Skip to main content

Η μάχη των πληθωρισμών σε Ευρωζώνη και ΗΠΑ

Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]

«Απετάξω τον…πληθωρισμό; Απεταξάμην», απάντησαν σχεδόν με μία φωνή όλοι οι κεντρικοί τραπεζίτες, που συγκεντρώθηκαν στο «ορεινό καταφύγιο» της Fed,στο Τζάκσον Χόουλ. Ο οικοδεσπότης, πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ προειδοποίησε ότι η Federal Reserve «πρέπει να συνεχίσει μέχρι να τελειώσει η δουλειά», τονίζοντας την αποφασιστικότητα της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ να τιθασεύσει τον αυξανόμενο πληθωρισμό, ανεβάζοντας τα επιτόκια.

Ο Πάουελ προέβλεψε «κάποιο πόνο» για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, προσθέτοντας όμως: «Μια αποτυχία αποκατάστασης της σταθερότητας των τιμών θα σήμαινε πολύ μεγαλύτερο πόνο».

Στο ίδιο μήκος κύματος και τρεις τραπεζίτες από την ΕΚΤ, που εκπροσώπησαν την απούσα στο Τζάκσον Χόουλ, Κριστίν Λαγκάρντ: Η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, ο Όλι Ρεν και ο Βιλερουά ντε Γκαλό.

Ηγετικό μέλος του δ.σ. της ΕΚΤ, η Σνάμπελ τόνισε ότι «το κόστος του τρέχοντος υψηλού πληθωρισμού είναι σε δυσάρεστα υψηλά επίπεδα», είπε ότι «οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να δράσουν δυναμικά. Πρέπει να στραφούν με αποφασιστικότητα ενάντια στον κίνδυνο οι άνθρωποι να αρχίσουν να αμφιβάλλουν για την σταθερότητα των πολιτικών μας».

Ο έτερος «Καπαδόκης», ο Όλι Ρεν, επίσης μέλος του δ.σ. της ΕΚΤ και επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Φινλανδίας, σημείωσε ότι «η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να δράσει σθεναρά για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό-ρεκόρ και να διατηρήσει σταθερές τις προσδοκίες για μελλοντική αύξηση των επιτοκίων, καθώς το αδύναμο ευρώ επιδεινώνει την αύξηση του ενεργειακού κόστους», τονίζει το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ,  Όλι Ρεν.  Γνωστός και από την παλιότερη προτροπή «Καλό κουράγιο», προς τους Ελληνες, ο Όλι Ρεν παραδέχτηκε όμως ότι «η νομισματική πολιτική αντιμετωπίζει τώρα ένα δίλημμα: αφενός να διατηρήσει σταθερές τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό και αφετέρου να αποφύγει να σπρώξει την οικονομία σε ύφεση», είπε ο Φινλανδός τραπεζίτης και πρόσθεσε: «Έχουμε μια σοβαρή ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη» και «είναι πολύ πιθανό η οικονομία της ευρωζώνης να επιβραδύνει. Η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί για μια «παρατεταμένη αντιπαράθεση» με τη Ρωσία, επομένως οι μειωμένες ροές φυσικού αερίου και οι υψηλότερες τιμές για τα ορυκτά καύσιμα θα είναι ένα «μακροχρόνιο φαινόμενο». Αυτό θα σημάνει σοβαρή περικοπή στην αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων πολιτών».

Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα και τον Γάλλο κεντρικό Τραπεζίτη, Βιλερουά ντε Γκαλό, ο οποίος επίσης από το βήμα του Τζάκσον Χόουλ ,τόνισε την ανάγκη για «συνετές κινήσεις», ώστε να αποφευχθούν αργότερα σε «άσκοπα βάναυσες» αυξήσεις των επιτοκίων. Ακόμη και ο Τζερόμ  Πάουελ τόνισε επίσης πώς έχει επίγνωση ότι «η ιστορία προειδοποιεί για την πρόωρη επιστροφή στις επεκτατικές νομισματικές πολιτικές», παρά το γεγονός ότι η αμερικανική οικονομία είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από την ευρωπαϊκή.

Μεγάλη απόσταση

Είναι εμφανής η απόσταση που χωρίζει πλέον τις Ηνωμένες Πολιτείες από την Ευρώπη. Ο πληθωρισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθεί να προκαλείται από τη ζήτηση και από τις άνευ προηγουμένου ενέσεις ρευστότητας στην περίοδο της πανδημίας, που προχώρησε η κυβέρνηση Μπάιντεν. Οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας στην Αμερική  είναι ένα κλάσμα από τις ευρωπαϊκές. Αυτό σημαίνει ότι τα κέρδη των αμερικανικών εταιρειών εξακολουθούν να είναι σημαντικά μεγαλύτερα από τις ευρωπαϊκές που αντίθετα πηγαίνουν προς την άβυσσο λόγω των ενεργειακών αυξήσεων. 

