Skip to main content

Πάθος για εκδίκηση

Ο Χρυσός Φοίνικας των Καννών “ανοίγει” επίσημα πλέον τη χειμωνιάτικη σεζόν

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Έχει ενδιαφέρον αυτό που συμβαίνει με το σινεμά του Τζαφάρ Παναχί: Ενώ οι πρώτες του ταινίες ισορροπούσαν πάνω σε έναν υπαινιγμό, με τις πολιτικές τους σημάνσεις να αποτελούν συνήθως το “από κάτω κείμενο” που λέμε, όσο περισσότερο τον ταλαιπωρούσε το καθεστώς, τόσο περισσότερο αυτές ανέβαιναν στην επιφάνεια.

Η τελευταία του ταινία με τίτλο “Ένα απλό ατύχημα”, που έφυγε από τις Κάννες με το Χρυσό Φοίνικα (ίσως κάπως υπερβολικά), διατηρεί την σεναριακή φροντίδα του δημιουργού της απέναντι στα ηθικά διλλήματα των ηρώων του: Ποιος είναι αυτός που δικαιούται εκδίκηση; Που ενώνεται η συλλογική μνήμη και η προσωπική οδύνη; Όλα ξεκινούν από ένα απλό ατύχημα: Ένας άντρας χτυπά κατά λάθος με το αμάξι του έναν σκύλο. Κάποιος θα αναγνωρίσει στη φωνή του έναν άγριο βασανιστή του καθεστώτος. Είναι όμως πράγματι αυτός; Η αρχική ιδέα προέρχεται απεύθείας από το θεατρικό έργο του Άριελ Ντόρφμαν “Ο Θάνατος και η κόρη” (το μετέφερε όμορφα στο σινεμά ο σπουδαίος Πολάνσκι) αλλά ο Παναχί “σπάει” την θεατρικότητα του πρωτότυπου μεταφέροντας τη δράση στην ύπαιθρο, κρατώντας όμως ανέπαφο το στοιχείο της αμφιβολίας, που αποτελεί και το κέντρο βάρους αυτής της ιστορίας. Ταυτόχρονα επενδύει ξανά στο πιο δυνατό του σημείο, που είναι το χιούμορ, πάντοτε αναπάντεχο, πάντοτε “βγαλμένο” μέσα από την ιστορία και τους χαρακτήρες, πάντοτε εύστοχο και, ενίοτε, πιο καίριο από τις διδακτικές παρατηρήσεις κάποιων εκ των ηρώων. Γυρισμένη μυστικά, αντάρτικα που λένε, χωρίς επίσημη άδεια από την Κυβέρνηση, η ταινία του Παναχί (που απογειώνεται κυριολεκτικά στο δεύτερο μέρος της), υπενθυμίζει πως η μνήμη δεν σβήνει, επιμένει όμως πως, ακόμα και μέσα σε ένα τόσο καταπιεστικό πλαίσιο, η ανθρωπιά μπορεί και να επιβιώσει.

Μεγαλύτερη έκπληξη για μένα αποτέλεσε η ταινία “Μετά το κυνήγι” σε σκηνοθεσία Λούκα Γκουαντανίνο, κυρίως επειδή δεν τα πάω καλά με το έργο του σκηνοθέτη. Η ιστορία ξεκινά όταν μια φοιτήτρια κατηγορεί έναν καθηγητή για σεξουαλική παρενόχληση – και από εκεί ξεδιπλώνονται ηθικά διλήμματα, συγκρούσεις γενεών και μια πραγματεία πάνω στο κενό μεταξύ δημόσιας κρίσης και προσωπικής ευθύνης καθώς η Άλμα (Τζούλια Ρόμπερτς), καθηγήτρια φιλοσοφίας, βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στην ανάγκη υπεράσπισης ενός συναδέλφου, στη δική της ηθική πυξίδα και σε ένα σκοτεινό μυστικό από το παρελθόν της. Βασισμένος σε ένα καλογραμμένο σενάριο που θέτει, επιτέλους, στο μικροσκόπιο ζητήματα που τρομάζουν πολύ τους αμερικάνους μα και τους αμερικανοτραφείς (κουλτούρα ακύρωσης, πολιτική ορθότητα, metoo – και η κατάχρηση τους), ο Γκουαντανίνο προσπαθεί να χτίσει μια γέφυρα ανάμεσα σε δυο γενιές, φέροντας τες αντιμέτωπες με τις αντιφάσεις τους. Και το κάνει ολοκληρώνοντας μια ταινία που ενοχλεί – άρα έχει κάτι ουσιαστικό να πει.

Από την Παλαιστίνη έρχεται το βραβευμένο για το σενάριο του “Καλές γιορτές”, που μέσα από τέσσερις αλληλοδιαπλεκόμενες ιστορίες, εξερευνά διαδοχικά τις πολλαπλές πλεύρες μιας κοινωνίας που βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπη με την ταυτότητα της. Με ηθοποιούς ερασιτέχνες – αλλά εξόχως σκηνοθετημένους – η ταινία αποφεύγει τις εύκολες απαντήσεις, αλλά ανοίγει έναν διάλογο για το τι σημαίνει να ζεις υπό συνθήκες πολιτικών, πολιτισμικών και έμφυλων περιορισμών. Ο χωρισμός σε κεφάλαια ενίοτε σε αποπροσανατολίζει, όμως στο φινάλε πρόκειται για ένα ισχυρό δράμα πάνω στις ανθρώπινες αντιφάσεις, αλλά και στις κοινωνίες που ζουν στο φόβο. Οι φίλοι του θρίλερ δε θα κακοπεράσουν με το “Νεκρό τηλέφωνο 2”, με τον Ίθαν Χοκ να επιστρέφει στο ρόλο του ψυχοπαθούς φονιά (που εδώ επιστρέφει από την κόλαση!), ενώ το “Τύχη βουνό” αποτελεί μια ξεκαρδιστική μίξη του “Μια υπέροχη ζωή” του Φρανκ Κάπρα και του “Πολυθρόνα για δυο” του Τζον Λάντις, όπου ένας άγγελος (ο Κιάνου Ριβς) χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του για να αλλάξει τις ζωές ενός πάμπτωχου και ενός πάμπλουτου. Πολύ καλύτερο απ’ ότι περιμένετε, διαθέτει ξεκαρδιστικά γκαγκς και επίσης, ένα χιούμορ που μιλάει στο σήμερα.