Skip to main content

Η νέα γερμανική προσέγγιση στις ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις

Από την έντυπη έκδοση

Της Έφης Τριήρη
[email protected]

Ξεκάθαρο μήνυμα για επιστροφή στην αυστηρή δημοσιονομική πολιτική δίδει ο νέος συνασπισμός της Γερμανίας που θα αποτελέσει την επόμενη κυβέρνηση της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, καθώς βλέπει επιστροφή στα αυστηρά όρια του χρέους από το 2023 και στη δημοσιονομική σταθερότητα, όπως επιτάσσει άλλωστε το Σύνταγμα της χώρας και αποτελεί τη βασική γραμμή του Βερολίνου, με βάση το κείμενο της συμφωνίας ανάμεσα σε Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινους και Ελεύθερους Δημοκράτες που περιήλθε στην κατοχή του Reuters. Ενώ ουσιαστικά υπογραμμίζει την αφοσίωσή του στη «σκληρή γραμμή» του πυρήνα, ο νέος συνασπισμός παραμένει ανοικτός στη μεταρρύθμιση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, υπό όρους, με βασική δέσμευση την ενδυνάμωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Ωστόσο, έστω και πιθανές νύξεις για πιο αυστηρή δημοσιονομική πολιτική θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν νέο «κύμα» ρευστοποιήσεων στις αγορές κρατικών ομολόγων του ευρωπαϊκού Νότου, που ήδη κλυδωνίζονται από τις πληθωριστικές πιέσεις και την αγωνία της επόμενης ημέρας μετά τη λήξη του PEPP. «Τραγική ειρωνεία» το γεγονός ότι ενόσω η ΕΚΤ περιμένει ύφεση της σημερινής ανοδικής σπείρας του πληθωρισμού, το ίδιο το προσωπικό της ζητά αύξηση στους μισθούς του. 

Φρένο χρέους

Ο Κρίστιαν Λίντνερ, ο επικεφαλής του Ελεύθερων Δημοκρατών, που θα αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών, όπως είχε ήδη προαναγγελθεί, έχει υποσχεθεί επιστροφή σε υγιή δημοσιονομικά και στο γερμανικό «φρένο χρέους», που σημαίνει και μείωση του δημοσίου χρέους σε ολόκληρη την Ευρωζώνη όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. «Το Σύμφωνο Σταθερότητας έχει δείξει την ευελιξία του. Σε αυτή τη βάση, θέλουμε να διασφαλίσουμε την ανάπτυξη, να διατηρήσουμε βιώσιμο το χρέος και να εξασφαλίσουμε σταθερές και φιλικές προς το κλίμα επενδύσεις», αναφέρεται στη συμφωνία του νέου συνασπισμού, που τάσσεται μεταξύ άλλων και υπέρ της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων στην πράσινη τεχνολογία και στην ψηφιοποίηση. Τα τρία κόμματα τονίζουν ότι η περαιτέρω ανάπτυξη των δημοσιονομικών κανόνων θα πρέπει να βασίζεται στους παραπάνω στόχους, ούτως ώστε να γίνουν πιο αποτελεσματικοί μπροστά στις νέες προκλήσεις, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να απλουστευθούν και να γίνουν πιο διαφανείς. 

Για το Ταμείο Ανάκαμψης, η νέα γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού θεωρεί ότι δεν θα πρέπει να αποτελέσει μόνιμο εργαλείο και ότι ο όγκος του θα πρέπει να είναι περιορισμένος. 

