Skip to main content

«Καμπανάκια» για επενδύσεις και ανάπτυξη

Από την έντυπη έκδοση 

Του Γιάννη Κανουπάκη
[email protected]

Σήμα κινδύνου για επιστροφή σε ύφεση τα επόμενα χρόνια, αν δεν προωθηθούν μεταρρυθμίσεις, εκπέμπει το ΙΟΒΕ, το οποίο τοποθετεί χαμηλότερα της κυβερνητικής εκτίμησης -κατά 0,5%- τον πήχη για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ.  Την ανάγκη να «καθαρίσει» το εταιρικό τοπίο υπογραμμίζει η PwC, τονίζοντας ότι η οικονομία δεν μεταρρυθμίστηκε, αλλά συρρικνώθηκε. Τους κλάδους που δημιουργούν αισιοδοξία παρουσιάζει η ICAP.

Στην περιοχή του 2%, παρόμοιος με του 2018, αναμένεται ο ρυθμός πραγματικής μεγέθυνσης για το τρέχον έτος, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, εκτίμηση που είναι χαμηλότερη από τον στόχο του υπουργείου Οικονομικών, που τοποθετεί τον αναπτυξιακό πήχη του 2019 στο 2,5% και οριακά υψηλότερη από 1,9% που προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος.

Όπως προκύπτει από την πρώτη για το 2019 τριμηνιαία έκθεση του ιδρύματος, οι εξαγωγές καταγράφουν ισχυρή δυναμική, η οποία εξαρτάται από τη διεθνή συγκυρία που εξακολουθεί να είναι ευνοϊκή, αλλά εκφράζει και τη στροφή κλάδων και επιχειρήσεων προς τις εξαγωγές, που συντελέστηκε σταδιακά κατά την τελευταία δεκαετία. Αν και με καθυστέρηση και αργούς ρυθμούς, γίνονται βήματα για την ανάκτηση της πρόσβασης της χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και τη σταδιακή εξομάλυνση της χρηματοδότησής της, εξέλιξη που θα διευκολύνει και τη μεσοπρόθεσμη πορεία του τραπεζικού συστήματος. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για προβληματισμό και εγρήγορση, κυρίως λόγω του ιδιαίτερα χαμηλού επιπέδου επενδύσεων, τονίζει το ΙΟΒΕ. 

Εξαγωγές-καινοτομία 
Ειδικότερα, όπως τόνισε ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, η ενίσχυση των επενδύσεων είναι σύμφυτη με την περαιτέρω στροφή της παραγωγικού υποδείγματος της χώρας προς εξαγωγές και καινοτομία. Προβληματισμό, όπως είπε, προκαλεί και το επίπεδο και η δυναμική της ανεργίας, για την οποία υπάρχει κίνδυνος σταθεροποίησης σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα μεσοπρόθεσμα. Στην ελληνική οικονομία υπάρχουν διαχρονικά ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα συμμετοχής στο δυναμικό εργασίας που αν δεν ανέλθουν σταδιακά, θα υπονομεύουν τους ρυθμούς μεγέθυνσης.

Οι κυριότερες διαπιστώσεις της Έκθεσης κωδικοποιούνται στα εξής: 

