Skip to main content

Μέγας είσαι Άντερσον

Ο σκηνοθέτης του “Θα χυθεί αίμα” και του “Magnolia” επιστρέφει... με δυναμίτη!

Η νέα ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον είναι μια σουρεαλιστική κωμωδία, μασκαρεμένη ως ταινία δράσης, όπου το κωμικό (και προφανώς το δραματικό) στοιχείο δείχνει βαθιά ριζωμένο στις αντιφάσεις της σύγχρονης Αμερικής.

Αν ο Άλτμαν στήνει πολυφωνικές σκηνές όπου το παράλογο μπερδεύεται με το ρεαλισμό, ο Άντερσον στο “Μια μάχη μετά την άλλη” παίρνει το σουρεάλ και το δυναμιτίζει, χρησιμοποιεί τη δράση ως φακό, για να φωτίσει το πολιτικό τοπίο. Ο κεντρικός ήρωας, ο Μπομπ, είναι ένας πρώην επαναστάτης, κάποιος που κάποτε πίστευε στα μεγάλα λόγια, στα μεγάλα κίνητρα. Τον συναντάμε αποξενωμένο, διαλυμένο από τις παλιές του ιδέες, με μια κόρη κι ένα παρελθόν που δεν του επιτρέπει ούτε να ξεχάσει, μα ούτε και επανέλθει με τον ίδιο ενθουσιασμό. Απέναντί του, η φιγούρα του Συνταγματάρχη Λόκτζο λειτουργεί ως ενσάρκωση μιας νέας μορφής εξουσίας, πνιγμένη σε παλιά εθνικιστικά συνθήματα και κωμικούς ψυχαναγκασμούς. Ο Άντερσον σπάει μεγάλη πλάκα, αλλά μιλά επίσης πολύ σοβαρά για τον φόβο, την πόλωση, την παρακμή κάποιων ιδεών, αλλά και την επιμονή τους, για τον εξτρεμισμό όχι μόνο ως σκηνικό τρόμου αλλά ως μια εν δυνάμει καθημερινή πραγματικότητα, ως κάτι που επιμένει, που μεταλλάσσεται, που γίνεται κομμάτι του δημόσιου λόγου. Και πως να τα πεις αυτά καθαρά, στο Αμερικάνικο Σινεμά, αν δεν σπάσεις πλάκα; Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια ταινία πολυφωνικού χάους και μένοντας πιστός στο πνεύμα του Άλτμαν, ο  Άντερσον χρησιμοποιεί αυτή την πολυφωνία για να χτυπήσει κέντρο. Υπάρχει δηλαδή ένας άξονας πεντακάθαρος υπό τον οποίο κρίνονται όλες οι πράξεις των ηρώων και μέσα από το φαινομενικό χάος, ο Άντερσον αναδεικνύει πώς αυτές οι πολιτικές συγκρούσεις διαμορφώνουν τα ψυχικά τοπία των ηρώων του: Τι σημαίνει να είσαι πατέρας, τι σημαίνει να είσαι παιδί, τι σημαίνει να έχεις γεννηθεί μέσα σε ένα ιδεολογικό χάος. Και πιο πολύ ακόμα, τον αγώνα να προστατέψεις την ανθρωπιά σου, σε μια καθ’ όλα διασκεδαστική ταινία, που τρέχει με χίλια από το πρώτο καρέ και δεν σταματά μέχρι η ιστορία της να ολοκληρωθεί.

Στο δε πολυαναμενόμενο “Harvest”, η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη διασκευάζει το ομώνυμο βιβλίο του Τζιμ Κρέις. Η ταινία διαδραματίζεται σε ένα άγνωστο χωριό, σε μια απροσδιόριστη μεσαιωνική εποχή, όπου ο ερχομός ενός χαρτογράφου φέρνει μαζί του το χάος. Δεν πρόκειται για ιστορικό δράμα, αλλά περισσότερο για ένα μυηθοπλαστικό ένα χρονικό μετάβασης από το συλλογικό στο ατομικό και από το φυσικό στο εκμεταλλεύσιμο. Την Τσαγγάρη δεν την ενδιαφέρει η πιστότητα στο κείμενο όσο η ατμόσφαιρα, το “vibe” που λένε, η καταγραφή του Τέλους ενός κόσμου, έτσι όπως το χωριό αυτό γίνεται τόπος ερήμωσης, όχι μόνο της γης, αλλά και της μνήμης, της συνείδησης. Η σκηνοθεσία της – όπως πάντα – είναι μελετημένη, γεωμετρική, μια «ψυχρή» παρατήρηση που δεν αναζητά την ταύτιση, λειτουργεί ακριβώς επειδή το φιλμ δεν μιλά για συναισθήματα, αλλά για διαδικασίες, και ταυτόχρονα στήνει τις εικόνες της κάπου ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ποίηση.