Skip to main content

Από τη ρήξη στον συμβιβασμό: Το ιταλικό πείραμα, το «κακό» ευρώ και η «κυβίστηση»

Της Νατάσας Στασινού
[email protected]

Το ιταλικό δράμα φτάνει στο τέλος του σήμερα, με την επίσημη ανακοίνωση, όπως όλα δείχνουν, μίας συμφωνίας με τις Βρυξέλλες για τον ιταλικό προϋπολογισμό. Οι πρωταγωνιστές του, που λίγες μόλις εβδομάδες πριν διεμήνυαν πως δεν θα κάνουν «ούτε χιλιοστό πίσω» από τις δεσμεύεις τους στους πολίτες δηλώνουν τώρα «απολύτως ικανοποιημένοι» με το αποτέλεσμα και ο ιταλικός Τύπος αρχίζει και πάλι τις συγκρίσεις με την Ελλάδα του 2015. Πώς φτάσαμε, όμως, εδώ; Η δυσφορία απέναντι στο ευρώ, το χρονικό της διαμάχης, τα αποτέλεσματά της και η οπισθοχώρηση των δύο πλευρών. 

Το χρονικό της διαμάχης

Ένα ακροδεξιό κόμμα, η Λέγκα και ένα απολιτίκ λαίκιστικό, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, ένωσαν δυνάμεις για να σχηματίσουν μία κυβέρνηση συνασπισμού στην Ιταλία από αυτές στις οποίες πολλοί φοβούνται ότι θα πρέπει να συνηθίσει η Ευρώπη. Έκλειναν το μάτι στην έξοδο από το «κακό» ευρώ, στο οποίο απέδιδαν την αναιμική ανάπτυξη και το τεράστιο χρέος, με σειρά στελεχών να εξηγούν γιατί η Ιταλία θα είναι καλύτερα εκτός νομισματικής ένωσης. Προεκλογικά μιλούσαν για το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος που θα δώσει στους Ιταλούς την ευκαιρία να αποφασίσουν πού θέλουν να δουν το μέλλον τους. Μετεκλογικά εγκατέλειψαν άμεσα την ιδέα και απέκλειαν το Italexit. 

Ωστόσο συνέχισαν επί μήνες να υπόσχονται επιστροφή σε ανέμελες εποχές, με ανατροπή μεταρρυθμίσεων, μεγάλη αύξηση δαπανών και «απαλλαγή» από τους μετανάστες, να διαμηνύουν ότι θα συγκρουστούν έως τέλους με τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και θα αλλάξουν την Ευρώπη. Το αρχικό σχέδιο οικονομικού προγράμματος, που είχε διαρρεύσει έδειχνε ότι περίμεναν πως θα πληρώσει για όλα αυτά η… κακή Ευρώπη, μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία όχι μόνο θα συνέχιζε τις αγορές ιταλικών ομολόγων κρατώντας χαμηλά το κόστος δανεισμού της Ιταλίας, αλλά και θα αναγκαζόταν να διαγράψει χρέος ύψους 250 δισ. ευρώ. Το όλο σκεπτικό θύμιζε εν πολλοίς την δέσμευση Τραμπ για ένα τείχος για το οποίο θα πλήρωνε… το Μεξικό. 

Από το τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού έλειπαν βεβαίως οι υπερβολές αυτές. Ωστόσο αυτό προέβλεπε μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, καθιέρωση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, αύξηση δαπανών για επιδόματα και φοροελαφρύνσεις, ανεβάζοντας το έλλειμμα στο 2,4%. Ο στοχος αυτός ήταν χαμηλότερος του ορίου 3%, που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας, αλλά όχι ικανοποιητικός για μία οικονομία με χρέος στο 131% του ΑΕΠ. Το μεγάλο πρόβλημα δε ήταν πως τόσο η Κομισιόν όσο και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής πίστευαν ότι με βάση το σχέδιο αυτό το έλλειμμα στην πραγματικότητα θα ήταν πολύ υψηλότερο. Και τούτο, όπως εξηγούσαν, γιατί ο προϋπολογισμός στηριζόταν σε υπερβολικά αισιόδοξες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη- κάτι που τόνιζαν και οι αναλυτές των ξένων οίκων. 

Για να απογειωθεί η οικονομία, όπως υποσχόταν ο Σαλβίνι, δεν αρκούν οι φοροελαφρύνσεις, οι παροχές και τα «χαμόγελα», που σύμφωνα με τον Ντι Μάιο μεταφράζονται σε χρήμα, διεμήνυαν Ιταλοί και ξένοι οικονομολόγοι. Αυτό που είχε ανάγκη η Ιταλία ήταν μέτρα για την τόνωση της διαχρονικά υπερβολικά χαμηλής παραγωγικότητας. Αυτή ήταν η αχίλλειος πτέρνα της χώρας ακόμη και πριν ενταχθεί στο ευρώ. Ωστόσο στην προγραμματική συμφωνία των 57 σελίδων ανάμεσα σε Πέντε Αστέρια και Λέγκα η λέξη «παραγωγικότητα» συναντάται μόλις μία φορά. 

