Skip to main content

Τι προτείνουν ΟΕΕ, ΤΕΕ και δικηγόροι για τα «κόκκινα» δάνεια

Στην ανάγκη υιοθέτησης δύο συγκεκριμένων κατευθύνσεων, προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων χωρίς να προκληθούν αναταράξεις στον κοινωνικό ιστό, στάθηκαν οι πρόεδροι του Οικονομικού Επιμελητήριου Ελλάδος (ΟΕΕ) Κωνσταντίνος Κόλλιας, του Τεχνικού Επιμελητήριου Ελλάδος (ΤΕΕ) Γιώργος Στασινός και της  Ολομέλειας Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος Δημήτρης Βερβεσός, καταθέτοντας σε κοινή συνέντευξη Τύπου τις προτάσεις τους.

Κατά το ΟΕΕ, το ΤΕΕ και την Ολομέλεια Προέδρων Δικηγορικών συλλόγων Ελλάδας, ζητούμενο στο συγκεκριμένο θέμα είναι να υπάρξει μέριμνα για την πρώτη κατοικία αυτού που πραγματικά αδυνατεί να αντεπεξέλθει στην αποπληρωμή του δανείου του και να μην διαταραχθεί περαιτέρω η λειτουργία και η ισορροπία του τραπεζικού συστήματος της χώρας.

Σύμφωνα με τους τρεις φορείς, η πρώτη παρέμβαση αφορά στην κατεύθυνση που πρέπει να έχουν οι 130.000 πλειστηριασμοί, τους όποιους έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση με τους δανειστές ότι πρέπει να γίνουν μέχρι το 2021. ΟΕΕ, Ολομέλεια Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και ΤΕΕ εκτιμούν ότι η απόλυτη στόχευση στο συγκεκριμένο θέμα πρέπει να είναι οι στρατηγικοί κακοπληρωτές, τονίζοντας πως η απειλή πλειστηριασμού για όσους μπορούν, αλλά δεν θέλουν να πληρώσουν, είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να διασφαλίσουν οι τράπεζες τα συμφέροντά τους απέναντι σε αυτή την κατηγορία δανειοληπτών.

Η δεύτερη παρέμβαση αφορά στην κατεύθυνση που πρέπει να πάρουν οι διαπραγματεύσεις των τραπεζών με τους υπόλοιπους οφειλέτες, όσους δηλαδή, θέλουν, αλλά δεν μπορούν να πληρώσουν. Όπως τονίζουν οι τρεις φορείς, «το 2018 σηματοδοτεί την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς των πωλήσεων κόκκινων δανείων, καθώς αίρεται και η τελευταία απαγόρευση για τη μεταβίβαση δανείων, που συνδέονται με την πρώτη κατοικία». Συμπληρώνουν, δε, ότι «η πώληση κόκκινων δανείων αναδεικνύει σε βασικό συνομιλητή των οφειλετών τις εταιρείες διαχείρισης, που θα αναλάβουν να τα διαχειριστούν».

Προσθέτοντας, τονίζουν πως επιβάλλεται, λοιπόν, ένα προστατευτικό νομοσχέδιο για την κύρια κατοικία, βάσει του οποίου η προστασία θα αξιώνεται εφόσον πληρούνται κάποια κριτήρια, όπως είναι οι πραγματικές και αντικειμενικές οικονομικές δυνατότητες του δανειολήπτη, το ποσοστό αποπληρωμής, η αξία του ακινήτου και η δολιότητά του ως προς την μη αποπληρωμή ή όχι.

Για το συγκεκριμένο θέμα η πρόταση των φορέων έχει ως εξής:

  • Τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν, όπως οφείλουν βάσει νόμου, το δανειολήπτη (και τους εγγυητές) ότι το δάνειό του θα ενταχθεί σε χαρτοφυλάκιο προς πώληση δανείων και έχει στη διάθεσή του 45 ημέρες για να προσέλθει στην τράπεζα και να προχωρήσει σε ρύθμιση.
  • Αν δεν προσέλθει, η τράπεζα διεξάγει τη διαγωνιστική διαδικασία πώλησης των δανείων σε ειδικά αδειοδοτημένα funds.
  • Οι συμμετέχοντες στην διαγωνιστική διαδικασία γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι θα δοθεί μια τελευταία ευκαιρία στον δανειολήπτη να προσφέρει την ίδια τιμή, που θα προσφέρει ο πλειοδότης.
  • Εν συνεχεία, αποστέλλεται επιστολή στον δανειολήπτη με την οποία του γίνεται γνωστό το τίμημα, που προσφέρει το fund που έχει πλειοδοτήσει και του ζητείται – μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε ημερών – να απαντήσει αν ενδιαφέρεται να προσφέρει το ίδιο τίμημα. Αν βρει τα χρήματα (cash και cash collateral), θα πρέπει να αναφέρει ρητώς την πηγή των χρημάτων και τη χρονική περίοδο εξόφλησης.
  • Σε αυτή την περίπτωση, θα εξαγοράσει το δάνειό του, ενώ σε διαφορετική το δάνειο καταλήγει οριστικά στο fund.

