Το 2023 αναμένεται η ελληνική οικονομία να επιστρέψει στα πρωτογενή πλεονάσματα και το ΑΕΠ στα προ κορονοϊού επίπεδα, σύμφωνα με την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους που περιλαμβάνεται στην 8η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα.
Παράλληλα, συσχετίζει την βιωσιμότητα του χρέους με την επιτυχή εφαρμογή του σχεδίου «Πισσαρίδη» για την αξιοποίηση των πόρων που θα ληφθούν μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όπως εξηγούσαν αρμόδιες ευρωπαϊκές πηγές, η περαιτέρω αύξηση του ΑΕΠ που θα επιτευχθεί μέσα από τις επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που θα περιλαμβάνονται στο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης τα επόμενα έτη αναμένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο στην βελτίωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το κόστος εξυπηρέτησης παραμένει σε χαμηλά επίπεδα περιορίζει το όποιο ρίσκο και συμβάλει στην διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους.
«Παρά την επιδείνωση των βραχυπρόθεσμων προοπτικών, το βασικό σενάριο δείχνει μια επάνοδο σε μείωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Βραχυπρόθεσμα, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί από 180,5% του ΑΕΠ το 2019 σε πάνω από 207% του ΑΕΠ το 2020.
Ωστόσο, καθώς τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας αναμένεται να είναι προσωρινά και η οικονομία προβλέπεται να αρχίσει να ανακάμπτει το 2021, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να ακολουθήσει μια πτωτική τάση από το 2021» επισημαίνεται στην έκθεση.
Στο σενάριο που η αύξηση του ΑΕΠ είναι χαμηλότερη από την εκτιμώμενη, εκτός από την ύπαρξη υψηλότερου ασφαλίστρου κινδύνου, το επίπεδο χρέους θα παραμείνει υψηλό μακροπρόθεσμα και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα υπερβούν το 20% του ΑΕΠ από τα μέσα της δεκαετίας του 2030 καθιστώντας το χρέος μη βιώσιμο, τονίζεται στην έκθεση.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, η ύφεση φέτος θα φτάσει στο 9%. Το 2021 η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης :
- 5% (2021)
- 3,5% το 2022
- 2,2% το 2023
- 1,9% το 2024
Το βασικό σενάριο δείχνει μια τάση μείωσης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Βραχυπρόθεσμα, το δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι από 180,5% του ΑΕΠ το 2019 θα αυξηθεί στο 207,1% του ΑΕΠ το 2020, για να ακολουθήσει πτωτική πορεία από το 2021, στο 199,6% του ΑΕΠ και στο 193,1% του ΑΕΠ το 2022.
Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης αναμένονται γύρω στο 15% του ΑΕΠ την επόμενη 20ετία και μετά σε περίπου 13% έως το 2060.
Το κόστος αναχρηματοδότησης θα αυξηθεί από 1,5% το 2020 στο 3,1% το 2030 και κατόπιν στο 4% τα έτη 2050- 2060. Με βάση το δυσμενές σενάριο το κόστος αναχρηματοδότησης ανεβαίνει στο 4,5% το 2040 και ακόμα περισσότερο στο 6% το 2060.
«Τα αποτελέσματα αυτού του σεναρίου υπογραμμίζουν τη σημασία της υλοποίησης της αναπτυξιακής ατζέντας που εκπονήθηκε από την «Επιτροπή Πισσαρίδη» και δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 2020». Επίσης, «υπογραμμίζει τη σημασία της διατήρησης της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων, ενώ το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα είναι μια μεγάλη ευκαιρία από αυτή την άποψη».
Η υιοθέτηση και εφαρμογή των μέτρων στήριξης που έχουν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και του Ταμείου Ανάκαμψης «θα μπορούσε να στηρίξει σημαντικά τη ζήτησης από το 2021 και μετά». Όπως αναφέρει, η Ελλάδα αναμένεται να επωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από το Ταμείο που στοχεύει στη στήριξη της σύγκλισης και μιας βιώσιμης οικονομικής ανάκαμψης παρέχοντας χρηματοοικονομική υποστήριξη μεγάλης κλίμακας σε μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη.
ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΕΣΜΕΥΣΕΩΝ ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Παρά τις πολύ δύσκολες συνθήκες η Ελλάδα έχει αυξήσει σημαντικά τον ρυθμό της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων τους τελευταίους μήνες σημειώνεται στην έκθεση των θεσμών. Στις μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνονται :
- ο νέος πτωχευτικός κώδικας, μια σημαντική μεταρρύθμιση όπως τονίζουν καθώς αναμένεται να διευκολύνει την επίλυση των βασικών προκλήσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα
- το νέο μισθολόγιο της ΑΑΔΕ
- δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις όπως η επιτάχυνση εφαρμογής των δημοσίων επενδύσεων, η εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου
- στη δημόσια διοίκηση όπως η έναρξη της διαδικασίας επιλογής για ανώτερες διευθυντικές θέσεις σε φορείς του δημόσιου τομέα
- η πρόοδος για την επικαιροποίηση των αντικειμενικών αξιών η οποία αν και αρχικά ήταν προγραμματισμένο να γίνει εντός του τρέχοντος έτους, λόγω πανδημίας έχει μεταφερθεί στα μέσα του 2021.
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ
Ειδική αναφορά γίνεται στην έκθεση για τον υψηλό βαθμό αβεβαιότητας που υπάρχει λόγω της υγειονομικής κρίσης. Αν και όπως σημειώνεται δεν έχουν προσμετρηθεί τα μέτρα που ανακοινώθηκαν στις 5 Νοεμβρίου, εκτιμάται πως μετά το νέο lockdown η οικονομική δραστηριότητα θα μπορούσε να επηρεαστεί σημαντικά το τελευταίο τρίμηνο του 2020 και το 2021.
Λόγω της μεγάλης σημασίας του διεθνούς τουρισμού για την ελληνική οικονομία, η Ελλάδα είναι εξαρτάται επίσης από τις εξελίξεις της πανδημίας σε άλλες χώρες και από τους περιορισμούς που έχουν τεθεί αναφορικά με τα διεθνή ταξίδια.
Μια περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης στον τομέα της υγείας, σύμφωνα με την έκθεση, θα μπορούσε να προκαλέσει την ανάγκη να ληφθούν πρόσθετα μέτρα τα οποία θα πρέπει να είναι στοχευμένα αλλά και προσωρινά για να περιορίσουν τις επιπτώσεις και να ενισχύσουν την ανάκαμψη το 2021.
Στους κινδύνους παραμένουν
- οι γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή
- οι μεταναστευτικές πιέσεις.
- η πιθανή κατάπτωση κρατικών εγγυήσεων που έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο των μέτρων έκτακτης ανάγκης αλλά και
- με τις υποθέσεις προσφυγής κατά της ΕΤΑΔ, τα ΕΛΤΑ, και
- οι πιθανές πρόσθετες δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης ατόμων χωρίς ασφάλιση υγείας.
Όσον αφορά τις εκκρεμείς συντάξεις, ο στόχος που έχει τεθεί από την κυβέρνηση με βάση και το αναθεωρημένο σχέδιο που έχει θέσει είναι η εκκαθάριση τους έως το Δεκέμβριο του 2021 από τον Ιούνιο του επόμενου έτους που είχε τεθεί.
«Ωστόσο οι νέοι περιορισμοί στην κίνηση των πολιτών αναμένεται να oδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, ιδιαίτερα στον τομέα των συντάξεων, καθώς η διαδικασία δεν μπορεί να ολοκληρωθεί εξ αποστάσεως».
Ραλλού Αλεξοπούλου