Η κόντρα με τις Βρυξέλλες, που όχι μόνο δεν έκαναν πίσω αλλά για πρώτη φορά στην ιστορία απέρριψαν σχέδιο προϋπολογισμού κράτους- μέλους, είχε ως αποτέλεσμα  οι αποδόσεις των ομολόγων να ανέβουν σε υψηλά τεσσάρων ετών, το κόστος δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις να αρχίσει να ανεβαίνει και το ιταλικό ΑΕΠ να βρεθεί σε τροχιά συρρίκνωσης (σε τριμηνία βάση) με τους οικονομολόγους να προειδοποιούν για ύφεση. 

Όλα αυτά κούρασαν και την κοινή γνώμη. Ενώ στα μέσα Οκτωβρίου το 54% των Ιταλών δήλωναν υπέρ των δημοσιονομικών σχεδίων της κυβέρνησης, στα μέσα Δεκεμβρίου το ποσοστό αυτό είχε υποχωρήσει στο 47% σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις της SWG. 

O τελικός συμβιβασμός, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, θέλει την ιταλική κυβέρνηση να μειώνει τις δαπάνες κατά 4 δισ. ευρώ σε σχέση με το αρχικό σχέδιο και το έλλειμμα να υποχωρεί στο 2,04% του ΑΕΠ. Χθες το μεσημέρι ιταλικά μέσα μετέδιδαν πως η Κομισιόν ζητούσε επιπλέον περικοπές της τάξης του 2,5 δισ. έως 3 δισ. ευρώ. Ωστόσο το βράδυ της Τρίτης το ιταλικό υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι έκλεισε ατύπως η συμφωνία, η οποία και θα ανακοινωθεί σήμερα, Τετάρτη.

H Koμισιόν αναγκάστηκε όπως φαίνεται να ριξει και αυτή νερό στο κρασί της. Και τούτο γιατί ήταν δύσκολο να εξηγήσει γιατί επιμένει σε τόση αυστηρότητα στην περίπτωση της Ιταλίας, την ώρα που επιλέγει να κάνει προς το παρόν τα στραβά μάτια στα σχέδια του Γάλλου Μακρόν για αύξηση του ελλείμματος πάνω από το 3,5%. Τα «κίτρινα γιλέκα» και η υποχώρηση Μακρόν έδωσαν τρόπον τινά στήριξη στη Ρώμη, που πάντως δεν απέφυγε την μερική «κυβίστηση». 

Πριν από λίγο καιρό ιταλική εφημερίδα ανέφερε πως οι Ιταλοί αξιωματούχοι έλαβαν και τη συμβουλή των Ελλήνων ομολόγων τους, που έχοντας μάθει από την εμπειρία του 2015, τους είπαν σε γενικές γραμμές να μην αφήσουν για αύριο μία συμφωνία, που μπορούν να κλείσουν σήμερα. 

Φταίει το ευρώ; 

Τώρα που φτάνουμε στο «τέλος καλό», αξίζει να θυμίσουμε ότι για να ανέβουν στην εξουσία Λέγκα και Κίνημα Πέντε Αστέρων, χρειάστηκε να φουντώσει η δυσφορία της κοινής γνώμης απέναντι στο ευρώ. Η Ιταλία είναι η μοναδική χώρα, πέραν της Ελλάδας, στην οποία το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο σε σχέση με τα προ κρίσεως 2008 επίπεδα και στα ίδια επίπεδα με εκείνα του 2000. Το 20% των Ιταλών ζουν με λιγότερα από 10.000 ετησίως σε μία χώρα, στην οποία το κόστος ζωής είναι ανάλογο με εκείνο της Γερμανίας. Οι αποταμιεύσεις τους είναι σε ναδίρ 16 ετών. 

Φταίει για όλα αυτά το ευρώ; Το ενιαίο νόμισμα χάρισε στην Ιταλία το πλεονέκτημα του φθηνού δανεισμού, μειώνοντας το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της κατά 20 δισ. ευρώ ετησίως σε σχέση με τα προ ένταξης επίπεδα. Αντί όμως να το εκμεταλλευθεί για να ενισχύσει την παραγωγικότητά της, έπεσε, όπως και η Ελλάδα στην παγίδα του.

Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν το ευρώ ήταν όντως «εμπόδιο» υπό την έννοια ότι οι ιταλικές λύσεις είχαν χάσει τη δυνατότητα της εύκολης απάντησης: την υποτίμηση της λίρας. Ωστόσο το ευρώ ούτε γέννησε τα προβλήματα της Ιταλίας ούτε ευθύνεται για την απροθυμία των κυβερνήσεών της διαχρονικά να τα αντιμετωπίσουν στη ρίζα τους. Αυτό μάλλον το έχουν καταλάβει πια και οι Ιταλοί. Σε έρευνα του Οκτωβρίου το 57% των πολιτών δήλωναν πως το ενιαίο νόμισμα ήταν όφελος για τη χώρα, με το ποσοστό να είναι αυξημένο κατά 12 μονάδες σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα.