© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Κάποια πρόσωπα έζησαν τόσο βαθιά μέσα στις εικόνες, τόσο ριζωμένα στην ψυχή αυτής της τέχνης, που ο θάνατός τους μοιάζει περισσότερο με πέρασμα σε έναν άλλο ρυθμό φωτός. Η Claudia Cardinale ήταν ένα τέτοιο πρόσωπο. Με βλέμμα που έμαθε στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο πώς είναι να μην εξηγείς – απλώς να υπάρχεις.
Η Cardinale γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1938 στη Γκουλέτ της Τύνιδας, στη γαλλόφωνη Τυνησία. Οι γονείς της ήταν Ιταλοί με σικελική καταγωγή – ο πατέρας της, σιδηροδρομικός υπάλληλος, και η μητέρα της, Γαλλο-Ιταλίδα με ευρύτερη κουλτούρα. Ήταν το κορίτσι που μεγάλωσε χωρίς τηλεόραση, με τον ήλιο της Μεσογείου και τη σκόνη του δρόμου. Στα 17 της θα πέσει θύμα βιασμού. Μένει έγκυος. Οι γονείς της, την ικετεύουν να κάνει έκτρωση για να “μην καταστρέψει τη ζωή της”. Αποφασίζει να το κρατήσει και, ένα χρόνο μετά, γνωρίζοντας πως η ομορφιά της είναι “ένα δώρο”, συμμετέχει σε έναν διαγωνισμό ομορφιάς στην Τυνησία όπου και διακρίνεται ως “η ομορφότερη Ιταλίδα”. Το έπαθλο: ένα ταξίδι στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Εκεί την πρόσεξαν παραγωγοί. Η Cinecittà την θέλει για το “Ο Κλέψας του Κλέψαντος”, το αριστούργημα του Μάριο Μονιτσέλι – σοκάρονται όμως όταν αποκαλύπτεται πως τα Ιταλικά της δεν είναι καλά. Με τη βοήθεια του σκηνοθέτη (και του ντουμπλάζ), ξεπερνά το μεγάλο εμπόδιο, και ένα χρόνο μετά, το ρίχνει στη μελέτη. Έτοιμη πια, παραδίδεται στα χέρια του Λουκίνο Βισκόντι – και αυτός την τοποθετεί πλάι στον Αλέν Ντελόν, την Κατίνα Παξινού και τον Σπύρο Φωκά στο μνημειώδες αριστούργημα Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του, το 1960. Αν όμως κέρδισε την κριτική με αυτή της την εμφάνιση, ένα άλλο της φιλμ που βγαίνει την ίδια χρονιά, προκαλεί χαμό στα ταμεία και την καθιστά γυναίκα – σύμβολο: Το κορίτσι με τη βαλίτσα μπορεί σήμερα να έχει ξεχαστεί καθώς δεν πρωταγωνίστησε ποτέ σε λίστες κριτικών, όμως αν την ξαναδεί κανείς σήμερα, θα δει, ειλικρινά, μια μαγική ταινία. Γιατί ο Βαλέριο Ζουρλίνι, που την σκηνοθέτησε, κατέγραψε με το φακό του εικόνες που δεν ξεπεράστηκαν από πολύ “ψηλότερους” συναδέλφους του. Έτσι συμβαίνει στο σινεμά.
Κατά τη δεκαετία του ’60 έγινε η αθόρυβη μούσα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Στον Γατόπαρδο του Βισκόντι (1963), πλάι στον Μπαρτ Λάνκαστερ και τον Αλέν Ντελόν, εμφανίστηκε σαν η ίδια η Μεσόγειος: γόνιμη, σκοτεινή, μελαγχολική. Στο 8½ του Φελίνι ήταν η γυναίκα-όνειρο, η γυναίκα-συγγνώμη, η γυναίκα-λύτρωση. Στο Κάποτε στη Δύση του Σέρτζιο Λεόνε, έπαιξε τον μοναδικό γυναικείο ρόλο σε έναν σκληρό ανδρικό κόσμο ― και δεν λύγισε. Έκτοτε έμεινε γνωστή ως η ηθοποιός που δεν χρειάστηκε να φωνάξει για να ακουστεί. Και κράτησε μια σπουδαία εμφάνιση για τη δεκαετία του ’80, πλάι στον Κλάους Κίνσκι, στο αξεπέραστο Φιτσκαράλντο του Βέρνερ Χέρτζοκ.

Δεν άφησε ποτέ την Ιταλία, παρά τις προτάσεις από Αμερική. Έπαιξε με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, τον Ζαν Πολ Μπελμοντό, τον Τόνι Κέρτις, τον Πίτερ Σέλερς — αλλά διατήρησε πάντα μια αξιοπρέπεια που σήμερα μοιάζει εξωπραγματική, αντι-σταρ σε έναν κόσμο που έπλαθε είδωλα. Τα δε τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε μακριά από τα φώτα, στην αγαπημένη της Ρώμη. Η τελευταία μεγάλη κυρία της ευρωπαϊκής σινεφιλίας, ήταν Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της UNESCO, υπέρμαχος των δικαιωμάτων γυναικών και μεταναστών, και ποτέ δεν άφησε τον μύθο της να την καταπιεί.