Οι τρεις φορείς τονίζουν πως με την κυριότητα του δανείου, τα funds αποκτούν ουσιαστικά όλα τα δικαιώματα του δανειστή και μετά την κατάργηση στα τέλη του 2017 της απαγόρευσης για την πώληση και στεγαστικών δανείων ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για πρώτη κατοικία ή όχι. Ο ρόλος τους, δηλαδή, δεν εξαντλείται στην απόκτηση οφειλών από παλιά καταναλωτικά δάνεια ή πιστωτικές κάρτες, που δεν φέρουν εξασφαλίσεις και είναι ξεχασμένα από το παρελθόν. Αντίθετα, επεκτείνεται και σε δάνεια, που φέρουν προσημείωση, όπως τα στεγαστικά.

Με βάση αυτή τη στρατηγική, συνεχίζουν οι τρεις φορείς, τα funds έχουν και τη δυνατότητα να προτείνουν στον οφειλέτη λύση τύπου «αποπληρωμή της οφειλής μια και έξω» ή, αντίθετα, μια λύση πιο μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα, δηλαδή με σταδιακή αποπληρωμή μέρους της αρχικής. Όπως εξηγούν οι φορείς, το fund, αγοράζοντας ένα δάνειο, στοχεύει σε υψηλή απόδοση, που σημαίνει ότι τα funds θα διεκδικήσουν με πολύ πιο συντονισμένο και δυναμικό τρόπο τις οφειλές σε σχέση με τις τράπεζες, θα είναι πολύ πιο δραστικά στην κίνηση διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της απαίτησης, καθώς και πιο φειδωλά στα «κουρέματα». 

Με την εν λόγω πρόταση, κατά το ΟΕΕ, το ΤΕΕ και την Ολομέλεια Προέδρων Δικηγορικών συλλόγων Ελλάδας, επιτυγχάνονται ταυτόχρονα δύο στόχοι:

  • Αφενός, εξαντλούνται τα περιθώρια για τον οφειλέτη να αποπληρώσει την οφειλή του, χωρίς να κινδυνεύουν τα περιουσιακά του στοιχεία.
  • Αφετέρου, η τράπεζα θα πετύχει υψηλότερα τιμήματα, εξαιτίας του γεγονότος ότι το fund θα προσφέρει υψηλότερο τίμημα με αυτή τη διαδικασία και υπό τον επικείμενο ανταγωνισμό με το δανειολήπτη για το ποιος θα πάρει το δάνειο, από τη στιγμή που – αν ο δανειολήπτης προσφέρει το ίδιο τίμημα – δεν θα ξαναδοθεί στο fund το δικαίωμα της αντιπρότασης.

ΟΕΕ, ΤΕΕ και Ολομέλεια Προέδρων Δικηγορικών συλλόγων Ελλάδας επισημαίνουν ότι η περίπτωση της Κύπρου αποτελεί δεδικασμένο – Κύπρος και Ελλάδα είναι οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά Μη Εξυπηρετούμενών Ανοιγμάτων (ΜΕΑ), 43% και 44,6% αντίστοιχα – όπου με διάταξη νόμου, προβλέπεται το εξής, όταν η τράπεζα πρόκειται να πουλήσει το δάνειο του οφειλέτη σε fund: Αποστέλλεται στο δανειολήπτη επιστολή, με την οποία του ζητείται να καταθέσει τη δική του γραπτή προσφορά μέσα σε 45 εργάσιμες ημέρες, όπου θα αναφέρει το χρηματικό ποσό, τη χρονική περίοδο εξόφλησης και την πηγή των χρημάτων.

Κάτι αντίστοιχο, όπως εκτιμούν, μπορεί να γίνει και στη χώρα μας για τους οφειλέτες που θέλουν να πληρώσουν, αλλά λόγω της κρίσης και της μείωσης των εισοδημάτων τους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους.  Υπογραμμίζουν, δε, ότι η διάσωση της πρώτη κατοικίας και η αποτροπή κατάρρευσης της αξίας των ακίνητων είναι αναγκαία.

Στο αμέσως επόμενο διάστημα, οι πρόεδροι των τριών φορέων θα ξεκινήσουν συναντήσεις με τους αρμόδιους θεσμικούς και κυβερνητικούς φορείς για την παρουσίαση της πρότασής τους.