Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Αισιοδοξία επικρατεί στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για το περιεχόμενο των ανακοινώσεων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής που θα γίνουν την επόμενη εβδομάδα όσον αφορά την εξέλιξη του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 2021 και συνολικά για το α’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Αισιοδοξία επικρατεί στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για το περιεχόμενο των ανακοινώσεων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής που θα γίνουν την επόμενη εβδομάδα όσον αφορά την εξέλιξη του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 2021 και συνολικά για το α’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Πηγές ανάσχεσης
Και ενώ «πηγές» της αισιοδοξίας είναι η καταγραφή σημαντικής αύξησης της κατανάλωσης, της οικοδομικής δραστηριότητας και της βιομηχανικής παραγωγής -ο τουρισμός δεν επηρεάζει σημαντικά την οικονομία για το πρώτο εξάμηνο του έτους-, την ίδια στιγμή υπάρχει και ο προβληματισμός για δύο πιθανές πηγές «ανάσχεσης» του αναπτυξιακού ρυθμού: η πρώτη έχει να κάνει με την κατακόρυφη αύξηση των εισαγωγών, η οποία «ροκανίζει» το ΑΕΠ, και η δεύτερη πηγή έχει να κάνει με το ενδεχόμενο σημαντικής «διόρθωσης» των προβλέψεων για την πορεία της οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί η συνολική εικόνα.
Πριν από λίγες ημέρες η Ελληνική Στατιστική Αρχή ανακοίνωσε εντυπωσιακή αύξηση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο του Ιουνίου συγκριτικά με τον αντίστοιχο μήνα του 2020. Ειδικότερα, το έλλειμμα έφτασε στο 1,982 δισ. ευρώ έναντι 1,441 δισ. ευρώ που ήταν το έλλειμμα τον Ιούνιο του 2020. Σε πολύ μεγάλο βαθμό η αύξηση του ελλείμματος ήταν αποτέλεσμα των ανατιμήσεων στις διεθνείς τιμές των καυσίμων. Απόδειξη ότι το έλλειμμα χωρίς τα πετρελαιοειδή ήταν αυξημένο κατά 326 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2020 και όχι κατά 540 εκατ. ευρώ που ήταν το αντίστοιχο ποσό με την ενσωμάτωση και του εμπορικού ισοζυγίου των πετρελαιοειδών. Μετά την κακή εικόνα του Ιουνίου όσον αφορά το εμπορικό έλλειμμα, τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου δείχνουν ότι οι εισαγωγές έχουν εξελιχθεί σε «βαρίδι» για την ανάπτυξη κατά το πρώτο εξάμηνο.
Με αυτό το δεδομένο, οι επίσημες ανακοινώσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής αναμένονται με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον καθώς έχουν αναπτυχθεί αντίρροπες δυνάμεις και μένει να φανεί πού έχει «ισορροπήσει» τελικώς η οικονομία. Όλα τα στοιχεία παραπέμπουν σε πολύ μεγάλη αύξηση της κατανάλωσης, η οποία άλλωστε αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του 70% του συνολικού ΑΕΠ. Σε αυτό συνηγορούν και τα στοιχεία των ηλεκτρονικών πληρωμών του πρώτου εξαμήνου, τα στοιχεία κύκλου εργασιών των λιανεμπορικών επιχειρήσεων, αλλά και η πορεία του δείκτη κύκλου εργασιών λιανικού εμπορίου. Ειδικά μετά το τέλος Απριλίου που πρακτικά ήρθησαν και οι τελευταίοι περιορισμοί στη λειτουργία των καταστημάτων λιανικής, τα ποσοστά αύξησης ήταν πολύ μεγάλα.
Δεδομένου μάλιστα ότι η μεταβολή του ΑΕΠ συνίσταται στη σύγκριση των δύο περιόδων, από μόνη της η πορεία της κατανάλωσης μπορεί να αποδειχθεί ικανή όχι μόνο να απορροφήσει την επιβάρυνση στο ΑΕΠ από την αύξηση του ελλείμματος εμπορικού ισοζυγίου, αλλά και να οδηγήσει σε σημαντικά (και διψήφια όσον αφορά ειδικά το β’ τρίμηνο) ποσοστά ανάπτυξης. Από εκεί και πέρα, υπάρχει και ο παράγοντας των εξαγωγών. Μέσα στο α’ εξάμηνο έχουμε μια εντυπωσιακή αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας (όχι μόνο σε επίπεδο έκδοσης οικοδομικών αδειών, αλλά και σε επίπεδο στησίματος νέων εργοταξίων) αλλά και έναρξη σημαντικών μεγάλων επενδύσεων. Λόγω του ότι ο πήχης των επενδύσεων ήταν από το 2020 πολύ χαμηλά, μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ενίσχυσης κατά το α’ εξάμηνο της φετινής χρονιάς μπορούν να δώσουν πολύ μεγάλη ώθηση στο τελικό ΑΕΠ. Το ΑΕΠ στο β’ τρίμηνο του 2020 διαμορφώθηκε στα 38,8 δισ. ευρώ. Στο πρώτο τρίμηνο του 2021 έφτασε στα 40,5 δισ. ευρώ. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι δεν υπάρχει περίπτωση το ΑΕΠ σε απόλυτο αριθμό κατά το β’ τρίμηνο να κινηθεί χαμηλότερα σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο, καθώς με εξαίρεση το 2020 λόγω των ειδικών συνθηκών της πανδημίας δεν έχει γίνει ποτέ κάτι τέτοιο στην Ελλάδα. Έτσι, μια «επίδοση» άνω των 41 δισ. ευρώ αναμένεται ούτως ή άλλως να οδηγήσει σε μια ποσοστιαία αύξηση του ΑΕΠ κατά 6%-7%. Το ερώτημα είναι πού θα φτάσει το τελικό νούμερο. Όσον αφορά το α’ τρίμηνο, στο οικονομικό επιτελείο θέλουν να διασφαλίσουν ότι δεν θα επιδεινωθεί η εκτίμηση ότι το ΑΕΠ έχει ανέλθει στα 40,5 δισ. ευρώ για το διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου.
