Από την έντυπη έκδοση
Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
Η προσπάθεια για τη δημιουργία Κτηματολογίου χρονολογείται τουλάχιστον από το 1995 και σήμερα, παρά τα 21 χρόνια που έχουν παρέλθει, κανείς δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει πότε το σημαντικό αυτό έργο θα ολοκληρωθεί.
Ενα κατ’ εξοχήν αναπτυξιακό εργαλείο δεν ξεφεύγει από την κακοδαιμονία που χαρακτηρίζει όλα τα μεγάλα έργα στη χώρα, με πλήρη εκτροχιασμό των χρονοδιαγραμμάτων, ασάφειες όσον αφορά τη χρηματοδότηση και το κόστος και με την αρμόδια πολιτική ηγεσία να εμφανίζεται ανίκανη να λάβει αποφάσεις.
Δεν είναι ούτε μία ούτε δύο οι φορές που το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΧΑ (Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση) προγραμμάτισε να συνεδριάσει για να συζητήσει την εισήγηση για ακύρωση και επαναπροκήρυξη των περιβόητων 28 διαγωνισμών για την κτηματογράφηση του υπολοίπου της χώρας, η οποία είναι έτοιμη από τις 5 Φεβρουαρίου και το ανέβαλε έπειτα από εντολή του υπουργού Περιβάλλοντος Πάνου Σκουρλέτη, που είναι αρμόδιος από την πλευρά της κυβέρνησης.
Η εισήγηση της 5ης Φεβρουαρίου δεν ήταν η πρώτη με αυτό το περιεχόμενο. Ουσιαστικά οι αποφάσεις για την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου με νέους διαγωνισμούς δρομολογήθηκαν πριν από περίπου 1 χρόνο και πλέον, στο τέλος του 2014, όταν η προηγούμενη διοίκηση της ΕΚΧΑ, υπό τον διευθύνοντα σύμβουλό της Ηλία Λιακόπουλο, άνοιξε τις προσφορές στους 28 διαγωνισμούς για την αποκαλούμενη 4η γενιά κτηματογράφησης (ΚΤΙΜΑ 13) οι οποίοι προκηρύχθηκαν τον Οκτώβριο του 2013.
Οπως διαβάζουμε στην από 19.1.2015 εισήγηση του πρώην διευθύνοντoς που πρότεινε, όπως και η νυν διοίκηση, την ακύρωση και επαναπροκήρυξη των 28 διαγωνισμών προϋπολογισμού 572 εκατ. ευρώ, «υποβλήθηκαν 61 προσφορές από 20 διαγωνιζόμενα σχήματα. Από το άνοιγμα των οικονομικών προσφορών διαπιστώθηκαν ότι οι προσφερθείσες εκπτώσεις για την πλειοψηφία των συμβάσεων δεν ήταν οικονομικά συμφέρουσες για το Δημόσιο γιατί ήταν πολύ χαμηλές. Συγκεκριμένα, για τις 22 από τις 28 συμβάσεις οι μέγιστες εκπτώσεις που δόθηκαν κυμαίνονται από 2,1% έως 5,5%. Στις υπόλοιπες 6 συμβάσεις οι μέγιστες προσφερθείσες εκπτώσεις ήταν από 20% έως 35%».
Και συνεχίζει η τότε διοίκηση της ΕΚΧΑ: «Επιπλέον, δύο από τις διαγωνιζόμενες συμπράξεις και συγκεκριμένα δύο στις οποίες συμμετείχαν ισπανικές τεχνικές εταιρείες, ζήτησαν τη διερεύνηση πιθανής συνεννόησης μεταξύ των διαγωνιζόμενων και επεσήμαναν τον κίνδυνο πλημμελούς εκτέλεσης κάποιων συμβάσεων λόγω της πολύ υψηλής έκπτωσης που έχει δοθεί από σχήματα για τις συμβάσεις αυτές, όταν σε άλλες συμβάσεις του ιδίου διαγωνισμού οι ίδιοι οι διαγωνιζόμενοι είχαν υποβάλει προσφορά με πολύ χαμηλότερη έκπτωση».
Οι ισπανικές εταιρείες που αναφέρονται συνεχίζουν και σήμερα να απειλούν ότι σε περίπτωση κατακύρωσης των εν λόγω διαγωνισμών θα προβούν σε ενστάσεις.