Υπό προϋποθέσεις η τραπεζική ένωση

Στο μέτωπο των τραπεζών, τα τρία κόμματα δεσμεύθηκαν να ολοκληρώσουν την τραπεζική ένωση υπό προϋποθέσεις, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι είναι έτοιμα να δημιουργήσουν ένα ευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης καταθέσεων, όπου η συμβολή των χωρών-μελών της Ε.Ε. θα διαφοροποιείται αυστηρά με βάση τον κίνδυνο. Βασική προϋπόθεση γι’ αυτό η περαιτέρω μείωση των κινδύνων στους τραπεζικούς ισολογισμούς και η ενδυνάμωση του καθεστώτος εκκαθάρισης τραπεζών. Στο σημείο αυτό όμως αναμένεται σύγκρουση με την Ιταλία, της οποίας οι τράπεζες διακρατούν σημαντικά μεγάλο μέγεθος ιταλικών κρατικών ομολόγων, καθώς η Γερμανία προτείνει να περιοριστεί η έκθεση των τραπεζών της Ευρωζώνης στο κρατικό χρέος μίας μόνο χώρας. 

Επιπλέον, ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός φαίνεται να ακολουθεί τη γραμμή της Μπούντεσμπανκ, καθώς η συμφωνία υπερτονίζει τη βασική εντολή της ΕΚΤ που είναι η σταθερότητα των τιμών, σημειώνοντας ότι «η ΕΚΤ μπορεί να εκπληρώσει την εντολή της εάν οι δημοσιονομικές πολιτικές στην Ε.Ε. και στις χώρες-μέλη ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους», βάζοντας σαφή διαχωριστικά όρια ανάμεσα στις δύο πλευρές. 

Στο μεταξύ, ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, προειδοποίησε ότι οι παράγοντες που πυροδοτούν τον πληθωρισμό γίνονται πιο διαρθρωτικοί και αρχίζουν να έχουν αντίκτυπο στην οικονομία. 

Τέλος, αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι το σωματείο εργαζομένων της ΕΚΤ, γνωστό ως International & European Public Services Organization (IPSO), ζητά για φέτος προσαρμογή των μισθών στον υψηλότερο πληθωρισμό, διεκδικώντας μία αύξηση 1,3%, όπως μεταδίδει το Bloomberg. Ακόμη και με την αύξηση αυτή, το IPSO υποστηρίζει ότι η απόσταση ανάμεσα στη μισθολογική αύξηση και το κόστος διαβίωσης θα οδηγήσει σαφώς σε «μόνιμη απώλεια αγοραστικής δύναμης».
   
Νέες πιέσεις στην αγορά κρατικών ομολόγων

Συναγερμός έχει σημάνει στην αγορά κρατικών ομολόγων του ευρώ, εν μέσω ανησυχιών ότι ο πληθωρισμός προσλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις επαναφέροντας τα στοιχήματα για επιτοκιακές αυξήσεις από την ΕΚΤ έως τον Δεκέμβριο του 2022. Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ξέφυγε στο 1,37%, στο υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο του 2020, αφού κινήθηκε σε ένα εύρος μεταξύ 1,34 και 1,38% στη διάρκεια της συνεδρίασης, με το spread να διευρύνεται στις 162 μονάδες βάσης. Η πενταετίας «είδε» το κόστος δανεισμού της να σκαρφαλώνει στο 0,52%, ενώ και η απόδοση του τίτλου με λήξη το 2025 έφθασε στο 0,08%, κατοχυρώνοντας πλέον το θετικό πρόσημο. Στο ίδιο μήκος κύματος και η απόδοση του ιταλικού 10ετούς, που αυξήθηκε περαιτέρω πέντε μονάδες βάσης στο 1,13%, με το spread κοντά στις 130 μονάδες βάσης, στο υψηλότερο επίπεδο από τις 2 Νοεμβρίου. Στο υψηλότερο επίπεδο σε διάστημα μεγαλύτερο του έτους εκτινάχθηκε και η απόδοση του κυπριακού 10ετούς, στο 0,66%. 

Στη Γερμανία, η απόδοση του 10ετούς παρέμεινε σταθερή στο -0,222%, όμως αναλυτές προβλέπουν επιστροφή στην περιοχή του μηδέν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022, χάρη στο πρόγραμμα επενδύσεων που θα προωθήσει η νέα κυβέρνηση συνασπισμού.