμπιστοσύνη των αγορών μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο.

Η παρέμβαση της ΕΚΤ έρχεται τη χρονική στιγμή που εντείνεται η αντιπαράθεση μεταξύ Γερμανών και Γάλλων για τον βαθμό του πολιτικού ελέγχου που πρέπει να έχουν οι πιστωτές σε έναν μηχανισμό ελάφρυνσης χρέους, που θα προσαρμόζει τις αποπληρωμές του ελληνικού χρέους ανάλογα με τις οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας.

Η Γερμανία και οι σύμμαχοί της σε Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία θέλουν ο μηχανισμός να περιλαμβάνει αυστηρούς όρους, όπως ψηφοφορίες στην Bundestag σε ετήσια βάση, για να μην έχουν οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις τη δυνατότητα υπαναχώρησης από τις υποσχέσεις για επίτευξη των δημοσιονομικών.

Αντιθέτως η Γαλλία και το Ταμείο πιέζουν για έναν αυτόματο μηχανισμό χωρίς περιθώρια πολιτικών υπολογισμών ως προς την καλύτερη λύση, αρκεί οι επενδυτές να πείθονται πως η Ελλάδα θα είναι σε θέση να χρηματοδοτηθεί χωρίς πόρους των πιστωτών.

Η ΕΚΤ ανησυχεί πως αν συνδεθούν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους με άλλους στόχους υπάρχει κίνδυνος να ενταθούν οι ανησυχίες της αγοράς για την πορεία του ελληνικού χρέους το οποίο ανέρχεται στο 180% του ΑΕΠ, καθώς η χώρα αρχίζει μια ζωή εκτός μνημονίων, αναφέρεται στο δημοσίευμα των FT.     

Η ελάφρυνση δεν κοστίζει ούτε δεκάρα
«Η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους δεν κοστίζει στον Γερμανό φορολογούμενο ούτε μία δεκάρα. Πολλοί δεν το καταλαβαίνουν, επειδή πιστεύουν ότι γεμίσαμε βαγόνια τρένων με ευρώ και τα στείλαμε από το Βερολίνο στην Αθήνα. Αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Από τον γερμανικό προϋπολογισμό δεν εισέρρευσε ούτε ένα ευρώ στην Ελλάδα», γράφει το γερμανικό περιοδικό «Stern». 

Αυτό, όπως εξηγεί, οφείλεται στο περίπλοκο σύστημα διάσωσης. «Η Γερμανία βοήθησε την Αθήνα με δύο τρόπους: αρχικά, το Πιστωτικό Ίδρυμα για την Ανοικοδόμηση (KfW) χορήγησε περίπου 15 δισ. ευρώ δάνειο, αργότερα η Γερμανία έδωσε σχεδόν 22 δισ. ευρώ στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Επρόκειτο για εγγύηση ώστε ο ΕSM να πάρει δάνεια από τις παγκόσμιες αγορές και τα οποία χορήγησε στη συνέχεια στην Ελλάδα, υπό όρους φυσικά» σημειώνει το «Stern» και εξηγεί ότι «με τη μείωση του χρέους, τα δάνεια, τα οποία αυτή τη στιγμή έχουν διάρκεια κατά μέσο όρο 32,5 χρόνια, παρατείνονται κατά μερικά χρόνια, ενώ οι τόκοι καθίστανται αργότερα απαιτητοί. Δεν διαγράφονται τα χρέη της Ελλάδος, ούτε καν μερικώς. Αυτό σημαίνει ότι ο ESM και το KfW θα περιμένουν περισσότερο διάστημα για να πάρουν πίσω τα χρήματά τους. Αυτό είναι όλο. Ο Γερμανός φορολογούμενος δεν θα νιώσει τίποτα».