Skip to main content

Ιστορίες πάλης και αίματος

Παλαιστές, Δράκοι και Δράκουλες πρωταγωνιστούν στις αίθουσες

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Στις “Μυθολογίες” του, ο Ρολάν Μπαρτ αναφέρεται στην επαγγελματική πάλη, όχι ως άθλημα, αλλά ως ένα «θέαμα υπερβολής», μια άλλης μορφής τέχνη που, από τη μιά, πόνταρε στις πομπώδεις χειρονομίες των παλαιστών αλλά και τις βίαιες συγκρούσεις τους προς τέρψη του κοινού, ενώ ταυτόχρονα, “από κάτω” δηλαδή, έστεινε μια θεαματική μα και άκρως συμβολική αναπαράσταση θεμελιωδών ηθικών αξιών.

Ερμήνευε τις υπερβολικές κινήσεις και τη σαφή διάκριση ανάμεσα στο Καλό και το Κακό ως μια θεατρική παράσταση, η οποία καθιστούσε βασικές έννοιες (οδύνη, ήττα, δικαίωση) κατανοητές και απτές για τις λαϊκές μάζες. Στο λόγο του Μπαρτ αντανακλάται η γοητεία που ασκεί διαχρονικά το θέαμα της πάλης, τόσο στο κοινό, όσο και στους σπουδαίους σκηνοθέτες που καταπιάστηκαν με αυτό (θυμηθείτε το “The Wrestler”  του Ντάρεν Αρονόφσκι για να μην πάμε πιο πίσω), δεν εξηγεί όμως – και το λέω με απογοήτευση – το ενδιαφέρον του Μπεν Σάφντι στην ιστορία που μας αφηγείται με το πολυδιαφημισμένο “The Smashing Machine: Η καρδιά ενός μαχητή” που βγαίνει σήμερα στις αίθουσες. Βλέπετε, ο Μπεν Σάφντι, παρέα με τον αδελφό του, Τζόσουα, συν-σκηνοθέτησε πριν λίγα χρόνια μια από τις καλύτερες αμερικάνικες ταινίες του 21ου αιώνα, το αξεπέραστο “Uncut Gems” με τον Άνταμ Σάντλερ. Οι προσδοκίες ήταν πολλές. Εντέλει, η ταινία του είναι άλλο ένα αθλητικό δράμα, σκηνοθετημένο κιόλας κάπως αδέξια: Από τη μια έχεις αυτή την αιχμηρή κινηματογράφηση, με κόκκο και κάμερα στο χέρι, και από την άλλη έχεις μια γλυκανάλατη μουσικούλα που μοιάζει με ξένο σώμα, δείγμα της αμήχανης σκηνοθετικής προσέγγισης απέναντι σε μια ιστορία που ίσως και να μην άξιζε να κινηματογραφηθεί. Ο Ντουέιν Τζόνσον (πολύ καλός) ενσαρκώνει τον φημισμένο αθλητή του MMA Μαρκ Κερ τον οποίο και παρακολουθούμε καθώς δίνει τη δική του μάχη με τον εθισμό και τα οικογενειακά του βάσανα, περιμένοντας τον Σάφντι να πει ίσως και κάτι επουσιώδες για το ψυχικό τίμημα του αθλήματος, όμως εκείνος δεν το κάνει σχεδόν ποτέ. Ίσως επειδή το ίδιο το υλικό ήταν εκ φύσεως ανεπαρκές.

Στον “Δράκουλα” του, ο Λικ Μπεσόν επιστρέφει με κέφια, και δεν περίμενα να γράψω αυτή την πρόταση καθώς δεν ήμουν δα και τόσο θετικά προδιατεθειμένος για τη δική του εκδοχή του μύθου, που όμως, για να πούμε την αλήθεια, επί της ουσίας ξεπατικώνει την εκδοχή του Φράνσις Φορντ Κόπολα (ακόμα και το ντεκουπάζ είναι ίδιο στις περισσότερες σκηνές). Όμως ο σκηνοθέτης μοιάζει να έχει ξανανοιώσει – η ταινία “τρέχει” θεαματικά, έχει κάτι από εκείνη την παλιά εφηβική τρέλα που συναντούσαμε στο “Πέμπτο Στοιχείο” (η σκηνή του χορού), αναζητά πάντα τις πιο θεαματικές γωνίες λήψης (η κάμερα του είναι πιο συχνά στο ταβάνι απ’ ότι στο πάτωμα) και εκπίπτει συχνά σε σαχλά ευρήματα (τα γκάργκοϊλ – πλάσματα που υπηρετούν τον Δράκουλα – παραπέμπουν σε ταινία της Disney!) που όμως έχουν, αν μη τι άλλο, το δικό του στίγμα. Μας είχε λείψει επίσης ο Κριστόφ Βαλτς.

Αιφνιδιάστηκα και με το καρτούν “Ne Zha 2” που έρχεται από την Κίνα και αποτελεί το πιο πετυχημένο εμπορικά animation μεγάλου μήκους στην ιστορία του είδους, με εισπράξεις που ξεπερνούν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Όπου ο Νε Ζα του τίτλου, ένα δαιμονικό παιδί που ανατράφηκε από ανθρώπους, σχηματίζει μια εύθραυστη συμμαχία με τον πρίγκιπα των Δράκων, Άο Μπινγκ, σε μια επική μάχη για την προστασία των φυλών τους – στην Κίνα της Αυτοκρατορικής Περιόδου όλα αυτά. Θέλει μια βουτιά στην Ασιατική κουλτούρα η πλήρης κατανόηση της ιστορίας, αλλά η δουλειά που έχει γίνει εδώ στο σχέδιο και τη σκηνοθεσία σε θαμπώνει: Μιλάμε για ένα αποστομωτικό και πλήρως γοητευτικό θέαμα που σε κερδίζει, ακόμα κι αν αισθάνεσαι, που και που, πως κάτι μαγικό σου διαφεύγει.