Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
«Ευρωπαϊκό» ανταγωνισμό συναντούν οι εξαγωγές της ελληνικής φέτας στην αγορά της Αυστραλίας, ενώ και η τοπική παραγωγή λευκών τυριών που σφετερίζονται την ελληνική ονομασία είναι ιδιαιτέρως δυναμικές.
Όπως προκύπτει στην κλαδική μελέτη που εκπόνησε ο προϊστάμενος του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Σίδνεϊ, Βαϊανός Ωραιόπουλος – Κελένης, στις υπεραγορές της Αυστραλίας τα ψευδεπίγραφα και παραπλανητικά για τον καταναλωτή προϊόντα που φέρουν την ονομασία «φέτα» είναι πολλά, κυρίως εγχωρίως παραγόμενα, αλλά και εισαγόμενα από την Ευρώπη. Ενδεικτικό είναι ότι οι αγορές της Βουλγαρίας, της Δανίας, της FYROM και της Γερμανίας να φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις των εισαγωγών «φέτας».
Από τα στατιστικά στοιχεία αυστραλιανών εισαγωγών του κωδικού φέτα διαφαίνεται ότι στη 15ετία 2000-2015, χρονιά «break-even» των εξαγόμενων ποσοτήτων τυρού ήταν το 2012, οπότε οι εξαγωγές ελληνικής φέτας ισοσταθμίστηκαν με εκείνες της βουλγαρικής (περίπου 1,050 εξαχθέντες τόνοι από εκάστη των δύο χωρών).
Σημειωτέον, ενώ το 2000 οι βουλγαρικές εξαγωγές ήταν τετραπλάσιες των ελληνικών, το 2015 οι ελληνικές εξαγωγές τις υπερέβησαν κατά 50% (σε μονάδες ποσότητας).
«Η ανατροπή αυτή οφείλεται τόσο στην υιοθετούμενη τιμολογιακή πολιτική των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων και των εδώ εισαγωγικών (αισθητή μείωση της τιμής κατανάλωσης από 30 δολ. αυστρ./κιλό στα 18/κιλό) όσο και στην εμπέδωση στο καταναλωτικό κοινό της υψηλής ποιότητας του ελληνικού προϊόντος σε συνδυασμό με τα μοναδικά συστατικά του (αιγοπρόβειο γάλα και όχι αγελαδινό -λευκό τυρί- ή κατσικίσιο) αναφέρει ο Ωραιόπουλος – Κελένης.
Όπως διαφαίνεται στα στοιχεία το 2015 οι εισαγωγές φέτας ανήλθαν σε συνολικά 2.485 τόνους, αξίας περί τα 21,8 εκατ. δολ. Αυστραλίας, με την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Δανία, τη FYROM να αποτελούν τις βασικές αγορές προέλευσης.
Όσον αφορά την εντός Αυστραλίας διανομή και συσκευασία προϊόντων που σφετερίζονται την ονομασία φέτα παρασκευάζονται είτε από γάλα αγελάδας είτε από κατσικίσιο γάλα.
«Το ευτύχημα είναι ότι τα συστατικά αυτά αναγράφονται επάνω στη συσκευασία. Στην περίπτωση όμως αυτή εξυπακούεται ότι μόνον οι καταναλωτές-γνώστες του θέματος έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε ορθή επιλογή αγορών» σημειώνει ο κ. Ωραιόπουλος- Κελένης, εκτιμώντας ότι εάν υιοθετηθεί μια εμπορική πολιτική, η οποία να δίνει έμφαση στην αυθεντικότητα της ποιότητας της ελληνικής φέτας, θα μπορούσε όχι μόνον να διατηρήσει ένα σοβαρό μερίδιο αγοράς, αλλά και να το αυξήσει αισθητά.
Οι ονομασίες ΠΟΠ/ΠΓΕ
«Η πολιτική αυτή θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα καθοριστική για την πορεία του προϊόντος στην αυστραλιανή αγορά, η οποία πλήρως καταστρατηγεί τις ονομασίες ευρωπαϊκών ΠΟΠ/ΠΓΕ, ιδιαίτερα στον τομέα των τυροκομικών προϊόντων, με την απλή προσθήκη της ένδειξης “style”, η οποία έπεται της αντίστοιχης γεωγραφικής περιοχής (π.χ. “Greek style”).
Toιουτοτρόπως τυριά όπως Xαλούμι, Pecorino, Parmesan, Mozzarella, Bocconcini, Camembert, Brie, Cheddar, κυπριακής, ιταλικής, γαλλικής ή βρετανικής προέλευσης, παράγονται εγχωρίως και απολύτως νόμιμα (αφού τηρούν τις προδιαγραφές του αυστραλιανού υπουργείου Γεωργίας) δεδομένου ότι φέρουν την ανωτέρω ένδειξη ή συναφή αυτής» επισημαίνει ο ίδιος.
Σημειώνεται ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση τυριού στην Αυστραλία κυμαίνεται σε 13 κιλά ετησίως.
Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, η πληθώρα προϊόντων και τύπων «φέτας» θα συνεχίσει να χαρακτηρίζει το περιβάλλον το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική φέτα για τα επόμενα χρονιά τόσο στην Αυστραλία όσο και στις άλλες χώρες. Από την άλλη, τα περιθώρια διαφοροποίησης του προϊόντος και από ελληνικής πλευράς είναι περιορισμένα λόγω συγκεκριμένων προδιαγραφών ΠΟΠ. Την ίδια στιγμή οι σχετικές προσπάθειες για διεθνή αναγνώριση της αποκλειστικότητας χρήσης του όρου αναμένονται δύσκολες και εν πάση περιπτώσεις χρονοβόρες.
«Ως εκ τούτου στο μεσοπρόθεσμο διάστημα η διατήρηση και διεύρυνση του ελληνικού μεριδίου στην αγορά αναμένεται ότι θα κριθεί από το κατά πόσο η ελληνική φέτα θα κατορθώσει να αναδείξει την ποιοτική της διαφορά σε σχέση με τα υπόλοιπα προϊόντα σε βαθμό που να καθίσταται απαραίτητη, αλλά και οικονομικά δικαιολογημένη η χρήση αυτής τόσο από τα νοικοκυριά όσο και κυρίως από τα καταστήματα εστίασης ανώτερης ποιότητας» υπογραμμίζει ο προϊστάμενος του Γραφείου ΟΕΥ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «φέτα» δεν αναγνωρίζεται σε χώρες εκτός Ε.Ε., όπως η Αυστραλία.
Σχετική απόφαση του Οργανισμού Επίλυσης Διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου-ΠΟΕ (Απρίλιος 2006, Υπόθεση 290), δικαιώνει την Αυστραλία. Πάντως στο πλαίσιο του ΠΟΕ η Ε.Ε. έχει καταθέσει πρόταση (claw back) για την αναγνώριση της αποκλειστικής χρήσης 41 ονομάτων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η φέτα. Ωστόσο η εν λόγω πρόταση συναντά ισχυρή αντίδραση από την Αυστραλία.
Όπως υπογραμμίζεται στη μελέτη «οι πρακτικές δυνατότητες που απομένουν επί του παρόντος για την προστασία της ονομασίας προέλευσης της “φέτας” είναι μηδαμινές και περιορίζονται σε αυτές που παρέχει το εσωτερικό δίκαιό της Αυστραλία».
Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται η δυνατότητα για άσκηση προσφυγής κατά της «υφαρπαγής της φήμης» -passing off-, με βάση το εθιμικό δίκαιο, καθώς και οι σχετικές διατάξεις αναφορικά με την προστασία του καταναλωτή, τον αθέμιτο ανταγωνισμό και την προστασία του εμπορικού σήματος, οι οποίες περιλαμβάνονται ως επί το πλείστον στο Trade Practices Act 1974 και Trade Marks Act 1995.
Διέξοδος στην εμπορική σήμανση
Όσον αφορά τη νομοθεσία για την εμπορική σήμανση, πλέον καταλληλότερη θεωρείται η καταχώρηση της «φέτας» ως Συλλογικό Σήμα (collective mark) ή Σήμα Πιστοποίησης (certification mark), όπως αυτό κατέστη εφικτό στην περίπτωση του «Parmigiano Reggiano», «Danish Blue Cheese», «Grana Padano» κ.λπ.
Μέχρι σήμερα ωστόσο η πρακτική που ακολουθείται από τους Έλληνες παραγωγούς συνίσταται στην ατομική καταχώρηση του εμπορικού σήματος, π.χ. «epiros», «dodoni», «kolios» κ.λπ.
Αναλόγως βέβαια πράττουν παραγωγοί παρεμφερών αυστραλιανών προϊόντων αλλά και άλλων χωρών (π.χ. «paphos feta», «persian fetta» «φέτα τύπου Βουλγαρίας» «bulgara-feta kase in salzlake»).
Δυναμική προσέγγιση
Στον αντίποδα, πάντως, υπάρχει και μια διαφορετική προσέγγιση του θέματος.
Παράγοντες της γαλακτοβιομηχανίας εκτιμούν ότι οι προοπτικές που αποδίδει ο χαρακτηρισμός ΠΟΠ δεν είναι πανάκεια και ότι η Ελλάδα οφείλει να αντιμετωπίσει πιο δυναμικά την παγκόσμια αγορά. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν και περιλαμβάνονται στη μελέτη του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Σίδνεϊ, «η γερμανική φέτα “Patros”, που μόνο στη Γερμανία πουλάει 7.000 τόνους ετησίως, έχει προφτάσει να κατοχυρώσει τη φίρμα της στη συνείδηση των καταναλωτών που πρακτικά δεν επηρεάζονται από νομικούς περιορισμούς. Ούτως ή άλλως, οι περισσότερες εξαγωγές μας είναι σε χώρες (Καναδάς, Αυστραλία) που δεν αναγνωρίζουν το ΠΟΠ. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από τη γεωγραφική προστασία.
Χρειάζεται συστηματική επένδυση στο προϊόν, να αυξήσουμε την υπεραξία και την αναγνωρισιμότητά του» σημειώνουν. Ζητούμενο, λοιπόν, σύμφωνα με τους ίδιους είναι η αναβάθμιση της ποιότητας για να καταστήσουμε τη φέτα εμπορικά ισάξια του ροκφόρ.