Η Federal Reserve μπορεί να αντέξει οικονομικά να αυξήσει τα επιτόκια και οι αμερικανικές εταιρείες έχουν χώρο να αυξήσουν τους μισθούς. Η παράπλευρη ζημιά των όποιων περιοριστικών νομισματικών πολιτικών στην Αμερική είναι πολύ μικρότερη από ό,τι στην Ευρώπη. Η Γηραιά Ήπειρος, από την άλλη, όχι μόνο οδεύει προς μια σκληρή ύφεση, αλλά βυθίζεται σε έναν πληθωρισμό που δεν μπορεί να νικηθεί απλά, με τα όπλα της νομισματικής πολιτικής.

Ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός δεν είναι ζήτημα ροής του χρήματος. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις υποφέρουν κυρίως λόγω των κυρώσεων που έχουν αποκόψει  μεσοπρόθεσμα την Ευρώπη από τον βασικό της ενεργειακό προμηθευτή-τη Ρωσία-χωρίς να υπάρχουν άμεσα, διαθέσιμες εναλλακτικές πηγές.

Για παράδειγμα, η Αμερική δεν έχει και δεν θα έχει ποτέ το πρόβλημα επιβολής «δελτίου» στο φυσικό αέριο, το οποίο, από την άλλη, για την Ευρώπη είναι μια πραγματικότητα ,όσο πλησιάζει ο χειμώνας. Η διαφορά μεταξύ των συνεπειών που υφίστανται η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες από τον ίδιο πόλεμο, είναι τεράστια. Η κερδοσκοπική επίθεση στην Ιταλία-που αποκάλυψαν οι Financial Times – με τα Hedge funds να έχουν ήδη στοιχηματίσει 39 δισ. στην κατάρρευση της χώρας -Θα είναι τελικά επίθεση στο ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Γιατί το ιταλικό χρέος είναι πολλαπλάσιο του ελληνικού πριν από δέκα χρόνια, και τότε την πλήρωσε μόνο η Ελλάδα, γιατί για τα ευρωπαικά δεδομένα η κατάσταση ήταν απείρως καλύτερη από τη σημερινή.

Διπλές συνέπειες για την Ε.Ε.

Η Ευρώπη θα υποστεί τόσο τις συνέπειες του πολέμου της Ρωσίας όσο και αυτές της αμερικανικής νομισματικής πολιτικής, η οποία εκτός από το ισχυρό νόμισμα, επέτρεψε να εκτυπωθούν τρισεκατομμύρια δολάρια ,όταν αποφασίστηκε να χρηματοδοτηθούν τα lockdown.

Η Κριστίν Λαγκάρντ δεν μπορεί να κάνει όμως το ίδιο. Τουλάχιστον με την ίδια άνεση. Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, η ΕΚΤ θα βρεθεί αντιμέτωπη με το δίλημμα αν η επόμενη κίνηση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αρχική αύξηση κατά μισή μονάδα του Ιουλίου ή εάν δικαιολογείται αύξηση 75 μονάδων βάσης καθώς ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη πλησιάζει στο 10%. Πολλά θα εξαρτηθούν φυσικά από τις νέες οικονομικές προβλέψεις, οι οποίες μπορεί να ρίξουν φως στο πώς η επικείμενη ύφεση θα επηρεάσει τις τιμές στην ευρωζώνη.

Ακόμη και μια ισχυρή αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ δεν θα οδηγήσει -για παράδειγμα- σε ανατίμηση του ευρώ, λένε οι ειδικοί. Επειδή οι αυξήσεις των επιτοκίων επιδεινώνουν τις προοπτικές ανάπτυξης. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζα πρέπει να λάβει μια ευρύτερη προοπτική στο μέλλον κατά την αξιολόγηση των προοπτικών για τον πληθωρισμό. Η Λαγκάρντ δήλωσε στο γαλλικό περιοδικό Madame Figaro την περασμένη Πέμπτη ότι είναι σίγουρη πώς η ΕΚΤ θα επιστρέψει στον στόχο της για τον πληθωρισμό του 2%. Το ερώτημα όμως είναι πότε και σε ποια χρονική περίοδο και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. «Δεν μπορούμε πλέον να βασιζόμαστε αποκλειστικά στις προβλέψεις που παρέχουν τα μοντέλα μας – χρειάστηκε να αναθεωρηθούν επανειλημμένα προς τα πάνω τα τελευταία δύο χρόνια», παραδέχτηκε η Κριστίν Λαγκάρντ. Υπάρχουν άλλωστε ,πράγματα που τα μοντέλα δεν αποτυπώνουν καιμερικές φορές συμβαίνει το απροσδόκητο, είπε ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας . «Πρέπει να εξετάσουμε τους παραδοσιακούς δείκτες, ενώ παράλληλα παρακολουθούμε τα εμπειρικά δεδομένα και τις προσδοκίες μας όσον αφορά τη γεωπολιτική, την εξέλιξη των τιμών της ενέργειας και τα δημογραφικά στοιχεία», πρόσθεσε. Εδώ μπαίνει κυρίαρχα στο παιχνίδι η κρίση…