Στο εξάμηνο
Όπως ανακοινώθηκε από την ΕΛΣΤΑΤ, το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου στο 6μηνο έχει ανέλθει στα 10,262 δισ. ευρώ από 8,942 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2020. Αυτή η διαφορά των περίπου 1,3 δισ. ευρώ (που πλησιάζει στο 0,8% του ΑΕΠ) θα αποτυπωθεί αρνητικά στα στοιχεία που θα ανακοινωθούν στις 7 Σεπτεμβρίου.
Αύξηση του ελλείμματος και χρέους γενικής κυβέρνησης
Κατακόρυφη αύξηση στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αποτυπώνουν τα στοιχεία της γενικής κυβέρνησης για τον μήνα Ιούλιο. Το έλλειμμα εκτινάχθηκε στα 9,357 δισ. ευρώ συγκριτικά με τα 5,961 δισ. ευρώ που ήταν το έλλειμμα κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου 2020. Η επιδείνωση, βέβαια, έχει και έντονο το «εποχικό» στοιχείο, κάτι που σημαίνει ότι υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες διόρθωσης κατά το υπόλοιπο του έτους. Η εποχικότητα συνίσταται στο εξής: Στο 7μηνο του 2021 ήταν πολύ περισσότερα τα μέτρα στήριξης που έπεσαν στην αγορά (απευθείας οικονομικές ενισχύσεις, αναστολές φόρων και ασφαλιστικών εισφορών) συγκριτικά με το 7μηνο του 2020, δεδομένου ότι ειδικά κατά το πρώτο τρίμηνο της περσινής χρονιάς πρακτικά δεν είχαν ξεκινήσει οι εκταμιεύσεις των μέτρων στήριξης.
Η διόγκωση του πρωτογενούς ελλείμματος προέρχεται απ’ όλους τους επιμέρους τομείς της γενικής κυβέρνησης καθώς «οριζόντιες» είναι και οι επιπτώσεις της πανδημίας στα δημόσια έσοδα. Έτσι, σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης το έλλειμμα έχει φτάσει στα 9,092 δισ. ευρώ έναντι 7,3 δισ. ευρώ το επτάμηνο του 2020. Η τοπική αυτοδιοίκηση διατηρεί ένα πλεόνασμα το οποίο όμως είναι μικρότερο από το αντίστοιχο περσινό (173 εκατ. ευρώ από 197 εκατ. ευρώ πέρυσι), ενώ μεγάλη είναι η επιδείνωση στα οικονομικά των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης όπου το έλλειμμα έχει εκτιναχθεί στα 712 εκατ. ευρώ έναντι πλεονάσματος 131 εκατ. ευρώ φέτος. Η αύξηση του ελλείμματος δεν φαίνεται να συνδέεται τόσο με τις αναστολές εισπράξεων ασφαλιστικών εισφορών, όσο με την αύξηση των δαπανών. Στα ασφαλιστικά ταμεία οι δαπάνες ανέβηκαν στα 24,563 δισ. ευρώ από 23,303 δισ. ευρώ πέρυσι, κάτι που αποτυπώθηκε εξ ολοκλήρου και στο πρωτογενές αποτέλεσμα.
Το ακαθάριστο χρέος έχει ήδη αυξηθεί στα 388,5 δισ. ευρώ με βάση τα στοιχεία του τέλους Ιουλίου (και χωρίς δηλαδή να ενσωματώνονται οι εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης και οι προχθεσινές εκδόσεις των δύο ομολόγων), με την αύξηση συγκριτικά με το τέλος του 2020 να ανέρχεται στα 14,5 δισ. ευρώ (σ.σ.: στο τέλος του 2020 το ακαθάριστο χρέος ανερχόταν στα 374 δισ. ευρώ). Δεδομένου ότι τα repos εκτιμώνται περίπου στα 36 δισ. ευρώ, το χρέος σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης κινείται ήδη πάνω από τα 350 δισ. ευρώ.
Όσον αφορά τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου, κατέγραψαν μικρή μείωση τον Ιούλιο συγκριτικά με τον Ιούνιο. Ανήλθαν στο 1,758 δισ. ευρώ έναντι 1,798 δισ. ευρώ τον Ιούνιο και 1,228 δισ. ευρώ που ήταν τον Δεκέμβριο του 2020.
Οι οφειλές των ασφαλιστικών ταμείων ανέρχονται στα 470 εκατ. ευρώ (από 464 εκατ. ευρώ τον Ιούνιο), με τα χρέη του ΕΟΠΥΥ να έχουν περιοριστεί στα 156 εκατ. ευρώ.
Η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών από τις αρχές του χρόνου προέρχεται από τα νοσοκομεία. Τα ληξιπρόθεσμα των νοσοκομείων διαμορφώνονταν στα 927 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο έναντι 917 εκατ. ευρώ τον Ιούνιο και 502 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2020.