  • Η ελληνική οικονομία εξέρχεται από τη σχεδόν δεκαετή ύφεση, μέσα από την ολοκλήρωση τριών προγραμμάτων και έχοντας διορθώσει σε μεγάλο βαθμό τις ανισορροπίες στα δίδυμα ελλείμματα, το δημοσιονομικό και του ισοζυγίου πληρωμών. Όμως βρίσκεται σε μια ευάλωτη ισορροπία και με ασθενή αναπτυξιακή δυναμική, γιατί η προσαρμογή έγινε κυρίως μέσω της ύφεσης. 
  • Υπάρχει ένα ευρύ σύνολο επιπλοκών που σχετίζονται με την άρνηση ή την αδυναμία να προχωρήσει ο δομικός μετασχηματισμός της οικονομίας. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα επόμενα χρόνια, που προφανώς σχετίζεται και με τη διαδικασία διαμόρφωσης και εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής. 
  • Αν η ελληνική οικονομία δεν απελευθερώσει και κινητοποιήσει ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις μέσα από κατάλληλες διαθρωτικές τομές, θα υπάρξει γρήγορα επιστροφή στην ύφεση, η οποία με τη σειρά της θα υπονομεύσει και την εξυπηρέτηση του χρέους στα επόμενα χρόνια. 
  • Αποτελεί επείγουσα ανάγκη να μη χαθεί σχετικός χρόνος και ευκαιρίες προεκλογικά και να δρομολογηθεί η εφαρμογή ενός αποτελεσματικού σχεδίου τομών, με αναπτυξιακό πρόσημο, μετεκλογικά.
  • Στο σύστημα συντάξεων, υπάρχουν συνολικά στρεβλά και ασθενή κίνητρα για την εργασία, επιβαρύνοντάς την υπέρμετρα με εισφορές που δεν έχουν ανταποδοτικότητα και δεν δημιουργούν αποθεματικά προς επένδυση. Είναι αναγκαίο να υπάρξουν τομές άμεσα με ουσιαστική ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων του.  
  • Στο φορολογικό, μια μεταρρυθμιστική τομή πρέπει να συνδυάζει ένα απλούστερο σύστημα φορολογίας εισοδήματος, με ευρύτερη βάση και χαμηλότερους συντελεστές, σε συνδυασμό με εξορθολογισμό των υπερβολικών επιβαρύνσεων στην ακίνητη περιουσία. Η δυνατότητα μεγάλης αύξησης τον εσόδων ΦΠΑ και φόρου εισοδήματος μέσω στοχευμένων κινήτρων για ενίσχυση των ηλεκτρονικών πληρωμών πρέπει να αποτελέσει κρίσιμο συστατικό του μίγματος της φορολογικής πολιτικής.
  • Στο εκπαιδευτικό σύστημα, οι δημογραφικές εξελίξεις στη χώρα, όπως και οι τεχνολογικές εξελίξεις διεθνώς, καθιστούν τη μεταρρύθμιση του συστήματος απόλυτη προτεραιότητα, όπως και την καλύτερη διασύνδεσή του με την οικονομία.

Εξάλλου, κατά τους αναλυτές, είναι κρίσιμης σημασίας οι ρυθμοί πραγματικής μεγέθυνσης της οικονομίας να κινηθούν κατά την επόμενη πενταετία σε υψηλό επίπεδο που να υπερβαίνει συστηματικά το 2%, έτσι ώστε να διευκολύνεται η διαχείριση των ιδιωτικών και δημόσιων χρεών και να δρομολογείται σύγκλιση με άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης. Εξίσου σημαντικό, όμως, είναι να τεθούν οι βάσεις για αύξηση των ρυθμών μεγέθυνσης μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα πάνω από το προβλεπόμενο επίπεδο της περιοχής του 1%, εξέλιξη που προϋποθέτει αύξηση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων στην οικονομία.

Τι λένε οι αριθμοί
Πιο αναλυτικά, η γλώσσα των αριθμών αποκαλύπτει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το 2019 θα είναι ίδιος ή ελαφρώς χαμηλότερος του 2018, από κλιμάκωση επενδυτικής δραστηριότητας (+8-11%) και ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,3%). Η ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση θα εκδηλωθεί και στις εισαγωγές, αλλά ήπια (+5,0%), καθώς πολλές εκ των επενδύσεων θα αφορούν κατασκευαστικά έργα, με πρώτες ύλες εγχωρίως παραγόμενες. Υπό τα περιοριστικά μέτρα πολιτικής στο διεθνές εμπόριο και την ολοκλήρωση επέκτασης του QE, θα αποκλιμακωθεί η άνοδος των εξαγωγών (+5,5%). Τα δεδομένα έως τώρα έχουν ως εξής: 

  • Υπέρβαση στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος κρατικού προϋπολογισμού στο πρώτο δίμηνο φέτος, κατά 1,01 δισ. ευρώ. Προήλθε κυρίως από την πραγματοποίηση λιγότερων «πιστώσεων υπό κατανομή» και, στην πλευρά των εσόδων, από μικρή υπέρβαση στα έσοδα από ΦΠΑ (+140 εκατ. ευρώ), όπως επίσης σε εκείνα από μεταβιβάσεις (+127 εκατ. ευρώ). Οι δαπάνες του διμήνου δεν έχουν επιβαρυνθεί με την καταβολή επιδομάτων, η χορήγηση των οποίων άρχισε μετά τον Φεβρουάριο (π.χ. οικογενειακό), ούτε έχουν αποτυπωθεί σε αυτές οι επιπτώσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία επηρεάζει περισσότερα από 20 επιδόματα.
  • Περαιτέρω κάμψη της ανεργίας σε σχέση με έναν χρόνο πριν στο τελευταίο τρίμηνο του 2018, σε 18,7%, επίπεδο που είναι το χαμηλότερο σε αυτό το χρονικό διάστημα του έτους από το 2011. Το 2019 αναμένεται αύξηση της απασχόλησης στον κατασκευαστικό τομέα, από επενδύσεις σε ιδιωτικοποιήσεις – παραχωρήσεις, αλλά και ανακαίνιση ή κατασκευή κατοικιών, περισσότερες θέσεις εργασίας στο χονδρικό – λιανικό εμπόριο, λόγω της μεγαλύτερης ανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθώς και στον δημόσιο τομέα, μέσω προγραμμάτων προσωρινής απασχόλησης. Υποχώρηση τόνωσης απασχόλησης από τον τουρισμό. Ακολούθως, η πτώση της ανεργίας θα είναι ηπιότερη και θα διαμορφωθεί κοντά στο 18,0%.
  • Ο ρυθμός μεταβολής τιμών το πρώτο τρίμηνο φέτος ήταν θετικός, 0,7%, από -0,1% την αντίστοιχη περίοδο του 2018 και 1,1% στο τελευταίο τρίμηνο πέρυσι. Ο πληθωρισμός οφείλεται στην ήπια ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης, καθώς η μεταβολή του γενικού δείκτη με σταθερούς φόρους και χωρίς τα ενεργειακά αγαθά το α’ δίμηνο του τρέχοντος έτους διαμορφώθηκε σε 0,9%, έναντι οριακής ανόδου 0,2% το αντίστοιχο διάστημα του 2018. Καθώς δεν έχει μεταβληθεί η έμμεση φορολογία φέτος και η μέση τιμή του πετρελαίου θα είναι κατά μέσο όρο χαμηλότερη της περσινής, το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι η αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή θα προέλθει από την εγχώρια ζήτηση και θα είναι παραπλήσια με το 2018, 0,5% – 0,7%. 

PwC:  Να καθαρίσει το εταιρικό τοπίο
Την ύπαρξη 2.100 εταιρειών που μπορούν να αποτελέσουν πόλο έλξης επενδυτικών κεφαλαίων, αλλά και 745 εταιρειών-zombies που αποτελούν «απόστημα» στην ανάπτυξη του επιχειρείν και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικονομίας, διαπιστώνει η μελέτη της PwC «10 χρόνια κρίσης: η οικονομία συρρικνώθηκε αλλά δεν μεταρρυθμίστηκε». 

Κεντρικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι, χωρίς καινούργιες πολιτικές, η δυναμική της οικονομίας δεν πρόκειται να αλλάξει, με την ανάλυση των στοιχείων να αποδεικνύει ότι οι ατομικές επιχειρηματικές στρατηγικές χωρίς στήριξη είναι απίθανο να θέσουν σε κίνηση μια βιώσιμη ανάπτυξη για το σύνολο της οικονομίας. Η μελέτη αναφέρει τρεις γενικές πολιτικές, που πρέπει να εφαρμοστούν ταυτόχρονα, με στόχο να καθιερώσουν συνθήκες οι οποίες να είναι ευνοϊκές για τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και τις επενδύσεις, και για την κινητοποίηση των πόρων της οικονομίας 

Πρώτον, το εταιρικό τοπίο πρέπει να εκκαθαριστεί από εταιρείες zombie με γρήγορο ρυθμό. Οι διαδικασίες πλήρους ρευστοποίησης είναι σημαντικές για τη μεταφορά ζήτησης στις εταιρείες Star και Grey, για την απελευθέρωση περιουσιακών στοιχείων στην παραγωγική οικονομία, ενώ βελτιώνουν την εμπορική ρευστότητα. Ταυτόχρονα, το τραπεζικό σύστημα πρέπει να εκκαθαριστεί από τα NPLs, τα οποία απορροφούν κεφάλαια, έτσι ώστε να επιταχυνθεί ο δανεισμός στην οικονομία.

Δεύτερον, πρέπει να στηθεί μία καλά οργανωμένη προσπάθεια ανάπτυξης εμπιστοσύνης με ένα ξεκάθαρο σχέδιο για το μέλλον. Αυτό θα βοηθήσει στη μείωση του κρατικού πιστωτικού κινδύνου και θα προσελκύσει διεθνείς στρατηγικούς επενδυτές να επενδύσουν στις ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες όχι μόνο επιβίωσαν από τη χειρότερη κρίση, αλλά αύξησαν την ανταγωνιστικότητά τους. 

Τρίτον, ως αποτέλεσμα των επενδύσεων, η οικονομία θα ξαναβρεί την ισορροπία προς υπηρεσίες και προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και θα επεκταθεί σε καινούργιες αγορές. Κλαδικές δημόσιες πολιτικές με συνοχή, που προωθούν την ανάπτυξη, τη χρηματοδότηση στα τελευταία στάδια της Ε&Α, την ομαδοποίηση της ζήτησης και την ομαδοποίηση της προσφοράς, είναι απαραίτητες για να διευκολύνουν αυτή τη μετατόπιση. Η κληρονομιά της κρίσης είναι έντονη, αλλά καλά κρυμμένη, και σταδιακά στρέφει την Ελλάδα σε μία πιο πρωτόγονη φυσική παραγωγική βάση με λιγότερες υπηρεσίες, τροφοδοτούμενη με λίγες επενδύσεις και στερημένη από καινοτομία.

Δείγμα επιχειρήσεων
Η μελέτη εξετάζει τα οικονομικά στοιχεία από ένα δείγμα εταιρειών με έσοδα άνω των 10 εκατ. ευρώ σε οποιοδήποτε έτος κατά την περίοδο 2008-2016. Συγκεκριμένα, πρόκειται για εταιρείες που αντιπροσωπεύουν το 57,8% του συνολικού κύκλου εργασιών των ελληνικών εταιρειών. Από αυτές, το εξεταζόμενο διάστημα, είχαν  παρουσία σε όλες τις χρονιές οι 2.441, εξήλθαν από το δείγμα 444, ενώ 364 εταιρείες εισήλθαν. 

Όπως επισημαίνει η PwC, η εταιρική οικονομία κατά τη διάρκεια της κρίσης οδηγήθηκε από: 

1. μείωση της ζήτησης, η οποία συμπίεσε τον κύκλο εργασιών κατά 12%
2. δυσκολότερες εμπορικές συνθήκες: Η μέση περίοδος είσπραξης απαιτήσεων μειώθηκε κατά 25,5%, η μέση περίοδος παραμονής αποθεμάτων παρέμεινε σχεδόν ίδια και οι υποχρεώσεις σε προμηθευτές αυξήθηκαν κατά 6,0%
3. υψηλότερο κόστος κεφαλαίου: το εταιρικό κόστος δανεισμού αυξήθηκε κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2010-2012 και το κόστος ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες 
4. υπάρχουν 745 zombies (26% του συνόλου) σε λειτουργία, 312 από τα οποία ήταν zombies και το 2009. Λόγω αυτών υπάρχουν 8,7 δισ. ευρώ παγιδευμένων δανείων και 10 δισ. ευρώ υποχρεώσεων προς προμηθευτές

Τα παραπάνω οδήγησαν σε: 

1. μείωση κατά 11,6% στα έξοδα, ενώ το μέσο περιθώριο EBIDTA επέστρεψε στο 9,7% 
2. έλλειψη επενδύσεων που χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα αντικατάστασης περιουσιακών στοιχείων, έλλειμα επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες και έρευνα
3. ο δανεισμός αυξήθηκε κατά 10 δισ. ευρώ, ενώ τα ίδια κεφάλαια μειώθηκαν κατά περίπου 4 δισ. ευρώ. Επίσης οι μειούμενες ανάγκες χρηματοδότησης ικανοποιήθηκαν από πιστώσεις και γενικά η χρηματοδότηση στράφηκε σε βραχυπρόθεσμη
4. οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά η σχετική προστιθέμενη αξία μειώθηκε

Η έρευνα τονίζει λοιπόν ότι το εταιρικό τοπίο στην Ελλάδα θα αλλάξει μόνο εάν το κόστος κεφαλαίου επιστρέψει σε επίπεδα που ευνοούν τις επενδύσεις και μηδενιστεί η επίδραση των zombies. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός εταιρειών zombies συνεχίζει να λειτουργεί υπονομεύοντας την ισορροπία της αγοράς. Η στοχευμένη εξάλειψη όλων των zombies θα είχε ως αποτέλεσμα μία αύξηση κατά 13% του κύκλου εργασιών όλων των υπόλοιπων εταιρειών. 

Από την άλλη, συνολικά υπάρχουν περίπου 2.100 επενδύσιμες εταιρείες με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 10 εκατ. ευρώ, οι οποίες έχουν τις δικές τους επιχειρηματικές στρατηγικές. Για να τεθεί σε λειτουργία η διαδικασία αλλά και για να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη, οι επιχειρήσεις πρέπει να αναγνωρίσουν τα επενδυτικά έργα που έχουν απόδοση μεγαλύτερη από το μακροπρόθεσμο κόστος των κεφαλαίων. 

