Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
Σε υψηλότερα από τον ανταγωνισμό επίπεδα ίπταται ο ελληνικός τουρισμός όσον αφορά τις βασικές κατηγορίες ικανοποίησης των τουριστών, ωστόσο μόλις το 36% δηλώνει ότι θα επέστρεφε, ενώ στις ανταγωνιστικές χώρες της Μεσογείου, που σε ποσοστά ικανοποίησης βρίσκονται πιο χαμηλά από την Ελλάδα, οι λεγόμενοι repeaters φτάνουν το 46%.
Η χώρα μας βαθμολογείται με πολύ καλύτερους βαθμούς ικανοποίησης σε τομείς όπως είναι ο φιλόξενος χαρακτήρας, η φιλικότητα των κατοίκων, η διαμονή, η αίσθηση ασφάλειας, η γαστρονομία και η ομορφιά των τοπίων. Παρουσιάζει όμως και τις «παραδοσιακές», για τη χώρα μας, αδυναμίες, όπως είναι η καθαριότητα των πόλεων, το οδικό δίκτυο, η άναρχη πολεοδομία.
Στα συμπεράσματα της έρευνας που διεξήγαγε η TCI Research, για λογαριασμό του ΙΝΣΕΤΕ, τα βασικά στοιχεία δείχνουν μια περίεργη αντίθεση. Ενώ η συνολική ικανοποίηση των τουριστών στη χώρα μας είναι στο 207 κι ο μέσος όρος του ανταγωνισμού (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Μάλτα, Τουρκία και Κροατία) περιορίζεται στο 188 και την ίδια στιγμή η σχέση ποιότητας τιμής για την Ελλάδα διαμορφώνεται στο 192 και των υπολοίπων στο 171, μόλις το 36% των επισκεπτών δηλώνει ότι θα επαναλάμβανε το ταξίδι του, σε αντίθεση με τον γενικό μέσο όρο, που φτάνει το 46%. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στα κριτήρια που δίνουν οι τουρίστες ιδιαίτερη βαρύτητα για τη διαμόρφωση της εμπειρίας τους, είμαστε ως χώρα πολύ υψηλότερα από τον μέσο όρο. Η φιλοξενία από τους κατοίκους της περιοχής είναι στο νούμερο ένα κριτήριο, η διαμονή είναι δεύτερη, η αίσθηση ασφαλείας τρίτη και η τοπική κουζίνα τέταρτη, ενώ η εμπειρία της παραλίας, παρά τη διαφορετική αίσθηση που υπήρχε μέχρι τώρα στην αγορά, είναι μόλις στην όγδοη θέση.
Ακόμα ένα εντυπωσιακό στοιχείο αφορά την εξυπηρέτηση από τα μέσα μαζικής μεταφοράς αλλά και από τα ταξί, τα οποία είχαν αποκτήσει άσχημη φήμη στο εξωτερικό μέχρι και πριν από λίγα χρόνια. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι η εξυπηρέτηση από τις υπηρεσίες ταξί είναι στο 118, έχοντας 30 μονάδες περισσότερες από τον μέσο όρο του ανταγωνισμού.
Τα θετικά
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η φιλικότητα των κατοίκων και οι πολύ θετικές επιδόσεις στην εξυπηρέτηση των επισκεπτών από το ανθρώπινο δυναμικό στα καταλύματα, στα καταστήματα εστίασης, στα μουσεία, στις δημόσιες μεταφορές, αλλά και η αίσθηση ασφάλειας και η καλή σχέση ποιότητας – τιμής είναι οι βασικοί άυλοι παράγοντες που καθιστούν τη χώρα μας εξαιρετικά ανταγωνιστική ως τουριστικό προορισμό.
Τα υψηλά επίπεδα ικανοποίησης σχετικά με τη διαμονή και την ποιότητα του φαγητού, επίσης, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εμπειρίας των επισκεπτών. Εξαιρετική είναι επίσης και η εμπειρία στις παραλίες, με εξαίρεση την καθαριότητα, όπου η χώρα μας υστερεί σημαντικά έναντι του ανταγωνισμού.
Στον αντίποδα
Η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι των ανταγωνιστριών χωρών σε ζητήματα που σχετίζονται με την καθαριότητα, την άναρχη πολεοδομία & ευκολία περιήγησης, τις οδικές υποδομές και τη σηματοδότηση στους τουριστικούς προορισμούς.
Όσον αφορά τους πολιτιστικούς πόρους, η Ελλάδα βαθμολογείται θετικά στο κλασικό προϊόν (ιστορικά μνημεία, αξιοθέατα, κ.λπ.), ωστόσο καταγράφεται η αναγκαιότητα για ανάπτυξη μιας ευρύτερης ποικιλομορφίας (σε επίπεδο προϊόντος, όχι πόρων) -π.χ. βυζαντινός, νεότερος και σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός- αλλά και αναβάθμιση της παρουσίασης των πολιτιστικών πόρων με περισσότερο ενδιαφέροντες τρόπους για τον επισκέπτη πέρα από τη βασική τεκμηρίωση. Αρνητική είναι και η εικόνα για άλλους παράγοντες, όπως είναι η κατάσταση και η καθαριότητα εντός και εκτός των αρχαιολογικών χώρων, η εικόνα των πόλεων, αλλά και το φάσμα αγοραστικών επιλογών (shopping), οι επιλογές για ψυχαγωγικές δραστηριότητες κ.λπ.