Από την έντυπη έκδοση
Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Χαμηλότερες κατά περίπου 30% εκτιμάται ότι θα είναι οι χρεώσεις που υφίστανται οι επιχειρήσεις για τη χρήση πλαστικού χρήματος από τις 9 Δεκεμβρίου 2015. Κι αυτό, καθώς από τη συγκεκριμένη ημερομηνία τίθενται σε εφαρμογή -σε πανευρωπαϊκό επίπεδο- τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού 2015/751 της Ε.Ε. που ορίζουν ανώτατα όρια στις διατραπεζικές προμήθειες επί των συναλλαγών που διενεργούνται με χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες.
Βάσει των άρθρων αυτών οι συναλλαγές με χρεωστική κάρτα θα επιβαρύνονται με προμήθεια κατ’ ανώτατο 0,2% και με πιστωτική κάρτα κατ’ ανώτατο με 0,3%. Τα παραπάνω όρια θα ισχύσουν για τετραμερή συστήματα καρτών πληρωμής, όπως η Visa και η MasterCard, που κατέχουν και το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Για τη χρήση χρεωστικών καρτών παρέχονται και εναλλακτικές λύσεις που είναι είτε η προμήθεια 0,05 ευρώ ανά συναλλαγή ή, υπό προϋποθέσεις, ετήσιο επιτόκιο έως 0,2% επί του όγκου των συναλλαγών.
Μείωση κόστους
Η επιβολή ανώτατου ποσοστού επί των διατραπεζικών προμηθειών θα σημάνει αυτόματα τη μείωση του κόστους με το οποίο σήμερα επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις για τη χρήση των χρεωστικών και πιστωτικών καρτών. Από κοινές παραδοχές όσον αφορά τα ποσοστά των διατραπεζικών προμηθειών που χρεώνουν «οι πάροχοι πληρωμής» -είτε είναι οι τράπεζες ως αποδέκτες καρτών είτε είναι οι εκδότες καρτών, όπως η Visa και η Mastercard, είτε και τα δύο μαζί- προκύπτει ότι το κόστος αυτό ανέρχεται στο 0,9% επί του ύψους της συναλλαγής.
Πάλι με βάση τις ίδιες παραδοχές ότι το κόστος που καταβάλλει μία επιχείρηση στο τραπεζικό σύστημα (στον εκδότη της κάρτας και τον αποδέκτη της κάρτας) φθάνει έως και το 2,3% (με το μέσο κόστος να διαμορφώνεται στο 1,8%), τότε εύλογα η αγορά αναμένει μία σημαντική μείωση του ποσοστού με το οποίο επιβαρύνεται σήμερα για τη χρήση του πλαστικού χρήματος.
Ουσιαστικά, αν το προαναφερθέν κόστος του 0,9% που αφορά τις διατραπεζικές προμήθειες περιοριστεί για τις χρεωστικές κάρτες στο 0,2% και στις πιστωτικές στο 0,3%, τότε το συνολικό κόστος που σήμερα φθάνει και στο 2,3% (με το μέσο κόστος να διαμορφώνεται στο 1,8%) θα πρέπει να μειωθεί κατά τουλάχιστον 0,7 μονάδα και να περιοριστεί στο 1,6% για τις χρεωστικές και κατά τουλάχιστον 0,6 μονάδα και να περιοριστεί στο 1,7% για τις πιστωτικές κάρτες.
Πρωτοβουλία για την υιοθέτηση του κανονισμού ανέλαβε ο γενικός γραμματέας Εμπορίου και Καταναλωτή Αντώνης Παπαδεράκης, ο οποίος ανοίγει έναν κύκλο διαλόγου μεταξύ του υπουργείου και της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, προκειμένου από κοινού να υπάρξει ένας συντονισμός για τις σημαντικές αλλαγές – μειώσεις που επίκεινται στις προμήθειες των τραπεζών για τις συναλλαγές με πλαστικό χρήμα.