Οι στρατηγικές που δημιουργούν αξία σε μία επιχείρηση εξαρτώνται πρωτίστως από την ευαισθησία της αξίας ιδίων κεφαλαίων στην ανάπτυξη της επιχείρησης και στη βελτίωση της κερδοφορίας, αλλά και από τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης. Το κόστος δανεισμού και ιδίων κεφαλαίων είναι εξίσου σημαντικά. Καθώς περνάμε σε μία χρηματοοικονομικά πιο χαλαρή περίοδο, με τις επιχειρήσεις να έχουν συσσωρεύσει ταμειακά διαθέσιμα και να έχουν ενδυναμώσει τους ισολογισμούς τους, θα υπάρξει μετατόπιση από τη στενή διαχείριση προς νέα επιχειρηματικά ανοίγματα.   

ICAP: Ποιοι κλάδοι εκπέμπουν αισιοδοξία
Πυλώνας ανάπτυξης επιχειρηματικής κερδοφορίας αναδεικνύεται το Real Estate σύμφωνα με μελέτης της ICAP, καθώς ο εν λόγω κλάδος βρίσκεται σε κορυφαίες θέσεις όσον αφορά τα περιθώρια κέρδους, ξεπερνώντας μάλιστα το 66% όσον αφορά το περιθώριο λειτουργικών κερδών (EBITDA). Επίσης εταιρείες από τον ευρύτερο τουριστικό κλάδο αλλά και την κινητή τηλεφωνία φαίνονται από τους πλέον επικερδείς. Tα παραπάνω προκύπτουν από τη μελέτη «Πρόσφατες εξελίξεις και επιδόσεις επιλεγμένων κλάδων» της ICAP, η οποία βασίζεται στην ανάλυση των μεγεθών από 40 διαφορετικούς επιχειρηματικούς κλάδους.

Όπως επισημαίνεται, μετά από μία μακρά περίοδο ύφεσης, η ελληνική οικονομία κινήθηκε με χαμηλούς αλλά θετικούς ρυθμούς μεταβολής την τελευταία διετία, καθώς το ΑΕΠ της χώρας κατέγραψε αύξηση 1,5% το 2017 σε σχέση με το 2016 (σε όρους όγκου), ενώ το 2018 αυξήθηκε περαιτέρω, κατά 1,9%.  

Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι απώλειες του εταιρικού τομέα ήταν μεγάλες, με κύριο χαρακτηριστικό τη σημαντική επιδείνωση της κερδοφορίας και τη συσσώρευση ζημιών επί σειρά ετών. Ωστόσο, η εικόνα αυτή άλλαξε το 2015 και βελτιώθηκε ακόμη περισσότερο τη διετία 2016-2017. 

Από τα σχετικά δεδομένα προκύπτει ότι το 2017 ο ελληνικός εταιρικός τομέας εμφάνισε αξιόλογη αύξηση στον κύκλο εργασιών του και σημαντική διεύρυνση της κερδοφορίας του. 

Πιο συγκεκριμένα, εξετάζοντας αρχικά τις εταιρείες του Μη Χρηματοπιστωτικού Τομέα προκύπτει ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών τους αυξήθηκε κατά 9,8% το 2017/16 και διαμορφώθηκε σε 125,9 δισ. ευρώ περίπου.  

Προχωρώντας περαιτέρω την ανάλυση των στοιχείων, η ICAP αναφέρει ότι με βάση τα στοιχεία του 2017 οι 5 εταιρείες οι οποίες διακρίνονται με βάση το υψηλότερο περιθώριο μικτού κέρδους είναι το Real Estate με 74,15%, οι Υπηρεσίες Κινητής Τηλεφωνίας με 71,78%, τα Τυποποιημένα Μπισκότα με 47,86%, τα Λευκά Είδη με 42,50% και οι Σύμβουλοι Επιχειρήσεων με 42,50%.  

Όσον αφορά το περιθώριο καθαρού κέρδους, πιο «αποδοτικός» προκύπτει ο κλάδος Καπνά – Τσιγάρα με 47,71% και έπονται: Real Εstate με 35,31%, Τυποποιημένα Κρουασάν με 21,67%, Ενοικιάσεις Αυτοκινήτων με 15,10% και Ξενοδοχεία με 10,20%. 
Τέλος, με βάση τον κρίσιμο δείκτη για το περιθώριο EBITDA, και πάλι το Real Estate -όπως αναφέρθηκε- είναι στην πρώτη θέση με 66,03% και ακολουθούν: Καπνά – Τσιγάρα με 53,28%, Ενοικιάσεις Αυτοκινήτων με 39,50%, Υπηρεσίες Κινητής Τηλεφωνίας με 27,58% και Ξενοδοχεία με 24,76%.