Οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες στην μετά πανδημία εποχή καθώς και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, βρέθηκαν στο επίκεντρο της συζήτησης που διοργάνωσε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με θέμα «Η επίδραση του COVID-19 στις μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης: Ένας χρόνος μετά».
Στη συζήτηση μετείχαν ο Αλέξανδρος Κρητικός, διευθυντής Έρευνας, DIW στο Βερολίνο, ο Μάνος Ματσαγγάνης, καθηγητής Δημοσίων Οικονομικών, Polytechnic University of Milan, η Βίκυ Πράις (Vicky Pryce), επικεφαλής οικονομική σύμβουλος, CEBR, και ο Γιώργος Σιώτης, αν.καθηγητής Οικονομικών, Universidad Carlos III de Madrid. Τη συζήτηση συντόνισε ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας.
Αναφορικά με τις προοπτικές της εγχώριας οικονομίας στην μετά-covid εποχή, οι ομιλητές εμφανίστηκαν αισιόδοξοι.
Ο κ. Ματσαγγάνης τόνισε ότι το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία, όχι μόνο ώστε η Ελλάδα να προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, αλλά και για να καλύψουμε μέρος του εδάφους που χάθηκε στα χρόνια της κρίσης.
Τόνισε ότι η Ελλάδα έχασε το 30% του ΑΕΠ και θα πρέπει να υπάρξει μια εθνική συνεννόηση ώστε να υπάρξει συμφωνία για το πώς θα κινηθούμε από εδώ και πέρα και πως θα βελτιώσουμε την θέση της χώρας.
Ο κ. Σιώτης υπογράμμισε την μεταρρυθμιστική εμπειρία που έχει αποκτήσει την προηγούμενη δεκαετία η Ελλάδα, εμπειρία που μπορεί να βοηθήσει την διαχείριση της εποχής μετά την πανδημία. Τόνισε ότι οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές, καθώς υπάρχει συμφωνία σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την υποστήριξη των χωρών που επηρεάστηκαν περισσότερο από την πανδημία. Τέλος υπογράμμισε ότι υπάρχει ένας οδικός χάρτης μεταρρυθμίσεων, το σχέδιο Πισσαρίδη, που πρέπει να αξιοποιηθεί.
Από την πλευρά του, ο κ. Κρητικός τόνισε ότι είναι η πρώτη φορά που υπάρχει από την Ελλάδα συγκεκριμένο σχέδιο για την υλοποίηση επενδύσεων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, υπογραμμίζοντας ότι οι κρατικοί πόροι του ταμείου θα προσελκύσουν και ιδιωτικές επενδύσεις, βοηθώντας αποφασιστικά την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Σημείωσε επίσης την ανάγκη επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων από την κυβέρνηση.
Τέλος η κυρία Pryce τόνισε την μεγάλη βελτίωση της διεθνούς εικόνας της Ελλάδας, αποτέλεσμα – σε μεγάλο βαθμό – της επιτυχούς διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης. Όπως σημείωσε η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω την κακή δημοσιότητα που είχε δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια, λόγω του δημοσιονομικού εκτροχιασμού και της κρίσης του ευρώ.
Οι προκλήσεις για τις ευρωπαϊκές οικονομίες
Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της πανδημίας στις οικονομίες, οι ομιλητές σημείωσαν ότι αυτές ήταν ηπιότερες από ό,τι αρχικά αναμένονταν, ωστόσο έχουν οδηγήσει σε μεγάλες ανισότητες, πλήττοντας κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα. Ξεχώρισαν ως τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην εποχή μετά την πανδημία, την ανεργία και πώς θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε τα υψηλά ποσοστά απασχόλησης, την αποτελεσματική κατάρτιση του δυναμικού στις νέες οικονομικές ανάγκες με την ενίσχυση των ψηφιακών δεξιοτήτων και την αντιμετώπιση του μεγάλου δημόσιου χρέους που δημιούργησε η πανδημία.
Όπως σημείωσαν, υπάρχει μια αισιοδοξία ειδικά στη βιομηχανία, ωστόσο η εφετινή χρονιά θα είναι δύσκολη λόγω των καθυστερήσεων στους εμβολιασμούς. Ανέφεραν επίσης ότι σε πολλές χώρες η υποστήριξη των ελεύθερων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολουμένων, όπως επίσης και των οικονομικά ασθενέστερων, δεν ήταν αποτελεσματική. Ο λόγος είναι ότι σε μεγάλο βαθμό, οι ενισχύσεις και τα μέτρα στήριξης ήταν συνδεδεμένα με τα εισοδήματα της προ κρίσης εποχής. Υπογράμμισαν επίσης τη σημασία αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου των ευρωπαϊκών οικονομιών, ώστε να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις και να ενισχύσουν τη θέση τους στην παγκόσμια αγορά.