Συγκεκριμένα, με επιστολή προς την πρόεδρο της ΕΕΤ Λούκα Κατσέλη, ο κ. Παπαδεράκης αναδεικνύει το κρίσιμο αυτό θέμα ζητώντας να πληροφορηθεί «τις ενέργειες στις οποίες προτίθενται να προβούν η Ελληνική Ενωση Τραπεζών και τα μέλη της για την απρόσκοπτη εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού». «Θεωρούμε ότι η εφαρμογή των ορίων του κανονισμού θα συμβάλει στην επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, οι οποίες αποτελούν ένα ιδιαίτερα κρίσιμο πεδίο πολιτικής για τη χώρα μας, μέσω της μείωσης του κόστους που επωμίζονται οι επιχειρήσεις σε αυτή την κατηγορία συναλλαγών», επισημαίνεται στην επιστολή.
Σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου Οικονομίας, η υιοθέτηση του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος καθίσταται υποχρεωτικός για τα κράτη-μέλη, θα εξομαλύνει την αγορά και θα πολλαπλασιάσει τη χρήση του πλαστικού χρήματος, που αποτελεί ζητούμενο και πλέον στρατηγική επιλογή για τη χώρα μας στο πλαίσιο διευκόλυνσης των συναλλαγών και της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής. Οφελος θα υπάρξει και ως προς τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς ένα ποσοστό των προμηθειών αυτών μετακυλίεται στον καταναλωτή.
Η παραπάνω επισήμανση αποτελεί και τμήμα του αιτιολογικού του κανονισμού, ο οποίος αναφέρει ότι «οι διατραπεζικές προμήθειες αποτελούν βασικό μέρος των προμηθειών που επιβάλλονται στους εμπόρους από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών αποδοχής κάρτας για κάθε πράξη πληρωμής με κάρτα. Οι έμποροι, με τη σειρά τους, ενσωματώνουν το εν λόγω κόστος σχετικά με την κάρτα, όπως και κάθε άλλο κόστος γι’ αυτούς, στις γενικές τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών (…) Η ρύθμιση των εν λόγω προμηθειών θα βελτιώσει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και θα συμβάλει στη μείωση του κόστους συναλλαγών για τους καταναλωτές».
Τα επίμαχα άρθρα
Τα επίμαχα σημεία του κανονισμού 2015/751, όπως προαναφέρθηκε, είναι τα άρθρα 3 και 4.
Αρθρο 3 «Διατραπεζικές προμήθειες για τις συναλλαγές με καταναλωτικές χρεωστικές κάρτες»:
1. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δεν πρέπει να προσφέρουν ή να απαιτούν διατραπεζική προμήθεια ανά συναλλαγή που να υπερβαίνει το 0,2% της αξίας της συναλλαγής για οποιαδήποτε συναλλαγή με χρεωστική κάρτα.
2. Για εγχώριες συναλλαγές με χρεωστική κάρτα τα κράτη-μέλη μπορούν είτε: α) να ορίζουν ανώτατο όριο διατραπεζικής προμήθειας ανά ποσοστό συναλλαγών χαμηλότερο από αυτό που προβλέπεται στην παράγραφο 1, καθώς και να επιβάλουν σταθερό ανώτατο όριο για το ποσό της προμήθειας που προκύπτει από το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, είτε β) να επιτρέπουν στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να ορίζουν ανώτατη διατραπεζική προμήθεια 0,05 ευρώ ανά συναλλαγή ή, στα κράτη-μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 9 Ιουνίου 2015 που αναθεωρείται κάθε πέντε χρόνια ή κάθε φορά που επέρχεται σημαντική μεταβολή στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Αυτή η ανά συναλλαγή διατραπεζική προμήθεια μπορεί επίσης να συνδυαστεί με μέγιστα επιτόκια της τάξης του 0,2%, υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι οι διατραπεζικές προμήθειες του συστήματος καρτών πληρωμής δεν υπερβαίνουν συνολικά το 0,2% της συνολικής ετήσιας αξίας των εγχώριων συναλλαγών με χρεωστική κάρτα εντός εκάστου συστήματος καρτών πληρωμής.