Ο αντίλογος στα παραπάνω προέρχεται κυρίως από τον ΣΕΓΕΜ (Σύνδεσμος Γεωπληροφορικής και Κτηματολογίου) που δίνει αγώνα για να κατακυρωθούν οι 28 διαγωνισμοί. Η τελευταία κίνησή του να ενημερώσει για τις απόψεις του τα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας είχε ως αποτέλεσμα να αναβληθεί η προγραμματισμένη για την προηγούμενη Πέμπτη συνεδρίαση του δ.σ. της ΕΚΧΑ, με εισήγηση για ακύρωση και επαναπροκήρυξη των περιβόητων διαγωνισμών ολοκλήρωσης του Κτηματολογίου.
Το σκεπτικό του ΣΕΓΕΜ δεν στερείται επιχειρημάτων. Οπως λέει στη «Ν» ο Νίκος Λουλάκης, πρόεδρος του ΣΕΓΕΜ: «Η εμπειρία από τη μέχρι τώρα διαδικασία κτηματογράφησης δείχνει ότι από τη στιγμή της προκήρυξης μέχρι την ανάθεση μιας μελέτης μεσολαβούν 2,7 χρόνια. Οι διαγωνισμοί αυτοί είναι οι τελευταίοι, δεν θα υπάρξουν άλλοι, άρα ο ανταγωνισμός θα είναι μεγάλος και ως εκ τούτου και οι ενστάσεις πολλές. Θα χρειασθούν τουλάχιστον 3 χρόνια για την ανάθεση των μελετών και το ξεκίνημα της υλοποίησης του έργου».
Η ΕΚΧΑ από την πλευρά της μιλάει για 1,5 χρόνο διαδικασία από την προκήρυξη έως την ανάθεση των μελετών, ωστόσο η μέχρι τώρα εμπειρία προφανώς δικαιολογεί απόλυτα τις ανησυχίες του ΣΕΓΕΜ.
Οπως επίσης προσθέτει ο κ. Λουλάκης, ο ΣΕΓΕΚ έχει ζητήσει να πάει ο διαγωνισμός προς έλεγχο στο Ελεγκτικό Συνέδριο και να γίνει διαπραγμάτευση με τους αναδόχους για το τελικό κόστος των μελετών και συμπληρώνει πως από την πλευρά των ενδιαφερόμενων εταιρειών «υπάρχει διάθεση για περαιτέρω μείωση του κόστους για το Δημόσιο».
Ομως και αυτό, δηλαδή η διαπραγμάτευση για περαιτέρω εκπτώσεις, ώστε οι διαγωνισμοί να κατακυρωθούν, έχει συζητηθεί και η απάντηση που δόθηκε έπειτα και από νομικές γνωματεύσεις δεν αφήνει πολλά περιθώρια.
«Είναι σαφές πως το δημόσιο συμφέρον επιτάσσει οι διαγωνισμοί να επαναπροκηρυχθούν με μειωμένο τιμολόγιο» αναφέρει στη «Ν» ο κ. Λιακόπουλος και προσθέτει: «Είναι απορίας άξιο πώς 1,5 χρόνο τώρα δεν το καταλαβαίνουν όσοι αποφασίζουν. Δεν υπάρχει νόμιμη διαδικασία για να γίνει διαπραγμάτευση για μεγαλύτερες εκπτώσεις στο πλαίσιο του υφιστάμενου διαγωνισμού. Οι διαγωνισμοί θα καταπέσουν, μεταξύ άλλων, από αυτούς που απορρίφθηκαν για τυπικούς λόγους».
Ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΧΑ υπογραμμίζει επίσης πως «πρότεινα την ακύρωση και επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού γιατί αυτό επιβάλει το δημόσιο συμφέρον. Το κόστος του έργου με τις μικρές εκπτώσεις που δόθηκαν στις 22 από τις 28 μελέτες είναι πολύ μεγάλο. Και να επισημάνω ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κάνει λόγο ουκ ολίγες φορές για το… ακριβό ελληνικό Κτηματολόγιο». Ο ίδιος απαντά όμως και στο γιατί δεν επιχείρησε να πάει σε διαπραγμάτευση: «Οπως έχω πει και στη Βουλή, αρχές του 2015 με το συγκεκριμένο πολιτικό κλίμα, θα ήταν τουλάχιστον παράλογο να διαπραγματευθώ με 28 εργολάβους. Με ποια λογική θα συμφωνούσα σε μια οποιαδήποτε μείωση του τιμολογίου; Αν π.χ. υπέγραφα τις συμβάσεις με μια μέση έκπτωση 22% δεν θα μπορούσε κάποιος να πει, γιατί 22% και όχι 23%; Το 1% του προϋπολογισμού του εν λόγω έργου είναι 5,8 εκατ. ευρώ…».
