Από την έντυπη έκδοση
To πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ τέθηκε σε ισχύ τον Μάρτιο του 2015 σε μία προσπάθεια να αποτρέψει τις αρνητικές συνέπειες του αποπληθωρισμού στην οικονομία της Ευρωζώνης, η οποία εξακολουθούσε να δέχεται τις επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Μέσα σε τέσσερα έτη, η ΕΚΤ δαπάνησε 2,6 τρισ. ευρώ, αγοράζοντας κατά το πλείστον κρατικά ομόλογα, αλλά και εταιρικό χρέος, χρεόγραφα εξασφαλισμένα με υποθήκη και καλυμμένες ομολογίες.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης τόνωσε την οικονομική ανάπτυξη, ενώ οι μισθοί και οι χορηγήσεις δανείων αυξήθηκαν, με τον πληθωρισμό όμως να παραμένει υποτονικός, δυσκολεύοντας την έξοδο της ΕΚΤ από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και διασφαλίζοντας ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε ιστορικό χαμηλό για αρκετό διάστημα. Η ΕΚΤ επικρίθηκε, ωστόσο, ότι με τις αγορές ομολόγων υπονόμευσε την κερδοφορία των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Αφού έφθασαν στο αποκορύφωμα των 80 δισ. ευρώ μηνιαίως το 2016, οι αγορές ενεργητικού από την ΕΚΤ μειώθηκαν σταδιακά φθάνοντας τα 15 δισ. ευρώ μηνιαίως στο τελευταίο τρίμηνο του 2018. Στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, ο ισολογισμός της ΕΚΤ διευρύνθηκε στα 4,65 τρισ. ευρώ. Πρόκειται για μέγεθος υπερδιπλάσιο συγκριτικά με τα επίπεδα των αρχών του 2015, ενώ είναι το δεύτερο μεγαλύτερο νούμερο μετά τον αντίστοιχο ισολογισμό της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας, η οποία διοχετεύει εδώ και πολλά χρόνια χρήματα στην οικονομία για να αντιμετωπίσει τον αποπληθωρισμό.
Από το 2012, όταν εισήλθε σε ύφεση, η Ευρωζώνη ανέκαμψε με αργούς ρυθμούς για να αιφνιδιάσει τις αγορές με τις εντυπωσιακές επιδόσεις της το 2017. Όμως, ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε τους τελευταίους μήνες, εν μέσω της εμπορικής διένεξης και της μεταβλητότητας στις ιταλικές αγορές. Η οικονομία της Ευρωζώνης δεν είναι τόσο εξασθενημένη ώστε να καθυστερήσει τη λήξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, όμως η εξασθένηση αυτή λαμβάνει χώρα σε μία ιδιαίτερα δυσχερή στιγμή, οπότε η ΕΚΤ προσπαθεί να αποσύρει τα μέτρα στήριξης.
Εάν, δε, εξαιρεθούν οι ευμετάβλητες τιμές ειδών διατροφής και ενέργειας, ο πληθωρισμός παραμένει κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ, που κυμαίνεται κοντά στο 2%. Από την άλλη πλευρά, οι χορηγήσεις δανείων έχουν ελαττωθεί, γεγονός που σημαίνει ότι ο κύκλος ανάπτυξης έχει φθάσει στην κορύφωσή του.
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης έγινε ιδιαίτερα αισθητό στις αγορές κρατικών ομολόγων. Οι ομολογιακές αποδόσεις σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία άγγιξαν ιστορικά χαμηλά μετά την έναρξη του προγράμματος, ενώ σε ορισμένες χώρες όπως η Γερμανία, οι αποδόσεις κάποιων ομολόγων υποχώρησαν κάτω από το μηδέν. Ωστόσο, οι ιταλικές αποδόσεις σημείωσαν φέτος κατακόρυφη άνοδο, δυσκολεύοντας τα σχέδια εξόδου της ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ τώρα θα επανεπενδύσει τα έσοδα από τα ομόλογα που λήγουν και τα οποία αγόρασε στο πλαίσιο του προγράμματος. Οι μηνιαίες επανεπενδύσεις τους επόμενους 12 μήνες θα κυμανθούν κατά μέσο όρο στα 14 δισ. ευρώ, ποσό αντίστοιχο με τις μηνιαίες αγορές που έκανε η ΕΚΤ τους τρεις τελευταίους μήνες του 2018.
Σε στάση αναμονής Ελβετία, Νορβηγία, Τουρκία
Στάση αναμονής επέλεξαν οι κεντρικές τράπεζες της Ελβετίας, της Νορβηγίας και της Τουρκίας κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνεδρίασής τους. Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας διατήρησε αμετάβλητη την υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική της, επικαλούμενη τις ευάλωτες συνθήκες στην αγορά συναλλάγματος. Έτσι, άφησε το βασικό επιτόκιο τριών μηνών στο πλαίσιο διακύμανσης -1,25% έως -0,25%, παραμένοντας σε αυτό το επίπεδο από τον Ιανουάριο του 2015. Επίσης, η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας διατήρησε αμετάβλητο στο -0,75% το επιτόκιο καταθέσεων. Αντίστοιχα, η κεντρική τράπεζα της Νορβηγίας άφησε σταθερό στο 0,75% το βασικό επιτόκιό της, διαμηνύοντας ότι θα αυξήσει τα επιτόκιά της με πολύ πιο αργό ρυθμό απ’ ό,τι είχε προγραμματίσει εν μέσω ανησυχιών για την παγκόσμια οικονομία. Και η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας άφησε σταθερό το βασικό επιτόκιό της στο 6,25%, από τη στιγμή που ο πληθωρισμός υποχώρησε από το υψηλό 16 ετών. Άφησε ωστόσο να εννοηθεί ότι θα καταστήσει πιο αυστηρή τη νομισματική πολιτική της εάν αυτό κριθεί αναγκαίο.