© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
“Gimmick”, άγνωστος όρος στους περισσότερους θεατές του κινηματογράφου. Κι όμως, τα gimmick έσωσαν πολύ συχνά το σινεμά: “Μπαμπάς” τους, ο παραγωγός και σκηνοθέτης Γουίλιαμ Καστλ, ο οποίος χρησιμοποιούσε ένα διαφημιστικό, δραματουργικό ή τεχνικό “κόλπο” με στόχο να τραβήξει την προσοχή του κοινού και να κάνει την εμπειρία της ταινίας πιο διασκεδαστική, ή πιο τρομακτική.
Γνωστός για την ευρηματικότητα και την εμπορική του οξυδέρκεια, ο Καστλ σκαρφίστηκε κόλπα που συχνά ξεπερνούσαν τα όρια της ταινίας καθαυτής, μετατρέποντας την προβολή σε ένα είδος διαδραστικού θεάματος. Το 3D, ας πούμε, είναι ένα gimmick, Και σε ένα τέτοιο βασίζεται όλο το δράμα του “Good Boy”, μιας ταινίας τρόμου με πρωταγωνιστή… έναν σκύλο. Σωστά διαβάσατε, ο σκηνοθέτης Μπεν Λίονμπεργκ μας βάζει μέσα στο μυαλό ενός σκύλου – του Ίντι – φτιάχνοντας περίτεχνα ένα σύμπαν γεμάτο παράξενες σκιές και μια φρίκη που δεν την αντιλαμβάνεσαι, μόνο την νιώθεις. Όπου το “αφεντικό” του, ο Τοντ, που πάσχει από μια σπάνια ασθένεια των πνευμόνων, εγκαταλείπει την πόλη και μετακομίζει με τον Ίντι σε ένα παλιο και… στοιχειωμένο εξοχικό, σε κάποιο απόμακρο δάσος. Το σπίτι, φυσικά, δεν είναι άδειο· έχει παρελθόν, έχει ψίθυρους, σκιές και φαντάσματα. Η δε ταινία, με διάρκεια περίπου 73 λεπτών, είναι άκρως λειτουργική, κάνει ό,τι μπορεί με το εύρημα της, μας υπενθυμίζει ότι ο φόβος πολλές φορές κρύβεται στη σιωπή, ενώ παράλληλα λειτουργεί άψογα ως μια μελέτη πάνω στην πίστη, τη μοναξιά και τα όρια της αγάπης. Και τι ωραίο φινάλε!
Στο εξαίσιο “Αγάπη μόνο”, ο σκηνοθέτης Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ βουτάει βαθιά στην ψυχή μιας πόλης και στην ανάγκη μας για σύνδεση, με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Παρακολουθούμε τη Μαριάν, γιατρό, και τον Τορ, νοσηλευτή, άνθρωποι ώριμοι, που δεν καίγονται και τόσο να “ζευγαρωθούν”, αλλά ψάχνουν μια αληθινή επαφή. Η υπόθεση ξεδιπλώνεται μέσα σε λίγες, ήσυχες μέρες του Αυγούστου καθώς ο Τορ εξηγεί στη Μαριάν τα “κόλπα” της εφαρμογής Grindr, κι εκείνη πείθεται να δοκιμάσει ένα διαφορετικό, πιο ελεύθερο μονοπάτι. Ο Τορ από την άλλη, “πέφτει” πάνω σε κάτι πιο σοβαρό, έναν ασθενή στο νοσοκομείο όπου και οι δύο εργάζονται, κάτι που δοκιμάζει τα όρια του. Ταινία φωτεινή κι ευαίσθητη, με ήρωες που δεν σταματούν να μιλούν, εκθέτωντας διαρκώς τα συναισθήματα τους, τόσο που αναρωτιέσαι αν είναι “για καλό” όλο αυτό. Μένει όμως είναι η τρυφερότητα της. Δεν απαντά στο “τι είναι αυτό που το λένε αγάπη” η ταινία, σε κάνει όμως να θέλεις ξανά να θέσεις μέσα σου το ερώτημα – και αυτό είναι σπάνιο.
Είδα επίσης το blockbuster “Tron: Ares” και η προβολή του ήταν για μένα μια έκπληξη: όσο περνούσε η ώρα, τόσο με κέρδιζε. Ξεκινά ως sci-fi θέαμα, γεμάτο λαμπερά εφέ, όπου ο “Άρης”, ένα πρόγραμμα, μεταφέρεται από τον ψηφιακό κόσμο στον “πραγματικό”, όπου και πυροδοτείται μια μάχη ανάμεσα σε πολυεθνικές (υπάρχουν “καλές” και “κακές”, μας λέει η ταινία), αδίστακτους προγραμματιστές και, φυσικά, τους ήρωες μας. Με “δωράκια” που θα εκτιμήσουν οι boomer της πληροφορικής, το φιλμ διαθέτει γοργό ρυθμό (αρκετά για να μη σκοντάψεις στις τρύπες της πλοκής) και μια bonus εμφάνιση από τον Τζεφ Μπρίτζες.
Συμπαθέστατο και το “Roofman: Ένας έντιμος κλέφτης” που αφηγείται την απίθανη αληθινή ιστορία του Τζέφρι Μάντσεστερ, βετεράνου που ληστεύει McDonald’s μπαίνοντας από τη στέγη, αποδρά απο τη φυλακή, και ζει κρυμμένος μέσα σ’ ένα πολυκατάστημα παιχνιδιών. Τραβάει κάπως σε διάρκεια, όμως ξεχωρίζει για το χιούμορ και την ευαισθησία του, έστω κι αν ακριβώς αυτοί οι παράγοντες είναι που εμποδίζουν το φιλμ να πει και πέντα – δέκα πράγματα ενδεχομένως πιο ουσιαστικά. Με Τσάνινγκ Τέιταμ και Κιρστ Ντανστ.