Προφανώς στην ίδια θέση βρίσκεται και η νυν διοίκηση της ΕΚΧΑ υπό τη διευθύνουσα σύμβουλο Νίκη Κλωνάρη η οποία στην εισήγησή της για την ακύρωση και επαναπροκήρυξη, η συζήτηση της οποίας διαρκώς αναβάλλεται, προβάλλει κυρίως το πρόβλημα της χρηματοδότησης του έργου, που επίσης δεν έχει επιλυθεί.
Την εβδομάδα που διανύουμε θα γίνουν εκ νέου διαβουλεύσεις παρουσία των δανειστών (το Κτηματολόγιο είναι και μνημονιακή υποχρέωση) και μένει να δούμε αν η κυβέρνηση θα καταλήξει σε αποφάσεις ώστε να προχωρήσει η όλη διαδικασία, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Να σημειωθεί ότι από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι δανειστές έχουν την άποψη ότι οι διαγωνισμοί πρέπει να τελεσφορήσουν, άλλωστε αυτό που ενδιαφέρει είναι να γίνει το Κτηματολόγιο. Η διαδικασία είναι αποκλειστικά υπόθεση της κυβέρνησης που κάποτε πρέπει να λάβει αποφάσεις.
Η 4η και τελευταία
Η δημιουργία Κτηματολογίου ξεκίνησε την περίοδο 1995-1999 με την αποκαλούμενη 1η γενιά κτηματογράφησης και το 17,8% των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Ακολούθησε η 2η το 2008 με το 21,5% των δικαιωμάτων, η 3η το 2008 με το 18,3% και βρισκόμαστε στην 4η γενιά όπου το 2013 αποφασίστηκε να προχωρήσει η κτηματογράφηση του υπολοίπου της χώρας, με ένα «πακέτο» διαγωνισμών για τα εναπομείναντα περίπου 16 εκατ. δικαιώματα ιδιοκτησίας, ποσοστό 42,2% του συνόλου και σε έκταση 65,1% του συνόλου.
Λείπουν 84 + 70 εκατ. ευρώ
Για την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου εκτιμάται ότι λείπουν περίπου 84 εκατ., με δεδομένο ότι θα αξιοποιηθούν τα αποθεματικά της ΕΚΧΑ και το τέλος κτηματογράφησης που θα εισπραχθεί.
Τα χρήματα αυτά υποτίθεται ότι θα τα εξασφαλίσει η ΕΚΧΑ από τη νέα χρηματοδοτική περίοδο, ωστόσο δεν έχουν συμφωνηθεί μέχρι στιγμής οι όροι συγχρηματοδότησης του έργου, όπως σαφώς αναφέρεται στην εισήγηση της κας Κλωνάρη (5 Φεβρουαρίου 2016).
Μείζον θέμα για την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου είναι και οι δασικοί χάρτες, οι οποίοι είναι προαπαιτούμενο για το Κτηματολόγιο, καθώς η κτηματογράφηση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί αν δεν έχει γίνει η οριοθέτηση των δασικών εκτάσεων. Σύμφωνα με σχετική αναφορά του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, σήμερα έχει ολοκληρωθεί ή βρίσκεται στο στάδιο ολοκλήρωσης κατάρτισης του δασικού χάρτη το 55% της χώρας, ενώ δεν έχει αναρτηθεί ούτε το 2%… Μη εξασφαλισμένη είναι και η χρηματοδότηση των μελετών για τη δημιουργία των δασικών χαρτών. Βάσει των εκτιμήσεων θα χρειασθούν περί τα 70 εκατ. ευρώ.
Το Κτηματολόγιο θεωρείται ως ένα σημαντικό εργαλείο για την ανάπτυξη της χώρας καθώς οριοθετεί οριστικά τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία και παράλληλα αποτυπώνει με ακρίβεια σε χάρτες πού βρίσκεται τι, άρα απαντά στο ερώτημα πού μπορώ να κάνω τι. Δεν υπάρχει διεθνής φορέας (π.χ. ΟΟΣΑ) που να μην έχει επισημάνει στις ελληνικές κυβερνήσεις ότι η έλλειψη Κτηματολογίου λειτουργεί ανασταλτικά στους επενδυτές του real estate, ενώ είναι γνωστό ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου έχει κολλήσει γιατί δεν είναι σαφή τα όρια πλήθους δημοσίων ακινήτων.