Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η επιτήρηση της επόμενης μέρας δεν θα είναι ίδια με εκείνη των άλλων πρώην μνημονιακών χωρών που βγήκαν από τα προγράμματα, αλλά πιο αυστηρή, γιατί στην περίπτωση της Ελλάδας θα μεσολαβήσει ελάφρυνση του χρέους, υπογραμμίζουν στις Βρυξέλλες σχολιάζοντας προχθεσινή δήλωση του επίτροπου Πιερ Μοσκοβισί, που δείχνει μια μετατόπιση της Κομισιόν από την αρχική της θέση. Αφορμή για την παραπάνω επισήμανση είναι οι διαφωνίες που έχουν προκύψει σχετικά με το πώς θα ενεργοποιείται ο γαλλικός μηχανισμός που θα συνδέει τον ρυθμό αποπληρωμής του ελληνικού χρέους με την ανάπτυξη. Το ΔΝΤ και η Γαλλία ζητούν η ενεργοποίηση του μηχανισμού να γίνεται αυτόματα, δηλαδή όταν η ανάπτυξη στην Ελλάδα είναι μικρή, τότε η χώρα να αποπληρώνει λιγότερα δάνεια ή και καθόλου, ενώ αντίθετα σε περίπτωση που η ανάπτυξη είναι υψηλή να αυξάνονται οι πληρωμές. Με τη θέση αυτή συμφωνούσε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, υποστήριξαν στις συζητήσεις που έγιναν ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν όροι για ορισμένες πτυχές της ελάφρυνσης του χρέους, όπως η επιστροφή στην Ελλάδα των κερδών της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών που έχουν στην κατοχή τους ελληνικά ομόλογα. Όχι, όμως, για τον μηχανισμό, όπου η ενεργοποίηση πρέπει να γίνεται αυτόματα χωρίς πολιτικές συζητήσεις. Από την άλλη πλευρά, οι βόρειες χώρες με επικεφαλής τη Γερμανία και την Ολλανδία είχαν καταστήσει εξαρχής σαφές πως η ενεργοποίηση του μηχανισμού δεν θα είναι αυτόματη, αλλά θα πρέπει να αποφασίζεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας σε συμφωνία με το Εurogroup. Δηλαδή, αυτές οι χώρες θέλουν να έχουν λόγο κάθε φορά που θα ενεργοποιείται ο μηχανισμός μείωσης του χρέους.
Το επιχείρημα που επικαλούνται οι συγκεκριμένες χώρες είναι πως οι κυβερνήσεις τους ελέγχονται από τα εθνικά κοινοβούλια, τα οποία όταν η Ελλάδα βγει από το πρόγραμμα θα πρέπει να συμφωνήσουν για τις προϋποθέσεις και τους όρους της επιτήρησης. Με άλλα λόγια, υποστηρίζουν ότι ακόμη κι αν οι κυβερνήσεις συμφωνήσουν η ενεργοποίηση του μηχανισμού να γίνεται αυτόματα, κάποια κοινοβούλια, όπως το γερμανικό, το ολλανδικό ή το φινλανδικό και το σλοβακικό, δεν θα δώσουν το «πράσινο φως».
Η διαφωνία αυτή δεν γεφυρώθηκε στις συζητήσεις που έγιναν στην Ουάσιγκτον, όπου το ΔΝΤ επέμεινε στον αυτοματισμό, υπογραμμίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα αποκλείονται οι πολιτικές παρεμβάσεις στο μέλλον και θα σταλεί ένα σαφές μήνυμα στις αγορές για «καθαρή» έξοδο από το πρόγραμμα.
Οι βόρειες χώρες θέλουν η ενεργοποίηση του μηχανισμού να γίνεται με βάση δύο κριτήρια: την επίτευξη των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων και την υλοποίηση της στρατηγικής για την ανάπτυξη με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Εφόσον η Ελλάδα εκπληρώνει αυτά τα κριτήρια, τότε σε περίπτωση χαμηλής ανάπτυξης θα ενεργοποιείται ο μηχανισμός. Η προχθεσινή δήλωση του κ. Μοσκοβισί περί ημι-αυτόματου μηχανισμού κινείται προς την κατεύθυνση της αναζήτησης ενός συμβιβασμού μεταξύ των δύο πλευρών. Να αναζητηθεί, δηλαδή, ένας κοινός τόπος, κάτι που θα επιχειρηθεί να γίνει και στην αυριανή συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, στη Σόφια.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η εγκατάλειψη του αυτοματισμού στην ενεργοποίηση του μηχανισμού θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στο μέλλον, γιατί από τη στιγμή που θα χρειάζεται ειδική απόφαση του ΕΜΣ και του Εurogroup, το ζήτημα γίνεται πολιτικό και την κρίσιμη στιγμή οποιαδήποτε χώρα θα έχει τη δυνατότητα να ερμηνεύει όπως θέλει την εκπλήρωση των όρων.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν έχει πολλά περιθώρια παρέμβασης στις συζητήσεις που γίνονται για το θέμα αυτό και η αλλαγή στάσης της Κομισιόν καθιστά πλέον πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την αποφυγή των όρων στην ενεργοποίηση του γαλλικού μηχανισμού.
Το γερμανικό ΥΠΟΙΚ
Η εκπρόσωπος του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Όλαφ Σολτς, όταν ρωτήθηκε να σχολιάσει το δημοσίευμα της «Handelsblatt», σύμφωνα με το οποίο το Βερολίνο επιμένει σε ελάφρυνση του ελληνικού χρέους με αυστηρούς όρους απάντησε: «Δεν έχουν ληφθεί αποφάσεις, δεν υπάρχει κάτι προκαθορισμένο στα ερωτήματα αυτά» και πρόσθεσε: «Οι συζητήσεις για την ελάφρυνση του χρέους θα συνεχιστούν και η Γερμανία ελπίζει πως η απόφαση μπορεί να ληφθεί έγκαιρα πριν από τη λήξη του τρίτου προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας». Ωστόσο σημείωσε ότι «η απόφαση θα χρειαστεί σίγουρα μερικές ακόμα εβδομάδες».