3. Οσον αφορά τις εγχώριες συναλλαγές με χρεωστική κάρτα, έως τις 9 Δεκεμβρίου 2020, τα κράτη-μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να εφαρμόζουν μέση σταθμισμένη διατραπεζική προμήθεια που να μην υπερβαίνει το 0,2 % της μέσης ετήσιας αξίας των συναλλαγών όλων των εγχώριων πράξεων με χρεωστική κάρτα εντός εκάστου συστήματος καρτών πληρωμής. Τα κράτη-μέλη μπορούν να ορίζουν χαμηλότερο όριο μέσης σταθμισμένης διατραπεζικής προμήθειας που να εφαρμόζεται σε όλες τις εγχώριες συναλλαγές με χρεωστική κάρτα.
Αρθρο 4 «Διατραπεζικές προμήθειες για συναλλαγές με καταναλωτικές πιστωτικές κάρτες»:
Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δεν προσφέρουν ή απαιτούν διατραπεζική προμήθεια ανά συναλλαγή που να υπερβαίνει το 0,3% της αξίας της συναλλαγής για οποιαδήποτε συναλλαγή με πιστωτική κάρτα. Για τις εγχώριες συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, τα κράτη-μέλη μπορούν να ορίζουν χαμηλότερο ανώτατο όριο διατραπεζικής προμήθειας ανά συναλλαγή.
Σημειώνεται ότι ως «πάροχος υπηρεσιών πληρωμής» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί να παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμής που αναφέρονται στο παράρτημα της οδηγίας 2007/64/ΕΚ ή που αναγνωρίζεται ως εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ. Ενας πάροχος υπηρεσιών πληρωμής μπορεί να είναι εκδότης ή αποδέκτης ή και τα δύο.
Προσδοκίες για θετικά αποτελέσματα
Στους κύκλους του υπουργείου Οικονομίας δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα εφαρμοστεί στο ακέραιο ο κανονισμός για τα ανώτατα όρια στις διατραπεζικές προμήθειες επί των συναλλαγών που διενεργούνται με χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες.
Οπως αναφέρουν, η επιβολή των capital controls διεύρυνε τη χρήση και διαμόρφωσε μια νέα κουλτούρα γύρω από το πλαστικό χρήμα. Αυτή η διεύρυνση θα έχει συνολικά θετικό αποτέλεσμα και για τον καταναλωτή και για τον έμπορο, αλλά και για τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία μπορεί αφενός να χάνουν από τη μείωση του ύψους της προμήθειας, αλλά αφετέρου κερδίζουν από τον όγκο των συναλλαγών.
Η ΕΣΕΕ
Οπως αναφέρει ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς (ΕΒΕΠ) και της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) Βασίλης Κορκίδης, «τα τερματικά αποδοχής καρτών που υπήρχαν σε λειτουργία στο τέλος του 2014 ήταν 157.000, σήμερα είναι 170.000 και μέχρι το τέλος του 2015 θα ξεπεράσουν τις 200.000, ενώ οι ανάγκες της αγοράς επιβάλλουν επιπλέον 400.000 POS.
Αντίστοιχα, υπολογίζεται ότι έως το τέλος του έτους ο αριθμός των κατόχων χρεωστικών καρτών θα ξεπεράσει τα 11,5 εκατομμύρια και των πιστωτικών θα αυξηθεί σε 3 εκατομμύρια.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurobank, ο συνολικός τζίρος με τη χρήση καρτών από τα 5,5 δισ. ευρώ το 2013 και τα 6,2 δισ. ευρώ το 2014 θα φτάσει τα 7,3 δισ. ευρώ το 2015 επιστρέφοντας στα “προ κρίσης” επίπεδα του 2008-2009».
Ο ίδιος επισημαίνει ότι «ο ρυθμός αύξησης του αριθμού των καρτών είναι ταχύς και ελπίζουμε ανάλογη να είναι και η μείωση των τραπεζικών χρεώσεων.
Οσο η χρήση των καρτών αυξάνεται, το κόστος πρέπει να μειώνεται, προς όφελος των ελληνικών τραπεζών, των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, που σε τελική ανάλυση είμαστε όλοι…».